Γράφει η
Ρίκα Χρυσανθοπούλου
∆ιηγηματογράφος
Στην Ήπειρο βρέθηκα µια µέρα, ταξιδεύοντας προς Καστοριά. Η µικρή µου πατρίδα, µοιάζει τόσο µεγάλη όταν την ταξιδεύεις! Θαρρείς κι η οµορφιά του κόσµου, εδώ µαζεύτηκε και ρίζωσε.
Ουρανός και θάλασσα, βουνά και ποτάµια. Σπαρµένη χρώµατα, µοσχοβολά αρώµατα, µ’ ανθρώπους φιλόξενους παντού στην ύπαιθρο, γεµάτους ξεχωριστές ιστορίες, παραδόσεις και µύθους.
Κόνιτσα, Τσεπέλοβο, Πάπιγγο και Βρύση του Πασά. Κατρακυλούν οι πλάτες των βουνών και των λόφων ως κάτω. Σκιρτά το πράσινο και τις σκεπάζει. Τα σύννεφα, πυκνό νεφέλωµα, καλύπτει τις κορφές, θαρρείς κρυµµένο µυστικό οι κορυφογραµµές τους.
Κι αριστερά, πολύχρωµη η κοιλάδα, λουρίδες τα χωράφια, σπιρτόκουτα τα σπίτια, κι ένα ψηλό καµπαναριό, κατανυκτικά προσεύχεται µε τα µάτια κλειστά, χωρίς ήχο.
Αγριοκερασιές, πεύκα και βελανιδιές, θεόρατα πουρνάρια µε χαλί το χαµοµήλι. Αρώµατα! ∆ενδρολίβανο και θυµάρι. Και πλάι τους ξέφωτα, µε µπαµπακένιους θάµνους, πλατάνια θαρραλέα πλάι στα ρυάκια, γέρνουν για ν΄ ακούν το κελάρυσµα του νερού, µπήγοντας τις ρίζες τους στις όχθες.
Μπροστά µου, ξάφνου σαν γροθιά, αλλάζει η Πλάση όλη. Ένα χωριό στο πουθενά, αγκαλιασµένο από το παραδεισένιο τοπίο, άδειο χωρίς ψυχή. Έρηµο. Κόκκινα διώροφα τα σπίτια του, φτιαγµένα από πλίνθους, κοκκινόχωµα και άχυρα. Παρατηµένα τα χωράφια του. Και θόλος του, ένα κατάφυτο βουνό µε δάσος παρθένο. Απάτητο.
Κεραµωτές σκεπές που άντεξαν στο χρόνο, κι άλλες σωριασµένες στο χώµα. Παράδοξο τοπίο, µε δέντρα φυτρωµένα στο κέντρο ενός σπιτιού, ν’ απλώνουν τα κλαδιά τους από τα παράθυρα προς τα έξω. Λες και η ψυχή του σπιτιού ριζωµένη, δεν λέει να φύγει. Φουρούσια τσακισµένα, χορταριασµένες αυλές κι ένα παπούτσι µοναχό παράµερα, ριζώνει πλάι στη σκουριασµένη γκαζιέρα.
∆ιασχίζω τα δροµάκια του. Κλείνω τα µάτια κι αφουγκράζοµαι, Οθωµανούς κι αρµατωλούς, Κοµιτατζήδες και Μακεδονοµάχους. Τον αδελφοκτόνο εµφύλιο, που ερήµωσε οριστικά ό,τι απέµεινε, τη µετανάστευση, τη φτώχεια. Αρένα µαχών ο τόπος. Αίµα ποτισµένος, συντρίµµια γεµάτος, από αγάπη και προδοσία, φευγιό και πένθος.
«Μάνα, ήρθα» φωνάζει στο µισογκρεµισµένο σπίτι µια θαµπή φωνή. Χωρίς απόκριση. Αίµα πολύ κι αχός, στοιχειά και αφηγήσεις. Στεφανωµένος τόπος, µε σκληρές αναµνήσεις. Κρανιώνας, Χαλάρα, Μελάς, Γάβρος και Μακροχώρι. Κορέστεια, και τα χωριά της, χωρίς ζωή. Εκεί στο Βίτσι.
Μόνο το αεράκι ακούγεται να ταξιδεύει, σφυρίζοντας από τα δροµάκια ως στα παράθυρα που χάσκουν. Τις σφαλισµένες πόρτες που, σαρακοφαγωµένες από το αγιάζι, µάταια βαστούν ακόµα τις αλυσίδες µε τα λουκέτα στις χειρολαβές.
Κόκκινα σπίτια στη σειρά µε ανηφορικά πλακόστρωτα δροµάκια. Κάποτε γέµισαν συνεργεία κινηµατογραφικών παραγωγών, φωνές και γέλια. Για λίγο. Κι ύστερα γύρισαν στη λήθη, που λαίµαργα τρώει τις θύµισες, σιωπά τις οιµωγές, θάβει τα ονόµατα, τις καταγωγές, στη σιωπή και ύστερα πλανιέται ανάµεσα στα χαλάσµατα, σαν άλλος εχθρός αυτού του τόπου.
Οι ένοικοι, πήραν τα δάκρυα µαζί τους, φεύγοντας κρυφά µια νύχτα, σφαλώντας τα παράθυρα κι ελευθερώνοντας τα πετεινά, το σκύλο, το µουλάρι. Και στο τελευταίο δάκρυ του αποχωρισµού, θρόισαν πάλλευκα τα φτερά, στο κύκνειο άσµα της παντοτινής νοσταλγίας. Φευγιό, φωτιά και τρόµος, φτώχεια και αγωνία.
Έρηµα µείνανε από τότε τα κόκκινα σπίτια, αγέρωχα, πασπαλισµένα µε κοκκινόχωµα. Κανείς δεν τα κατοίκησε έκτοτε. Τα παράθυρα ορθάνοιξαν µε το χρόνο κι ένα σκονισµένο πανωφόρι, κρεµασµένο, περιµένει ακόµα µε πίστη το µισεµό.
Μετά το ποδοβολητό, το φόβο, ανάκατο µε τη µετάνοια του αποχωρισµού, σιώπησαν και τα βουνά και οι λόφοι. Αµίλητα και τα πουλιά. Σιώπησαν σεβαστικά και τα ρυάκια της βουνίσιας µοναξιάς.
Και σαν όλα τα έρηµα καταλάγιασαν, δάκρυσε και το καµπαναριό της λησµονιάς και της συγχώρεσης.
* rica@ath.forthnet.gr









































































































