Γράφει ο Γεώργιος Γενετζάκης, φιλόλογος στο Χαλάνδρι
Και είχαν τέτοια πολιτική συνείδηση, ώστε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα είχε σκοπό όχι βέβαια ποιο θα εξοντώσει το άλλο, για να αναλάβει ύστερα την εξουσία, αλλά ποιο θα πρωτοπροσφέρει τις αγαθές υπηρεσίες του στην πόλη. Και τα πολιτικά κόμματα δεν απέβλεπαν σε κομματικά οφέλη, αλλά εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα του συνόλου. (Ισοκράτους Πανηγυρικός, παραγρ. 79)
Η συνταγματική καθιέρωση της δυνατότητας των κομμάτων αλλά και όλων των πολιτών να διατυπώνουν λόγο αντίθετο, διαφορετικό, απ΄ αυτόν της κυβέρνησης αποτελεί ένα από τα βασικότερα εργαλεία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πρόκειται ουσιαστικά για τον λόγο της αντιπολίτευσης, ο οποίος θεωρείται αναγκαίο και συγχρόνως αναπόσπαστο στοιχείο κάθε δημοκρατικής διαδικασίας. Ωστόσο, η αναζήτηση του ρόλου του συγκεκριμένου πολιτειακού θεσμού αλλά και η οριοθέτηση του πλαισίου ορθής λειτουργίας του συνιστά ένα από τα πιο ακανθώδη προβλήματα των συγχρόνων ανεπτυγμένων δημοκρατιών. Η ελλιπής γνώση αρκετών πολιτών για την κορυφαία αυτή δημοκρατική διαδικασία, η παραπληροφόρηση, ο φανατισμός, τα κατάλοιπα αντιπολιτευτικής νοοτροπίας παλαιοτέρων εποχών αλλά και τα αντικρουόμενα πολιτικά συμφέροντα δημιουργούν μία σύγχυση και συνακόλουθα καθιστούν επιτακτική την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού τόσο του ρόλου του αντιπολιτευτικού λόγου μέσα στην κοινωνία, όσο και των προϋποθέσεων ορθής λειτουργίας του.
Κυρίαρχος σκοπός της αντιπολίτευσης είναι η γενικότερη βελτίωση της κοινωνίας. Ο αντιπολιτευόμενος πολιτικός προσπαθεί από κοινού με την κυβέρνηση να δημιουργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις που θα συμβάλουν στην αρμονική ανάπτυξη όλων των κοινωνικών δυνάμεων. Εμφορούμενος από υψηλά ιδανικά και έχοντας ως βασικό κίνητρό του την αγάπη και την προσφορά για τον τόπο του, επιδιώκει τη μακροπρόθεσμη και μόνιμη πρόοδο. Αγωνίζεται για το γενικότερο καλό και κάθε του ενέργεια έχει ως γνώμονα την υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου. Συμμερίζεται και υιοθετεί εκείνες τις απόψεις που θα συμβάλουν στην ισόρροπη ανάπτυξη της πολιτείας του. Κάνει σημαία του το δίκαιο των πολιτών και τη γενικότερη πολιτισμική ανάπτυξη. Και αναμφισβήτητα εναντιώνεται σε οτιδήποτε στρέφεται κατά της μακροπρόθεσμης ευημερίας των πολιτών και υπονομεύει τα αξιολογικά συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου.
Παράλληλα, η άσκηση εξουσίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό για τον συνετό πολιτικό της αντιπολίτευσης, αλλά ενδεχομένως μια καλύτερη προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη προώθηση των απόψεών του. Ο πολιτικός της αντιπολίτευσης επιδιώκει την ανάληψη της εξουσίας, όχι για την ικανοποίηση ιδιοτελών του στόχων, αλλά επειδή εκτιμά ότι μέσω αυτής θα προωθήσει δραστικότερα και ταχύτερα τις θέσεις του για την κοινωνική πρόοδο. Η εξουσία για τον ώριμο πολιτικό αποτελεί ένα εργαλείο περαιτέρω προώθησης της ανάπτυξης της κοινωνίας και σε καμία περίπτωση προσωπική συμπλεγματική εμμονή. Δηλαδή, εκείνο που συγκινεί τον πολιτικό δεν είναι η απόκτηση θέσης στην ηγεσία της χώρας, αλλά η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Αυτή καταξιώνει τον εκπρόσωπο του λαού και του παρέχει αγαθή υστεροφημία. Κατά συνέπεια η αδυναμία ενός κόμματος να βρεθεί στην εξουσία δεν ακυρώνει το σπουδαίο του έργο, που είναι η υπηρεσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αβίαστα λοιπόν συνεπάγεται ότι ο λόγος της αντιπολίτευσης είναι ωφέλιμος, μόνο αν έχει ως κίνητρό του την κοινωνική ευημερία και δεν επιζητεί με κάθε τρόπο την εξουσία για την εξουσία.
Έχοντας ως βασικό άξονα τις προηγηθείσες σκέψεις, προκύπτει εύλογα το πλαίσιο λειτουργιών το οποίο θα καθορίσει την άσκηση της αντιπολίτευσης επωφελώς για την κοινωνία. Καταρχάς η βασικότερη λειτουργία της είναι η κριτική του κυβερνητικού έργου. Η ανάδειξη δηλαδή των εσφαλμένων χειρισμών της εξουσίας, των λαθών της. Με υπεύθυνο, τεκμηριωμένο, σαφή και μεστό από επιχειρήματα λόγο η αντιπολίτευση προβάλλει τις αρνητικές πλευρές των κυβερνητικών ενεργειών, προσπαθώντας παράλληλα να διαφωτίσει και να πείσει τους πολίτες αλλά και την κυβέρνηση, για την ορθότητα των απόψεών της και το εσφαλμένο των κυβερνητικών σκοπεύσεων. Επομένως, οι αποσπασματικές ερμηνείες, οι μισές αλήθειες, οι διφορούμενες θέσεις, η διγλωσσία, ο βερμπαλισμός, η παραπληροφόρηση, η γενίκευση, η καταστροφολογία, η επίκληση στον φόβο, η χρήση προσβλητικών εκφράσεων, οι απαξιωτικοί προσδιορισμοί και η υστερόβουλη πολιτική θέση δεν μπορεί να χαρακτηρίζουν τον εκάστοτε αντιπολιτευτικό λόγο, επειδή ακριβώς δεν υπηρετούν την αναζήτηση της αλήθειας. Η ασκούμενη εκ μέρους του κριτική δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά βασική προϋπόθεση προόδου. Η αντιπολίτευση κρίνει τα λάθη της κυβέρνησης, όταν τα αναγνωρίζει ως λάθος και όχι, επειδή πρέπει παντού να εντοπίζει σφάλματα.
Ωστόσο, δεν αρκείται μόνο στην κριτική των θέσεων της κυβέρνησης, αλλά καταθέτει και προτάσεις. Αντιπροτείνει λύσεις απέναντι στους εσφαλμένους- κατ΄αυτήν- κυβερνητικούς χειρισμούς. Με συγκροτημένα στοιχεία, προϊόντα υπεύθυνων επιστημονικά τεκμηριωμένων μελετών, επιδιώκει με ωριμότητα, συστηματικότητα και συνέπεια την επίλυση των διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων. Προτείνει λύσεις χωρίς σωτηριολογικά και δογματικά χαρακτηριστικά. Αγωνίζεται στην παλαίστρα του πνεύματος και της καθημερινής πράξης, έχοντας συγχρόνως επίγνωση και του σχετικού των απόψεών της, και γι’ αυτό δεν απολυτοποιεί τις θέσεις της. Παράλληλα όμως, ο καλλιεργημένος αντιπολιτευτικός λόγος δεν υπόσχεται τη λύση των προβλημάτων, εάν και όποτε αυτός βρεθεί στην εξουσία, ούτε κρατά για τον εαυτό του τη δυνατότητα εξόδου από την εκάστοτε κοινωνική κρίση, αλλά καταθέτει τις απόψεις του από τη θέση της αντιπολίτευσης και συγχρόνως τις παραδίδει στη δημοσιότητα, για να κριθεί το αξιόπιστο αυτών τόσο από τη Βουλή όσο και από την κοινή γνώμη, επειδή ενδιαφέρεται ειλικρινά για τη βελτίωση της κοινωνίας.
Μόνο μέσα από την υποβολή εφαρμόσιμων λύσεων για τα καθημερινά προβλήματα καταξιώνεται ο πολιτικός της αντιπολίτευσης. Επιπρόσθετα συνεργάζεται με τους συναδέλφους της κυβέρνησης. Δε νοείται αντιπολιτευτική τακτική που να αρνείται το διάλογο με τα στελέχη του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, να αποχωρεί από τη συζήτηση, να απορρίπτει τη συνεργασία. Η σύμπραξη των πολιτικών όλων των κομμάτων πηγάζει από την ευθύνη τους απέναντι στο λαό. Αυτός χρίζει τους πολιτικούς για να αγωνιστούν, μαχόμενοι για τα πραγματικά του συμφέροντα, και εκείνοι οφείλουν να παλεύουν στην πολιτική αρένα μέχρι τέλους. Ο αγώνας των πολιτικών, όσο και αν διακρίνεται από τα προσωπικά τους στοιχεία, είναι αγώνας των πολιτών δι΄ αντιπροσώπων. Είναι αντιπαράθεση ιδεών και σύγκρουση συμφερόντων με μοναδικό στόχο τη βελτίωση της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, η αντιπολίτευση επιβάλλεται να ανταποκρίνεται στα εκάστοτε κελεύσματα διαλόγου της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ανεξάρτητα από τις πραγματικές διαθέσεις της κυβέρνησης, αλλά και συγχρόνως να καλλιεργεί και να ενισχύει κάθε μορφή συνεργασίας με αυτή. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η αποφυγή της συνεννόησης στην πολιτική αποτελεί ένδειξη υστερόβουλης σκέψης και ως τέτοια είναι κατακριτέα.
Όσο και αν φαίνεται παράξενο, μέρος του ώριμου αντιπολιτευτικού έργου είναι και ο έπαινος της κυβερνητικής πολιτικής. Ο συνετός πολιτικός της αντιπολίτευσης δεν φοβάται να επαινέσει συνολικά την κυβέρνηση ή μεμονωμένα κυβερνητικά στελέχη, όταν πεισθεί για την ορθότητα των χειρισμών τους, και δεν διστάζει να το κάνει, εφόσον θεωρεί ότι αυτό είναι αναγκαίο. Άλλωστε, ο έπαινος της άλλης πλευράς δεν αποτελεί ένδειξη υποτέλειας ή υποχωρητικότητας ή έλλειψη θέσεων ή ακόμη και αδυναμία. Αντίθετα, εκφράζει το μεγαλείο της ψυχής και το πολιτισμικό επίπεδο του πολιτικού, ο οποίος αναγνωρίζει την αξία του άλλου, την εργατικότητά του, τις αγαθές του διαθέσεις, τις σωστές του απόψεις, τα αποτελεσματικά μέτρα, έστω και αν αυτός ανήκει σε διαφορετική πολιτική παράταξη. Επαινώντας τον πολιτικό του αντίπαλο για τις ορθές του απόψεις και ενέργειες, δεν απομακρύνεται από τη θέαση των αρνητικών του συναδέλφου του πολιτικού της κυβερνώσας παράταξης ούτε και απεμπολεί τις προσωπικές του απόψεις ή την κριτική του στάση. Η ταύτιση της κριτικής μόνο με τα αρνητικά αποτελεί κατάλοιπο εσφαλμένης αντιπολιτευτικής νοοτροπίας, η οποία τόσο ταλάνισε και εξακολουθεί να τραυματίζει τη δημοκρατία.
Απόλυτα αναγκαία είναι και η ορθή στάση της αντιπολίτευσης απέναντι σε παράλογα, ανεπίκαιρα ή και άκρως υποκειμενικά αιτήματα επιμέρους κοινωνικών ομάδων. Ο ασκών την αντιπολίτευση πολιτικός οφείλει να τηρεί στάση αντικειμενικότητας και αλήθειας απέναντι σε κάθε αίτημα των συμπολιτών του. Παρακολουθώντας εκ του πλησίον τα προβλήματα της κοινωνίας και έχοντας σαφή εικόνα αυτών, δεν υιοθετεί άκριτα κάθε λαϊκή απαίτηση. Ο αντιπολιτευτικός λόγος είναι ειλικρινής, δεν λαϊκίζει και γι΄ αυτό αρνείται να συνταχθεί με μία ακατάσχετη υποσχεσιολογία χωρίς αντίκρισμα. Δεν δημιουργεί προσδοκίες που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν και δεν καλλιεργεί φρούδες ελπίδες στο λαό. Συγχρόνως όμως έχει και τη δύναμη να αμφισβητήσει και εν τέλει να απορρίψει λαϊκές συμπεριφορές και αιτήματα που αντίκεινται στο δημόσιο συμφέρον, χωρίς να υπολογίζει το συνεπαγόμενο πολιτικό κόστος από την αντίδραση των «θιγόμενων» πολιτών. Έτσι, ενώ αγωνίζεται για τη επίλυση των προβλημάτων του κοινωνικού συνόλου, είναι έτοιμος και να ελέγξει αλλά και να απορρίψει κάθε εσφαλμένη λαϊκή ενέργεια.
Ο υπεύθυνος λόγος εξάλλου και η ορθή στάση της αντιπολίτευσης οδηγεί αναγκαστικά σε αντίστοιχη υπευθυνότητα και την κυβέρνηση. Η εκάστοτε κυβέρνηση αντιμετωπίζοντας ένα σεμνό, έντιμο, τεκμηριωμένο, εμπεριστατωμένο και ώριμο αντιπολιτευτικό λόγο υποχρεώνεται σε ανάλογη συμπεριφορά. Δηλαδή, ο λόγος της κυβερνητικής πλειοψηφίας ακολουθεί αναπόδραστα την ποιότητα του αντιπολιτευτικού λόγου. Κατά συνέπεια αυτή γίνεται πιο προσεκτική στις εκτιμήσεις της, πιο ευέλικτη στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του λαού και εν τέλει περισσότερο αποτελεσματική. Υπολογίζει την κριτική της αντιπολίτευσης, διότι γνωρίζει ότι η πειθώ που αυτή ασκεί στη συνείδηση των πολιτών είναι προϊόν έγκυρων συλλογισμών και όχι λεκτικών πυροτεχνημάτων με ληξιπρόθεσμη ισχύ. Κατανοεί δε ότι έχει να αντιμετωπίσει ένα σκεπτόμενο κοινωνικό σύνολο και επομένως οφείλει να το σεβαστεί, εάν επιθυμεί τη διατήρησή της στην εξουσία. Σύμφωνα με αυτό το πλαίσιο, που η ίδια η αντιπολίτευση χαράζει, οι κυβερνητικοί χειρισμοί βελτιώνουν την αξιοπιστία τους.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ώριμος αντιπολιτευτικός λόγος συμβάλλει στη δημιουργία ενός πολιτισμένου κλίματος πολιτικής. Η εκ μέρους του χρήση τεκμηριωμένων συλλογισμών, αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων, ο σεβασμός της αντίθετης θέσης, η μη χρήση αρνητικών επιθετικών προσδιορισμών, η αποφυγή μεθόδων παραπληροφόρησης και τεχνικών εντυπωσιασμού καθώς και υστερόβουλων σχεδιασμών καλλιεργούν κλίμα ηπιότητας μεταξύ των πολιτών. Η πόλωση εκμηδενίζεται, τα πάθη αμβλύνονται, οι πιθανότητες φανατισμού και διχασμού του λαού μειώνονται, οι επιπόλαιες προσεγγίσεις της πραγματικότητας αποδυναμώνονται και δίνουν τη θέση τους στην επιδίωξη για αντικειμενικότητα. Κατά συνέπεια, οι πολίτες παροτρύνονται να απαιτούν ποιότητα πολιτικής σκέψης και πράξης από τους εκπροσώπους τους. Η λαϊκή κρίση γίνεται ωριμότερη και η ψήφος της προϊόν σοβαρού προβληματισμού. Συγχρόνως, σφυρηλατείται η συνοχή των πολιτών και το πνεύμα συνεργασίας, ενώ εμπεδώνεται η άποψη του «εμείς» ως κριτηρίου κοινωνικής προόδου. Οι άνθρωποι διδάσκονται να αντιμετωπίζουν τα όποια αναφυόμενα προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα μέσα από τα εργαλεία που προσφέρει σε αυτούς η δημοκρατία: τη χρήση των νομίμων δικαιωμάτων τους, τον εποικοδομητικό διάλογο, την ορθή πληροφόρηση αλλά και την τήρηση των καθηκόντων τους.
Οι προηγηθείσες σκέψεις μπορεί να φαίνονται ουτοπικές ή και ανεφάρμοστες για τα προβληματικά ελληνικά δεδομένα, όχι μόνο σε όσους διαφωνούν με αυτές αλλά ακόμη και σε πολλούς από εκείνους που τις αποδέχονται ως ορθές. Αρκετοί ίσως να είναι εκείνοι οι αναγνώστες που διαβάζοντας αυτές τις γραμμές θα κουνήσουν μελαγχολικά το κεφάλι με μια αίσθηση έντονης απαισιοδοξίας για το ανέφικτο της όποιας ουσιαστικής αλλαγής. Όμως η άποψη ότι «δεν αλλάζει τίποτε στην Ελλάδα» είναι ιστορικά αβάσιμη και κατά συνέπεια ελέγχεται ως αναληθής. Η νεότερη ελληνική ιστορία διδάσκει ακριβώς το αντίθετο: ότι δηλαδή η χώρα μας σταδιακά και συνεχώς, ποτέ όμως χωρίς κόστος, βελτιώνεται. Στάσεις και συμπεριφορές που στο παρελθόν θεωρούνταν ακατόρθωτες ή και αδιανόητες, σήμερα εκλαμβάνονται ως αυτονόητες. Θέσεις που παλαιότερα προκάλεσαν θύελλα κοινωνικών αντιδράσεων και που συνοδεύτηκαν αρκετές φορές και από ανθρώπινες απώλειες, σήμερα εκτιμώνται ως απόλυτα φυσιολογικές και παραμένουν στη μνήμη της ιστορίας ως αποδείξεις του ανθρώπινου παραλογισμού αλλά κυρίως της προσπάθειας για πολιτισμική πρόοδο.
Επιπρόσθετα, η ίδια η στατική αυτή θέση για την αδυναμία βελτίωσης του ελληνικού κοινωνικού γίγνεσθαι είναι και επικίνδυνη. Εγκλωβίζει τη σκέψη και τη δράση των πολιτών σε μια κατάσταση τέλματος, την οποία εθίζονται να θεωρούν ως μη αναστρέψιμη και δεν τους προτρέπει να δραστηριοποιηθούν προς την κατεύθυνση της προόδου. Με αυτόν τον τρόπο προωθείται η παραίτηση και η απογοήτευση του κοινωνικού συνόλου από σημαντικό τμήμα των δικαιωμάτων του. Όμως οι όποιες δυσκολίες που προϋποθέτει ένα εγχείρημα δεν ακυρώνουν την ορθότητά του ούτε πρέπει να παροπλίζουν τη θέληση. Η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας βελτίωσης.
Συμπερασματικά λοιπόν, η εκάστοτε αντιπολίτευση καλείται να διαδραματίσει ένα εξίσου σημαντικό πολιτικό ρόλο με αυτόν της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η παρουσία της στα πολιτικά δρώμενα είναι δυνατό να ενισχύσει ή αντίθετα να αποδυναμώσει το επίπεδο πολιτικής μιας χώρας. Η στάση της στην πολιτική ζωή μπορεί να συνοδευτεί από ρηξικέλευθες τομές στο κοινωνικό γίγνεσθαι ή από ρηχότητα και απουσία ώριμης πολιτικής δυναμικής. Οι θέσεις της είναι πολύ πιθανό να συμβάλουν στην βελτίωση της κοινωνίας ή απλώς να παγιώσουν τα αρνητικά της πολιτικής του τόπου. Η ευθύνη που της αναλογεί είναι τεράστια και προκύπτει από τη δύναμη που έχει, όταν αυτή ασκεί τα καθήκοντά της ευσυνείδητα.