Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 17/11
Δανείζομαι τον τίτλο από το έργο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι προκειμένου να περιγράψω εν συντομία τη μόνη απάντηση που έρχεται στο μυαλό, σκεπτόμενος την κατάσταση που επικρατεί πλέον στη χώρα μετά από μήνες μάχης με τον φονικό ιό που έχει παραλύσει τον πλανήτη. Αυτή είναι ίσως και η μόνη ομοιότητα σε σχέση με το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ότι στην Ελλάδα συντελέστηκε ένα έγκλημα και η τιμωρία είναι σκληρή, βάναυση και, δυστυχώς, για όλους μας, συνεχιζόμενη. Πλέον, ευγένειες και αστεϊσμοί δεν χωρούν. Το δάχτυλο είναι ένα υπέροχο άκρο και ενίοτε στοιχείο γοητείας στον άνθρωπο, αλλά είναι πολύ μικρό για να κρυφτούμε πίσω του.
Μήνες τώρα γράφουμε ξανά και ξανά για την υποχρέωση της Πολιτείας να κινηθεί γρήγορα και με σχέδιο για την σωστή προετοιμασία ενόψει του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Οι δημοσιογράφοι δεν είμαστε ειδικοί και δεν διεκδικούμε αλάθητα. Ακούγαμε προσεκτικά τους επιστήμονες, ακόμα και αυτούς που, φίλα προσκείμενοι στην κυβέρνηση, έπεσαν στην παγίδα να λειτουργήσουν κατά καιρούς περισσότερο ως πολιτικοί.
Άπαντες τόνιζαν με κάθε τρόπο την επιτακτική η ανάγκη ενίσχυσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, πριν έρθει η ώρα της κατάρρευσής του. Όλο αυτό το διάστημα, η κυβέρνηση όχι μόνο κώφευε, αλλά περιφερόταν ως άλλος «Καίσαρας» που κατάφερε να κατακτήσει όλο τον γνωστό κόσμο. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός τον περασμένο Μάιο μετά παρρησίας εξήγγειλε πως «Όπως νικήσαμε στον τομέα της Υγείας, έτσι θα νικήσουμε και σε αυτόν της Οικονομίας». Για τον δεύτερο έχουμε μπροστά μας καιρό να γράφουμε άλλα σεντόνια. «Νικήσαμε», υπερηφανευόταν και κώφευε στις φωνές που προσπαθούσαν να προειδοποιήσουν.
Εντατικούς ελέγχους στις πύλες εισόδου ζητούσαν οι ειδικοί, ανοικτά σύνορα και αυξημένες πληρότητες σε πλοία και αεροπλάνα αποφάσιζαν. Περισσότερα δρομολόγια σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και περιορισμό στον καθημερινό συνωστισμό ζητούσαν, «δεν μπορούμε να επενδύσουμε» έβαζαν τον ειδικό γιατρό να ανακοινώσει. Για ενίσχυση των Μ.Ε.Θ. κραύγαζαν με κάθε τρόπο, Μεγάλους Περιπάτους και χαρτζιλίκι στα Μ.Μ.Ε. άκουγαν. Για προσλήψεις σε προσωπικό παρακαλούσαν, μηχανάκια και περισσότερους αστυνομικούς ήταν η απάντησή τους. Μια χώρα που, επιτρέψτε μου τη γηπεδική έκφραση, έχει χάσει τη μπάλα από τη… σέντρα. Κέρδισε μόνο μερικές πάσες στο πρώτο κύμα της πανδημίας και από τότε δεν προλαβαίνει να μετράει τα γκολ – ενίοτε και αυτογκόλ.
Την ίδια ώρα, το πιο ανησυχητικό είναι ότι ουδείς από την πλευρά της κυβέρνησης δείχνει ότι έχει καταλάβει το μέγεθος της κατάστασης. Και το χειρότερο, ταυτόχρονα, με την προσπάθεια να κρυφτούν πίσω από το δάκτυλο, το κουνούν επιδεικτικά, μοιράζοντας ευθύνες προς πάσα κατεύθυνση πλην του καθρέφτη. Αν μη τι άλλο, θα περίμενε κάποιος πως με περισσότερους από 1.100 νεκρούς λόγω της πανδημίας, το κεφάλι θα ήταν λίγο πιο σκυφτό. Όχι μόνο δεν βλέπουμε αυτό, αλλά το ακριβώς αντίθετο. «Αλαζονείας ού τις εκφεύγει δίκην», λέει το αρχαίο ρητό, δηλαδή, «κανένας δεν μπορεί να αποφύγει την τιμωρία για την αλαζονεία του».
Δυστυχώς, όμως, η τιμωρία έχει ήδη πέσει πολύ βαριά στο κεφάλι της κοινωνίας. Το μόνο βέβαιο πλέον είναι ότι, όταν με το καλό, κάποτε ξεμπερδέψουμε με τον ιό, θα πρέπει να ανοίξει πολύ σοβαρά η συζήτηση περί των ευθυνών. Και κάποιοι να καθίσουν στο σκαμνί. Ας ευχηθούμε το έγκλημα να ολοκληρωθεί με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, υπάρχει πια κάποιος που είναι τόσο αισιόδοξος;