Γράφει ο Γεώργιος Γενετζάκης, φιλόλογος στο Χαλάνδρι
Όλο και πυκνώνουν οι φωνές των εκπαιδευτικών που ζητούν αλλαγή εκ βάθρων του Λυκείου. Αρχικά, η διδακτέα ύλη είναι γεγονός ότι δεν συγκινεί πλέον σε σημαντικό βαθμό τη μαθητιώσα νεολαία. Οι μαθητές/τριες διδάσκονται πράγματα που δεν τα θεωρούν χρήσιμα για την περαιτέρω πορεία της ζωής τους –και δεν είναι ομολογουμένως-, εφόσον οι διαστάσεις της σύγχρονης ζωής παρουσιάζονται ευκαιριακά στο ελληνικό σχολείο.
Ουσιαστικά, η παρεχόμενη σχολική διδασκαλία δεν οδηγεί επαρκώς στη γνώση της κοινωνίας. Παράλληλα, η σφυρηλάτηση της κριτικής ικανότητας των μαθητών/τριών, κορυφαία στόχευση κάθε παιδαγωγικού συστήματος1, δεν συντελείται ικανοποιητικά. Αντίθετα, στόχος του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος παραμένει η αποστήθιση γνώσεων, αποκομμένων από τις καθημερινές ανάγκες.
Αναμφισβήτητα, καταλυτική παράμετρο στρέβλωσης του σημερινού Λυκείου αποτελούν οι Πανελλαδικές Εξετάσεις. Όλα υποτάσσονται στον βωμό της εισαγωγής στα ΑΕΙ! Είναι τέτοια η δυναμική τους, ώστε τα βιβλία των μαθημάτων που δεν συμμετέχουν στην Πανελλαδική διαδικασία παραμένουν κάτω από τα θρανία όλη τη χρονιά. Δεν τα διαβάζει σχεδόν κανείς, παρά ευκαιριακά και στοχευμένα για τις ανάγκες των εξετάσεων.
Μια σχολική μονάδα «καταξιώνεται» συνήθως από τον αριθμό των εισαγομένων στα ΑΕΙ και όχι από την εξωστρέφειά της και την πρωτοβουλία των μαθητών/τριών για καινοτομία. Αλλά και οι Διαδραστικοί Πίνακες στις αίθουσες διδασκαλίας, μία όντως επαναστατική καινοτομία των δύο τελευταίων ετών σε όλα τα σχολεία της Ελληνικής Επικράτειας, -δυστυχώς στον τόπο μας τα θετικά δύσκολα προβάλλονται- θα μπορούσαν, κάτω από ένα διαφορετικό πλαίσιο διδακτέας ύλης, να αναβαθμίσουν περαιτέρω την εκπαιδευτική διαδικασία.
Επίσης, στο σύγχρονο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οι μαθητές/τριες με μαθησιακές δυσκολίες -που συνεχώς πληθαίνουν- πολύ δύσκολα μπορούν να παρακολουθήσουν την παρεχόμενη θεωρητική κατάρτιση στο Γενικό λύκειο -ακόμη και στα ΕΠΑΛ-, με αποτέλεσμα να αδιαφορούν με τα γνωστά αποτελέσματα, ενώ την ίδια στιγμή μπορούν να διατυπώνουν ενδιαφέρουσες απόψεις μετά την προβολή μίας εκπαιδευτικής ταινίας ή εμφανίζουν πολύ καλό επίπεδο συνεργασίας σε άλλα «εξωδιδακτικά»-εργαστηριακά ερεθίσματα.
Οι μαθητές/τριες αυτοί/ές, αν και αντιμετωπίζονται συνήθως από την πλειονότητα των εκπαιδευτικών με τη μέγιστη επιείκεια, αφού δεν ξεκινούν από την ίδια αφετηρία, κερδίζουν ελάχιστα στον χώρο της αίθουσας διδασκαλίας, επειδή η επικεντρωμένη στις Πανελλαδικές Εξετάσεις διδασκόμενη ύλη δύσκολα τους αγγίζει. Τελικά, το Λύκειο εκμεταλλεύεται πλημμελώς τις δυνατότητες των εφήβων του.
Επομένως, τίθενται τα παρακάτω ερωτήματα: Πώς θα μάθουν οι μαθητές/τριες να αντιμετωπίζουν τα αρνητικά της τεχνολογίας, εάν η διδακτέα ύλη δεν έχει έναν ανάλογο προβληματισμό; Πώς θα αποκτήσουν αντιστάσεις απέναντι στον απόλυτο μιμητισμό που δημιουργεί η ψηφιακή πραγματικότητα, εάν δεν γίνεται στο σχολείο επιστημονικός διάλογος για τα σοβαρά προβλήματα της καθημερινότητας;
Αναμφισβήτητα, μία άξια λόγου αναθεώρηση της δομής της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ξεφεύγει από τα στενά όρια των δυνατοτήτων του/της Υπουργού Παιδείας της εκάστοτε κυβέρνησης. Το Εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει επιτέλους να γίνει αντικείμενο ευρείας εθνικής σύσκεψης και τα κόμματα μετά από εισηγήσεις αρμόδιων επιστημόνων να δεσμευτούν σε έναv σταθερό προσανατολισμό για μία δεκαετία τουλάχιστον.
Οι νέοι και οι νέες μας σμιλευόμενοι σε ένα ρηξικέλευθο –και εντελώς διαφορετικό από το σημερινό- εκπαιδευτικό σύστημα θα γίνουν οι αυριανοί νομοταγείς πολίτες, αποκτώντας υγιή πολιτικό προσανατολισμό, θα αναπτύσσουν επαρκώς την κριτική τους ικανότητα, θα ανιχνεύουν εύκολα τον λαϊκισμό, θα αντιστέκονται στον καταναλωτισμό και τον αβασάνιστο μιμητισμό (τατουάζ- ωροσκόπια!!), θα εκμεταλλεύονται θετικά την Τεχνητή Νοημοσύνη, θα γίνουν πραγματικοί επαναστάτες, όπως υποστήριζε ο Έριχ Φρομ: «Επαναστάτης είναι αυτός που στέκεται κριτικά μπροστά σε κάθε κατάσταση».
Η Παιδεία αποτελεί καταλυτικό παράγοντα για το μέλλον του λαού και δεν εξαντλείται στα όρια των δραστηριοτήτων ενός/μιας Υπουργού. Άλλωστε, οι διαδοχικές αλλαγές της ονομασίας του Υπουργείου Παιδείας –από το 2009 έχουν πραγματοποιηθεί 7 αλλαγές!!- αποτυπώνουν ευλόγως το μάταιο και εφήμερο της εκάστοτε μεμονωμένης Υπουργικής πρωτοβουλίας. Η σύγχρονη εκπαίδευση καλείται να προβάλλει την αξία της γνώσης με επίκαιρα και ελκυστικά εργαλεία.
1. Harari, 21 μαθήματα για τον 20 αιώνα, σελ. 259-267.