Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης, Επίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλολόγων.
Ενας κόσμος ανάστατος από χαρούμενες παρορμήσεις κυριαρχούσε ολόκληρο το Δεκέμβρη για την καλλίτερη δημιουργία πραγμάτωσης σχεδίων ομορφιάς του μεγάλου κεφαλοχωριού -του Μαρουσιού-πριν από το 1940. Τότε οι κάτοικοι ήταν ανάστατοι, γιατί ήθελαν όμορφη και καλλωπισμένη σωστή τη διαμονή τους όχι μόνο για την δική τους ωφέλεια αλλά και για εκείνην των κουμπάρων, που ήταν τόσοι πολλοί, και θα έφταναν σχεδόν πανστρατιά στα σπίτια τους για να φιλοξενηθούν, συνεορτάζοντες δύο φορές το χρόνο τουλάχιστον Χριστούγεννα και Λαμπρή˙ το θηρίο (=τραίνο της εποχής) γέμιζε από πλούσιους επιχειρηματίες ή καταστηματάρχες των Αθηνών και του Πειραιά, που κατέφταναν πλησίστιοι και καταφορτωμένοι δώρα και υποσχέσεις της στιγμής.
Οι δρόμοι και τα σπίτια έλαμπαν από καθαριότητα. Ο πρόεδρος της Κοινότητας είχε φροντίσει να κλείσει όλες τις λακούβες, να ασβεστωθούν τα κράσπεδα των σπιτιών γύρω από τις πλατείες, να κοπούν τα άχρηστα ξερά κλαδιά των δέντρων, να ασβεστωθούν, να κλαδευτούν οι πικροδάφνες και να αφαιρεθούν οι βρωμοκαρυδιές. Το Μαρούσι άλλαζε όψη. Φτάνει μόνο να μην έβρεχε -το χιόνι δεν τους πείραζε μάλλον το αγαπούσαν και ποιος; όχι- γιατί το νερό όλο από τους βόρειους χωματόδρομους και τη λεωφόρο της Κηφισιάς κατέβαινε στην πλατεία Κασταλίας που παρουσίαζε όψη Βενετίας.
Εκείνες τις ημέρες οι ντόπιοι κουβαλούσαν από τα χωράφια τους ξύλα που είχαν κόψει από τις ελιές και τα κούτσουρα από τα αμπέλια, άνοιγαν τις δίφυλλες αυλόπορτες και γέμιζαν ντάνες τις βεράντες για να υπάρχει αφθονία.
Φορτωμένες με ξύλα και κλαριά από τις ελιές ήταν οι σούστες, που έφταναν στα σπίτια με μπάλες άχυρο ή τριφύλλι για τα ζώα μήπως πιάσει κανας χειμώνας με χιόνια, και οι ψυχοκόρες δε σταματούσαν να ανοιγοκλείνουν τις αυλόπορτες. Κερνούσαν μάλιστα και τους εργάτες ένα κρασάκι (για ζέσταμα) ενώ στα ζώα έδιναν ένα μελομακάρονο. Δε ξεχνούσαν να φέρουν από τους αγρούς ένα ρόδι και ένα κλαδί ελιάς για το πρωινό ποδαρικό της Πρωτοχρονιάς στο σπίτι. Αυτά τα τοποθετούσαν για γούρι πάνω στο πρεβάζι του τζακιού. Ήταν αντικείμενα της θεατρικής φιέστας του νοικοκύρη, που θα έσκαζε στο κατώφλι του σπιτιού. Και ήταν σύμβολα αφθονίας, πλούτου το ρόδι και θαλερότητας ζωής η ελιά.
Η αρχόντισσα μάνα του σπιτιού με τις πιο μεγάλες κόρες ζύμωναν και έπλαθαν τα μελομακάρονα ή άνοιγαν φύλλο για τα ταψιά. Τα σπίτια μοσχομύριζαν κανέλα και γαρύφαλλο, προζύμια στα σκαφίδια μαζί με ζυμάρια φούσκωναν, ετοιμαζόταν η πηχτή από τα γουρούνια, χριστόψωμα, βασιλόψωμα, λαγοί ή κουνέλια τεμαχίζονταν για στιφάδο. Το κρέας ήταν μετρημένο. Χριστούγεννα˙ γαλοπούλα ή κόκορας με χυλοπίτες, Πάσχα αρνάκι στη σούβλα με κοκορέτσι ή εξοχικό και οι κουμπάροι να ευφραίνονται κρασί απ’ τις Αδάμες ή το Σωρό με πηχτή απ’ το γουρούνι! Τα πρόχειρα σπιτικά φουρνάκια δεν έπαυαν να ανάβουν και να φιλοξενούν εδέσματα, ταψιά, χριστόψωμα ή βασιλόψωμα.
Ένα μαρουσιώτικο σπίτι της περιόδου της ακμής της ηλικίας των μελών του είχε τα πάντα από εδώδιμα πράγματα και δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από τα προϊόντα, που πωλούσαν τα αρχοντικά μαγαζιά του Μαρουσιού. Η ευλογημένη γη του παρήγαγε στάρια διάφορων ποικιλιών, κριθάρι, καλαμπόκι, σουσάμι, ρεβύθια, φακές, αμύγδαλα, αράπικα (αραχίδα), καρύδια, σύκα, σταφύλια, φυστίκια (γης και δέντρων). Ο αλευρόμυλος του κυρ-Θανάση στου Συγγρού άλεθε συνέχεια, καλαμπόκι, κριθάρι, σιτάρι, μέρα νύχτα ενώ η στέρνα της κεντρικής μηχανής (-στου Νακέλη) έστελνε νερό άφθονο για τον καθαρισμό τους. Ο πολύ εργατικός νεαρός Αργύρης είχε την επιμέλεια. Ο Αναβρυτάς είχε άφθονο νερό. Τι αναβρυτάς θα ήταν! Ο Κοτζιάς και ο Βορρές εκεί ήταν με τις μπούκες των πηγαδιών τους στα έγκατα της γης παράλληλα με το Αδριάνειο. Τα ελαιοτριβεία του Μαρουσιού δούλευαν και μέχρι ακόμη τα Χριστούγεννα. Θρούμπες ελιές πέφτανε ακόμη από τα δεντρά (=ελιές) και μάζευαν οι ιδιοκτήτες και άλλες γυναίκες φτωχές μέχρι τα Χριστούγεννα. Ενώ διατηρημένα αχλάδια μέσα στα άχυρα φτάνανε μέχρι την άνοιξη. Δε θα ξεχάσω ακόμη τις τομάτες, που καλλιεργούσε ο πατέρας μου με τον Ρεμπίκο, που έφταναν οι χειμωνιάτικες, όπως τις έλεγαν, μέχρι την άνοιξη. Πράσινες απ’ έξω κατακόκκινες μέσα στο άχυρο κι αυτές. Και ήταν χάρμα οφθαλμών να βουτάς την κόρα του ψωμιού στο χυμό της παγωμένης τομάτας που ήταν το καλλίτερο αναψυκτικό για μας ή το δεκατιανό της εποχής. Όσο για τους κουμπάρους δεν έτρωγαν μόνο αλλά έπαιρναν και μαζί τους για να έχουν μέχρι τις Απόκριες και όχι μόνο.
Ευλογημένη η γη, απλόχερα χορηγούσε. Αυτήν αργότερα μετά το 1945 με την αύξηση του πληθυσμού χρησιμοποίησαν οι ντόπιοι για να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες των οικογενειών τους -δοξολόγημα της ζωής τους και ευχαριστήριο της παρουσίας της.
ΛΕΖΑΝΤΑ
Ρόδια
Γεώργιος Ιακωβίδης