Λόγω των πολιτικών του φρονημάτων (ούτε δίπλωμα οδήγησης δεν τον άφηναν να πάρει), αλλά και εξαιτίας της κλειστής συντεχνιακής αντιδραστικής ιατρικής κοινωνίας της εποχής, δεν κατάφερε να ειδικευτεί στη χειρουργική, όπως επιθυμούσε. Έγινε μικροβιολόγος.
Διδάκτωρ της Ιατρικής με τριετή μετεκπαίδευση στο Cancer Research του Λονδίνου έγινε διευθυντής του Μικροβιολογικού εργαστηρίου του «Τζανείου» Νοσοκομείου. Όμως η προδικτατορική κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου συνεπής στις αντικομμουνιστικές της αρχές (μη ξεχνάμε ότι η δίκη και εκτέλεση Μπελογιάννη, η δίκη των αεροπόρων κ.λπ. έγιναν με τις ευλογίες του Κέντρου) τον έδιωξε μαζί με τη σύντροφό του Καλλιόπη Καρακάση-Μπουντούρογλου (Πούπα), η οποία εργαζόταν ως επιμελήτρια βιοχημικός στο ίδιο νοσοκομείο.
Έκτοτε ξεκινάει η μάχη της επιβίωσης, η οποία τον οδήγησε στο ιδιωτικό επάγγελμα, όπου άσκησε την ιατρική με ήθος και σεβασμό στον συνάνθρωπο, χωρίς ποτέ να ενδώσει στις «σειρήνες» του εύκολου πλουτισμού και της εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου.
Χαρακτηριστικό που τον συνόδευσε ως τη συνταξιοδότησή του ήταν ότι οι ασθενείς του τον συμβουλεύονταν ως οικογενειακό τους γιατρό και όχι μόνο ως μικροβιολόγο.
Το 1975 γίνεται μέλος του ΚΚΕ και μέχρι το τέλος της ζωής του αγωνίστηκε με συνέπεια και αυταπάρνηση σε όποιον τομέα ευθύνης του ανατέθηκε.
Η πολύπλευρη προσωπικότητά του, το ταλέντο στην ερασιτεχνική δημιουργία, καθώς και η αγάπη του προς τη θάλασσα τον έσπρωξαν να γίνει ερασιτέχνης μοντελιστής μικρών ιστιοφόρων. (Έχει δώσει έκθεση με την Ένωση Μοντελιστών και έχει τιμηθεί από τον Ιατρικό σύλλογο Αθηνών σε ειδικό ημερολόγιο γι’ αυτή του τη δραστηριότητα). Συλλέκτης νομισμάτων, γραμματοσήμων και ειδών λαϊκής τέχνης.
Ως γνήσιος οπαδός του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού, αλλά και λάτρης της ιστορίας και της γνώσης (διότι όπως πάντα έλεγε «μάθε ιστορία» και «διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε…») συγκέντρωσε ένα αξιοζήλευτο και με μεγάλες θεματικές ενότητες αρχείο, καθώς και μια τεράστια συλλογή βιβλίων.
Πολύτιμος σύντροφος της Καλλιόπης Μπουντούρογλου, πατέρας του Δημήτρη και του Νίκου και παππούς της Καλλιόπης-Κατερίνας (Λίνας) και του Γιώργου, ο καπετάν Γιώργης έμεινε σεμνός, αθόρυβος, εργατικός, συνεπής, ασυμβίβαστος, υπεύθυνος στην οικογενειακή του ζωή και στην κοινωνική του δράση. Στοργικός ως πατέρας, σύντροφος, αδερφός, φίλος, πεθερός, παππούς έδινε με την καθημερινή του στάση νόημα στη λέξη «κομμουνιστής».
Γεια σου Γιώργη, σύντροφε κι αντάρτη, ώριμο τέκνο της οργής και ώριμο τέκνο της ανάγκης.
Αντί στεφάνων τα χρήματα κατατέθηκαν για τη Βιβλιοθήκη-Αρχείο (Χαρίλαος Φλωράκης) στο λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας 150/ 624722-93.
Στο καλό, Γιώργο!
«Ησύχασε» ο Γιώργος Μπουντούρογλου, μετά από μακροχρόνια ταλαιπωρία με την υγεία του. Άλλος ένας Σαλονικιός, αναγκαστικός «πρόσφυγας» στην ίδια του τη χώρα, αποτέλεσμα της «περιποίησης» του μετεμφυλιακού κράτους προς εκείνους που τόλμησαν να ονειρευτούν και αγωνίστηκαν για τα όνειρά τους.
Αταλάντευτος στις ιδέες του, για μια κοινωνία πιο δίκαιη, δίχως τον βραχνά του κεφαλαίου, ο Γιώργος ούτε στιγμή δεν «λοξοκοίταξε» προς τον συμβιβασμό. Μέχρι το τέλος της ζωής του, τα ίδια πράγματα τον συγκινούσαν. Ακόμη και μετά την προδοσία του σοσιαλισμού στην Ευρώπη, δεν προστέθηκε στη στρατιά των «μετανοούντων», εκείνων που όψιμα κατηγορούσαν, δίχως ντροπή, την κολοσσιαία προσπάθεια εκατομμυρίων αγνών αγωνιστών.
Θα θυμόμαστε πάντα τον Γιώργο, ως «αυστηρό» κριτή των γεγονότων, αλλά και ως ευαίσθητο ιδεολόγο, να δακρύζει με την παραμικρή αναφορά στο κίνημα, στους χαμένους συντρόφους, στο υπονομευόμενο έπος των χωρών που έχτισαν έναν πρώιμο σοσιαλιστικό κόσμο.
Στην εποχή της εύκολης αλλοτρίωσης, της παντελούς έλλειψης ιδανικών, της υποταγής στα κελεύσματα των ισχυρών, άνθρωποι σαν τον Γιώργο πρέπει να ξαναγεννηθούν! Πρέπει να βρεθούν διάδοχοι, που θα καλύψουν το δυσαναπλήρωτο κενό του. Λίγους μήνες μετά τον θάνατο, του επίσης αγαπημένου μας Αλέκου Κουφουδάκη, θρηνούμε άλλον έναν λαμπρό Σαλονικιό αγωνιστή.
Γιώργο, θα μας λείψεις πολύ!
Χρήστος Α. Φωτιάδης