Συζήτηση με τον ιστορικό Στρατή Μπουρνάζο με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Η ιστορία μιας ματαίωσης. Το CCF και ο Πολιτιστικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967)» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αντίποδες» διοργανώνει η Κινηματογραφική Λέσχη Bριλησσίων Cine– Δράση. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο στέκι της ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ (Πάρνηθος 21, Βριλήσσια) την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου στις 19:00.
Με αφορμή την εκδήλωση, ο έγκριτος ιστορικός συνομίλησε με την πρόεδρο της Κινηματογραφικής Λέσχης Bριλησσίων Cine– Δράση Μαρίνα Παπαχριστοδούλου με την ΑΜΑΡΥΣΙΑ να καταγράφει τη συζήτησή τους. Μια συζήτηση ζωηρή και διαφωτιστική, η οποία, μεταξύ άλλων, φέρνει στο φως την άγνωστη και συναρπαστική ιστορία του Congress for Cultural Freedom.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΡΙΝΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Ποια εσωτερική ή κοινωνικοπολιτική ανάγκη σας ώθησε, αυτή την συγκεκριμένη χρονική στιγμή να ασχοληθείτε με την αντιπαράθεση των δύο στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου και συγκεκριμένα με τον Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο;
Η διαδρομή αρχίζει τo 2016. Ασχολούμαι με την ιστορία των ιδεών και μελετούσα τότε τον μεταπολεμικό ελληνικό αντικομμουνισμό. Κοινωνικά και πολιτικά έχει μεγάλο ενδιαφέρον, ιδεολογικά όμως είναι φτωχός. Πόσο μακριά να πας αναλύοντας τα «κόκκινα τσακάλια» ή τους «εαμοβούλγαρους»; Με το Cοngress for Cultural Freedom (CCF) ανακάλυψα ένα πολύ διαφορετικό είδος αντικομμουνιστών: φιλελεύθεροι, προοδευτικοί και σκληρά αντισοβιετικοί ταυτόχρονα, πρώτης τάξης διανοούμενοι. Ένιωθα ότι βρισκόμουν σε άλλη πίστα, ότι άξιζε να ασχοληθώ.
Αυτό ήταν το αρχικό έναυσμα. Μετά βυθίστηκα στο γοητευτικό πεδίο όπου συναντιούνται ιδέες και πολιτική στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όπου ο πολιτισμός εξυπηρετεί την πολιτική, αλλά διατηρεί την αυτονομία του. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και η CIA προωθούν την τζαζ και την αφηρημένη τέχνη, αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη διάδοσή τους, αλλά θα ήταν ανόητο να τις εξετάσουμε μόνο υπ’ αυτό το πρίσμα.
Τι ήταν το CCF και γιατί η CIA επέλεξε να ιδρύσει έναν ανεξάρτητο οργανισμό για να κερδίσει τη «μάχη για την καρδιά και τον νου» ενάντια στον κομμουνισμό;
Το CCF λειτουργούσε ως ανεξάρτητος οργανισμός, παρότι σχεδιάστηκε και χρηματοδοτήθηκε κρυφά από τη CIA. Στελεχώθηκε από εξέχουσες προσωπικότητες, συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενους όπως ο Άρθουρ Καίσλερ, ο Ινιάτσιο Σιλόνε, ο Ραιυμόν Αρόν. Βασικός του στόχος, να αντιπαρατεθεί στην ΕΣΣΔ στον τομέα των ιδεών και του πολιτισμού, προβάλλοντας τις δυτικές αξίες, τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Απέκτησε τμήματα σε 48 χώρες, οργανώνοντας πάμπολλα συνέδρια, φεστιβάλ, εκδόσεις..
Το CCF συνιστά ένα ρηξικέλευθο μοντέλο άσκησης επιρροής. Παρότι η στόχευσή του είναι ευθέως πολιτική, τίποτα από όσα παράγει δεν θυμίζει προπαγάνδα. Το μεγάλο φεστιβάλ του στο Παρίσι, το 1952, περιλαμβάνει συναυλίες με μουσική Στραβίνσκι και Ντεμπυσί, εκθέσεις με έργα Ματίς, Σαγκάλ και Καντίνσκι, συζητήσεις με τον Μαλρώ και τον Φώκνερ. Οι μετέχοντες κάθε άλλο παρά «μαριονέτες» της CIA είναι.
Γιατί το έκανε αυτό η CIA; Οι ιθύνοντές της εκτίμησαν –και σωστά– ότι προσωπικότητες του κύρους του Καίσλερ και του Αρόν ή με σοσιαλιστικό προσανατολισμό μπορούσαν να πλήξουν πολύ πιο αποτελεσματικά τη Σοβιετική Ένωση, ιδίως σε αριστερά ακροατήρια, από ό,τι κάποιοι συντηρητικοί ή φτηνοί προπαγανδιστές.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες ώστε να προχωρήσει η έρευνα σας πάνω στο συγκεκριμένο θέμα;
H μεγαλύτερη ήταν η «συνωμοσία σιωπής» για το θέμα στην Ελλάδα. Κανένας Έλληνας που συνεργάστηκε με το CCF δεν μίλησε γι’ αυτό. Η σχέση CCF και CIA αποκαλύφθηκε το 1967. Ποιος θα τολμούσε τότε ή το 1974, στο κλίμα του σφοδρού αντιαμερικανισμού, της οργής εναντίον της «αμερικανοκίνητης χούντας», να μιλήσει; Θα θεωρούνταν κατευθείαν πράκτορας.
Μια ακόμα δυσκολία: οι πολύ διαφορετικές πραγματικότητες σε σχέση με το σήμερα. Ένα παράδειγμα. Τα στελέχη της CIA τη δεκαετία του 1950 είναι προοδευτικοί φιλελεύθεροι αντικομμουνιστές, απόφοιτοι των καλύτερων πανεπιστημίων. Ο Τομ Μπρέιντεν, που εμφανίζεται και στο βιβλίο, προτού γίνει ανώτατο στέλεχος της CIA δίδαξε αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Ντάρτμουθ και ήταν εκτελεστικός διευθυντής του περίφημου MοMA, του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της CIA. Καμία σχέση με τη στερεοτυπική φιγούρα του πράκτορα με τον σηκωμένο γιακά της καπαρντίνας ή τα στελέχη της ΚΥΠ, που είναι μέλη του ΙΔΕΑ, φίλοι του Παπαδόπουλου και γράφουν πονήματα για το «κομμουνιστοσυμμοριτισμό». Μου πήρε καιρό να το καταλάβω.
Γιατί τα σχέδια για τη δημιουργία ελληνικού CCF δεν ευοδώθηκαν; Μπορούμε από αυτό να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για τον πνευματικό κόσμο του τόπου ή απλά ό,τι συνέβη ήταν απλά συνέπεια της πολιτικής «βαρύτητας» της χώρας μας για τους συμμάχους εκείνη την περίοδο;
Στην Ευρώπη το CCF είναι μια συμμαχία φιλελεύθερων με αριστερούς της Μη Κομμουνιστικής Αριστεράς (ΜΚΑ: ένας όρος-ομπρέλα, που περιλαμβάνει από Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, Βρετανούς Εργατικούς μέχρι αντισταλινικούς αριστερούς), καθώς και με λίγους συντηρητικούς. Στην Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα και με τις τρεις αυτές ομάδες
Εδώ, η ΜΚΑ είναι σχεδόν ανύπαρκτη, καθώς στην Αριστερά κυριαρχεί πλήρως η κομμουνιστική τάση – οι λόγοι ανάγονται στα χρόνια της Αντίστασης και στο εαμικό κίνημα. Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί και διανοούμενοι, όσο απομακρυνόμαστε από τον Εμφύλιο, έρχονται σε ρήξη με τη Δεξιά και συμμαχούν με τους αριστερούς. Οι συντηρητικοί, τέλος, ακόμα και μετά τον Εμφύλιο, συνεχίζουν να μιλάνε για τα «κονσερβοκούτια». Yπάρχει χάσμα με το CCF που είναι σκληρά αντισοβιετικό και ταυτόχρονα βαθιά φιλελεύθερο, εμπνέεται από τη θεωρία του ολοκληρωτισμού της Άρεντ ή την ανοιχτή κοινωνία του Πόπερ.
Η αποτυχία των προσπαθειών ήταν τόσο συντριπτική ώστε να δικαιολογεί τη λέξη ματαίωση στον τίτλο του βιβλίου;
Η παρουσία του CCF στην Ελλάδα είναι εντελώς καχεκτική. Δεν δημιουργείται ελληνική επιτροπή, δεν υπάρχει πρωτότυπη διανοητική παραγωγή, οι παρεμβάσεις του είναι λιγοστές. Ούτε αποκτά σχέση με κάποια σημαντική πολιτική ομάδα – ενώ στη Βρετανία συνδέεται με τους Εργατικούς και στη Δυτική Γερμανία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Το αποτύπωμά του στον πολιτικό και διανοητικό χάρτη της χώρας μας είναι πολύ αχνό.
Σε τι ακριβώς εντοπίζετε τη σκοπιμότητα ένας ιστορικός να ασχολείται σήμερα με αυτού του είδους τα θέματα; Είναι απλά για να καλύπτεται η ανάγκη: να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι: Ή καλύπτεται έτσι η γενικότερη αξία να ξέρουμε την Ιστορία μας και να βγάζουμε τα συμπεράσματα μας ώστε να αποφεύγουμε αντίστοιχες καταστάσεις στην πορεία;
Η μελέτη του μοντέλου είναι εξαιρετικά χρήσιμη και σήμερα. Όχι για να βρούμε άμεσες αναλογίες, αλλά για να δούμε σύνθετους τρόπους επίδρασης. Η Frances Saunders επιγράφει τη μελέτη της, έργο αναφοράς για τo CCF, Who paid the piper? – σε ελεύθερη μετάφραση: «όποιος πληρώνει τον οργανοπαίκτη, καθορίζει και τη μελωδία». Αν συμφωνούμε, το κομβικό είναι να καταλάβουμε με ποιους τρόπους γίνεται αυτό. Το πιο ενδιαφέρον δεν είναι η άμεση παρέμβαση, η λογοκρισία που ασφαλώς υπάρχει, αλλά οι έμμεσοι τρόποι. Η αυτολογοκρισία λ.χ. ή τα χρήματα ως εργαλείο, όχι εξαγοράς, αλλά για να ενισχυθούν κάποιες φωνές. Όταν ξέρεις ότι κάποιες κατευθύνσεις θα χρηματοδοτηθούν ενώ κάποιες άλλες όχι, θα στραφείς στις πρώτες. Το έχουμε δει και στην έρευνα και στην τέχνη. Το να αναζητάς αγωνιωδώς πρότζεκτ, σταθμίζοντας ως βασικό κριτήριο της θεματολογίας σου τη χρηματοδότηση, οδηγεί σε στρεβλώσεις και μεταμορφώνει μακροπρόθεσμα το τοπίο.
Επειδή είστε προσκαλεσμένος στις 26 Σεπτεμβρίου να συζητήσετε για το βιβλίο σας στην Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων Cine- Δράση θα μπορούσατε να μας αναφέρετε αν η έρευνα σας κατέληξε σε στοιχεία που αφορούν προσπάθεια παρέμβασης της CIA μέσω του CCF στο χώρο της 7ης τέχνης διεθνώς και στη χώρα μας;
To CCF δεν ασχολείται με τον κινηματογράφο. Ωστόσο ο κινηματογράφος κατέχει κομβική θέση στον Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο. Η μεγάλη οθόνη –σε μια εποχή, μάλιστα, που η τηλεόραση δεν έχει ακόμα διαδοθεί, κινητά και κομπιούτερ είναι ανύπαρκτα– έχει τεράστια δύναμη. Οι χολιγουντιανές ταινίες περνάνε το μήνυμα ότι ο κομμουνισμός αποτελεί τρομακτική απειλή για όλο τον «ελεύθερο κόσμο», προωθώντας μια εξιδανικευμένη εικόνα των ΗΠΑ όπου κυριαρχούν η αφθονία, ο καταναλωτισμός, η ελευθερία. Μια κινηματογραφική εικόνα που ασκεί ισχυρότατη επίδραση διεθνώς είναι οι Αμερικανοί εργάτες οι οποίοι φτάνουν κάθε πρωί στη δουλειά με τα ΙΧ τους – πραγματικότητα πέραν πάσης φαντασίας ακόμα και για την Ευρώπη εκείνη την εποχή. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η CIA εμπλέκεται άμεσα: π.χ. οργανώνει και χρηματοδοτεί τη μεταφορά στην οθόνη του 1984 και της Φάρμας των ζώων του Όργουελ, και παρεμβαίνει ώστε να αποκτήσουν πιο καθαρά αντικομμουνιστικό περιεχόμενο.
Τέλος, θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τα επόμενα σχέδια σας;
Σχεδιάζω μια μελέτη για το στρατόπεδο της Μακρονήσου. Διαβάζοντας τις πολλές σχετικές μαρτυρίες καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με κάποιους λοχίες που δέρνουν ή κάνουν καψώνια. Είναι ένα οργανωμένο εγχείρημα ψυχολογικού πολέμου, που συνδυάζει σωματικό και ψυχικό βασανισμό με προπαγάνδα. Ποιο είναι το πρότυπο; Τα βρετανικά στρατόπεδα στη Μαλαισία και την Κένυα; Τα αμερικανικά προγράμματα αποναζιστικοποίησης στη μεταπολεμική Γερμανία; Σε αυτές τις κατευθύνσεις ψάχνω. Ο στόχος μου είναι να καταλάβουμε πώς οργανώθηκε και λειτούργησε αυτό το προχωρημένο πείραμα ψυχολογικού πολέμου.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
O πολιτισμός και οι ιδέες αποτέλεσαν κεντρικό στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου. Στη μεγάλη μάχη για «την καρδιά και τον νου των ανθρώπων» που ονομάστηκε Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος, το Congress for Cultural Freedom (CCF) αποτέλεσε το πιο εκλεπτυσμένο, εντυπωσιακό και επιτυχημένο όπλο του δυτικού κόσμου. Το βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου διηγείται τη συναρπαστική ιστορία του, παρακολουθώντας τις διαδρομές του φιλελεύθερου αντικομμουνισμού και της συμμαχίας της μη Κομμουνιστικής Αριστεράς με το αμερικανικό κράτος. Αναδεικνύει επίσης τη ματαιωμένη ιστορία του ελληνικού CCF, διερευνώντας γιατί η συνάντηση του οργανισμού με τους Έλληνες διανοούμενους και πολιτικούς, συντηρητικούς και φιλελεύθερους, στάθηκε άγονη και για τις δύο πλευρές. Η περιπλάνηση στους δαιδάλους της ψυχροπολεμικής πνευματικής ζωής αποκαλύπτει τις πολλαπλές αποχρώσεις του αντικομμουνισμού, το χάσμα ανάμεσα στους φιλελεύθερους προοδευτικούς αντικομμουνιστές και τους διανοούμενους του «κράτους των εθνικοφρόνων», τις δυσχέρειες της εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα του 1950, αλλά και τη σημασία της αυτονόμησης του Κέντρου και της ρήξης με την εθνικοφροσύνη, στον χώρο της διανόησης και των τεχνών, κατά την εκρηκτική δεκαετία του 1960.
Το who is who του Στρατή Μπουρνάζου
Ο Στρατής Μπουρνάζος είναι ιστορικός . Έχει ασχοληθεί με την ελληνική εκπαίδευση, το στρατόπεδο της Μακρονήσου, τον αντικομμουνισμό και τον Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο. Ήταν τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «Ο Πολίτης» και της εφημερίδας «Η Εποχή», καθώς και υπεύθυνος του ενθέτου ιδεών «Ενθέματα» της κυριακάτικης «Αυγής». Δουλεύει ως επιμελητής βιβλίων στο Ίδρυμα της Βουλής.
Με το ψευδώνυμο Στράτος Μπουλαλάκης έχει γράψει, μαζί με τον «Ξένο Μάζαρη», την «κοινωνική μυθ-ιστορία» Ο πάγος ή πώς να απολαμβάνετε τα αγαθά του καπιταλισμού χωρίς να χάνετε από τα μάτια σας το στρατηγικό όραμα της αταξικής κοινωνίας (Καστανιώτης, 1998· α΄ έκδ.: Φουρεούρογλου, Κάιρο 1883). Από τις εκδόσεις «Πόλις» κυκλοφορεί η συζήτησή του με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη («Έντεκα συναντήσεις», 2020).