Το 1943 στη Λευκορωσία, οι Γερμανοί ναζί καταστρέφουν ολοσχερώς 618 χωριά καίγοντας ζωντανούς τους κατοίκους τους, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους.
Προς τιμήν των 618 χωριών που καταστράφηκαν ιδρύθηκε στο Κατίν ένα μνημείο που λειτουργεί ως και σήμερα. Διαβάζουμε την επιγραφή:
«Καλέ μας φίλε, θυμήσου: αγαπήσαμε τη ζωή και την πατρίδα μας κι εσένα. Καήκαμε ζωντανοί μέσα στις φλόγες. Κάνουμε έκκληση σε σένα: οι κραυγές κι ο πόνος μας να γίνουν θάρρος και δύναμη, για να επικρατήσει ειρήνη και γαλήνη σ’ αυτή τη γη. Ώστε να μη χαθεί ποτέ ξανά ζωή στην πύρινη λαίλαπα». Θα πρέπει σ’ αυτό το σημείο να επισημάνουμε ότι συνολικά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σκοτώθηκαν 2.2 εκατομμύρια Λευκορώσοι.
Πάνω σ’ αυτό το περιστατικό ο σκηνοθέτης Έλεμ Κλίμοφ γύρισε την ταινία του «Come and see», η οποία δεν ακολουθεί τα χνάρια των πρόσφατων ταινιών, που κοντεύουν να αποενοχοποιήσουν τους ναζί και τα «έργα» τους. Η ταινία ακολουθεί ένα 12άχρονο αγόρι, τον Φλόρια (που τον υποδύεται υποδειγματικά ο Aleksei Kravchenko).
Όταν ξεθάβει ένα χαμένο όπλο, ο Φλόρια κατατάσσεται στο Ρωσικό στρατό ανυπομονώντας να ζήσει σαν στρατιώτης. Όμως, η φαντασίωσή του γρήγορα διαλύεται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Οι συμπολεμιστές του τον αφήνουν πίσω για να τον προστατεύσουν κι απομένει μόνος. Συναντά την Γκλάσα (Olga Mironova), μια όμορφη έφηβη, που επίσης έχει μείνει μόνη της.
Μαζί επιστρέφουν στο χωριό του Φλόρια, όπου ανακαλύπτουν ότι όλοι οι κάτοικοι και η οικογένεια του Φλόρια, έχουν σφαγιαστεί. Ο Φλόρια συνεχίζει την περιπλάνηση και ξεκινά μια νέα αποστολή: να βρει τροφή για τους αβοήθητους κατοίκους ενός γειτονικού χωριού. Στο δρόμο του θα βρεθεί στο μέσο μιας σφαγής και θα δει τους Ναζί να στοιβάζουν τους κατοίκους ενός χωριού σε μια αποθήκη και να την πυρπολούν, αφανίζοντας μαζί και την αθωότητα του Φλόρια, που αρχίζει εμφανώς να γερνά. Καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος με την κτηνωδία, τα μαλλιά του ασπρίζουν και ρυτίδες εμφανίζονται στο πρόσωπό του.
Το «Έλα να Δεις», η πέμπτη και τελευταία του ταινία είναι ένα συγκλονιστικό έπος των φρικαλεοτήτων των Nαζί στη Λευκορωσία. Τo σενάριο είναι του Αντάμοβιτς που είχε υπηρετήσει στο Β’ Παγκόσμιο κι είχε βιώσει την καταστροφική λαίλαπα που άφησαν οι ναζί στην Λευκορωσία, αναφέρει πραγματικά γεγονότα, όπως η καταστροφή του χωριού Κατίν.
Ο Κλίμοφ άντλησε επίσης υλικό από τα παιδικά του χρόνια, όπου αναγκάστηκε να εκκενώσει την πόλη, με μια βάρκα με την μητέρα του και το βρέφος αδελφό του κατά τη μάχη του Στάλινγκραντ. «Οι φλόγες ανέβαιναν ως τον ουρανό, ακόμα και το ποτάμι καιγόταν (Βόλγας). Ήταν νύχτα, βόμβες εκρήγνυνταν παντού και οι μητέρες προσπαθούσαν να καλύψουν τα μάτια των παιδιών τους με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους. Συμπεριέλαβα στην ταινία όλα όσα ήξερα, παρόλο που δεν είχα δει τίποτα». Αυτή η ταινία ήταν το κύκνειο άσμα του Κλίμοφ και η προσωπική του μαρτυρία.
Ποιος ήταν ο Έλεμ Κλίμοφ (1933 – 2003)
Ο Έλεμ Κλίμοφ γεννήθηκε στο Στάλινγκραντ στις 9 Ιουλίου 1933 και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 2003. Υπήρξε σκηνοθέτης ταινιών κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του σοβιετικού κράτους. Ο Κλίμοφ κατόρθωσε να γυρίσει μόνο 5 μεγάλου μήκους ταινίες κατά τη διάρκεια της καριέρας του, η τελευταία, «Έλα να Δεις», είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές αντιπολεμικές ταινίες παγκοσμίως.
Το δυτικό κοινό γνώρισε τον Κλίμοφ κυρίως από τα όψιμα έργα του και ειδικότερα το «Agoniia» («Ρασπούτιν», 1975, που διανεμήθηκε το 1984) και το «Idi i smotri» («Come and See»- «Έλα να Δεις», 1985). Κι οι δύο είναι ιστορικές ταινίες, η πρώτη για τον Γκριγκόρι Ρασπούτιν, τον αισθησιοκράτη σύμβουλο του Τσάρου Νικολάου Β’ κι η δεύτερη για τη θηριωδία των ναζί στη Λευκορωσία το 1943.
Ο Κλίμοφ έθεσε τέρμα στην καριέρα του για πολλούς λόγους. Το πολιτικό σκηνικό της Ρωσίας που άλλαζε με γοργούς ρυθμούς και επιπτώσεις που συνεπαγόταν στον πολιτιστικό τομέα, έπληξαν τον Κλίμοφ που είχε διοριστεί, ο πρώτος γραμματέας της Ένωσης Σοβιετικών Σκηνοθετών, το 1986. Η παλαιά φρουρά αντικαταστάθηκε με μια νέα.
Ο Κλίμοφ είχε αντιμετωπίσει προβλήματα με τους σκηνοθέτες που ανέδειξε η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. Ο Κλίμοφ απέτυχε στις προσπάθειές του να εγκαθιδρύσει ένα νέο και δυναμικό σινεμά στα πρότυπα του σπουδαίου σοβιετικού κινηματογράφου. Γνωστός καθώς ήταν για τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις, παραιτήθηκε από τη θέση του δυο χρόνια αργότερα.
Δεν ολοκλήρωσε ποτέ το σχέδιό του να γυρίσει μια ταινία βασισμένη στο «Ο Κύριος και Μαργαρίτα», τη φανταστική σάτιρα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ούτε τη διασκευή του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφκι, «Οι Δαιμονισμένοι». Δήλωνε: «Έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για τις ταινίες.
Νιώθω ότι έχω κάνει ό,τι ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί.»