Γράφει ο Γεώργιος Γενετζάκης, φιλόλογος στο Χαλάνδρι
Πολλές φορές στην ελληνική κοινωνία μετά από ένα τραγικό συμβάν με σημαντικές κοινωνικές διαστάσεις –και δυστυχώς έχουμε να επιδείξουμε αρκετά- παρατηρείται το φαινόμενο να δίνεται υπερβολική διάσταση στο πεδίο των ευθυνών της εκάστοτε κυβέρνησης, ενώ η διαπιστωμένη, σύμφωνα με την κοινή λογική, ατομική ευθύνη, συνήθως υποβαθμίζεται.
Αναμφισβήτητα, οι ευθύνες των εκπροσώπων της Πολιτείας για τα αρνητικά συμβάντα είναι καταλυτικές, είναι τεράστιες, διότι αυτή έχει τη δύναμη αλλά και την υποχρέωση να διορθώνει στρεβλώσεις του κρατικού μηχανισμού, να δημιουργεί προϋποθέσεις βελτίωσης της λειτουργίας της κοινωνίας, να πείθει με μεγαλύτερη επιτυχία τους πολίτες για την αναγκαιότητα των μέτρων που λαμβάνει, να προβλέπει τα επερχόμενα αρνητικά και να τα προλαμβάνει, να ασκεί την δέουσα εποπτεία στις δημόσιες υπηρεσίες, να επιμορφώνει τα στελέχη της, να αποδίδει ευθύνες και συγχρόνως να αναλαμβάνει το κόστος των επιλογών της.
Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε και τη διαβαθμισμένη σπουδαιότητα του ρόλου των πολιτών μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο κάθε πολίτης με τον τρόπο που σκέπτεται και συνακόλουθα συμπεριφέρεται συμβάλλει καθημερινά στη καλή ή στην κακή λειτουργία της κοινωνίας. Αυτή η θέση γίνεται περισσότερο εμφανής στο χώρο της εργασίας των κρατικών λειτουργών: ο βαθμός ευσυνειδησίας του κάθε δημοσίου υπαλλήλου προάγει την κοινωνία ή αντίθετα γίνεται τροχοπέδη της. Άλλωστε, δεν είναι τυχαία η έκφραση:«δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία», που αποτυπώνει απαξιωτικά την μειωμένη έως κακή εργασιακή συνείδηση ορισμένων δημοσίων υπαλλήλων.
Το γεγονός ότι η έννοια της ατομικής ευθύνης υποβαθμίζεται συνήθως και όλοι αναζητούν κάπου αλλού τις ευθύνες, και κυρίως στην εκάστοτε κυβέρνηση οφείλεται και στο ότι είναι πιο εύκολο για τον καθένα μας να επιρρίπτει τις ευθύνες αλλού και με αυτόν τον τρόπο να εφησυχάζουμε και να θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να αλλάξουμε κάτι από την συνηθισμένη συμπεριφορά μας. Άλλωστε, καθημερινά σε ένα σημαντικό ποσοστό των συζητήσεων των Νεοελλήνων διαπιστώνεται μία προκατάληψη –εν πολλοίς δικαιολογημένη- απέναντι στην αξιοπιστία των εκπροσώπων της εξουσίας, αντίληψη που έχει διαμορφωθεί κυρίως από την αυθαίρετη εξουσία των κατακτητών της πατρίδας μας επί περίπου δύο χιλιετίες (Ένας σημαντικός αριθμός συμπολιτών μας θεωρεί ότι η πατρίδα μας απελευθερώνεται μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς στους Οθωμανούς Τούρκους.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα τελεί υπό κατοχή από το 146 π.Χ. Μιλάμε συνολικά για 1977 χρόνια σκλαβιάς! Έτσι φαίνεται να εξηγείται σε σημαντικό βαθμό η «κληρονομικά» μεταδιδόμενη από γενιά σε γενιά δυσπιστία και η επιφυλακτικότητά του Έλληνα απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, προστιθέμενης βεβαίως και της σύγχρονης αρνητικής δράσης κάποιων φορέων της εξουσίας.
Οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης εκμεταλλεύονται συνήθως τις τραγωδίες για ίδιον πολιτικό όφελος. Διογκώνουν τις ευθύνες της Κυβέρνησης – που ούτως ή άλλως υφίστανται-, ενώ αποφεύγουν επιμελώς να προβάλλουν και τις ευθύνες των πολιτών και κυρίως των κρατικών λειτουργών. Τη διαδικασία της απόδοσης ευθυνών αναλαμβάνει η Δικαιοσύνη αλλά με πολλή καθυστέρηση, αφού συνήθως έχουν σχηματιστεί στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου οι «αποκλειστικές» ευθύνες της εκάστοτε Κυβέρνησης.
Για τη ναυτική τραγωδία στο Σάμινα -με 81 νεκρούς το 2000- υπεύθυνα είναι τα διαπλεκόμενα συμφέροντα της τότε κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη σε συνδυασμό με το αδηφάγο εφοπλιστικό συμφέρον. Για τη φωτιά στο Μάτι -104 νεκροί το 2018- υπεύθυνος είναι ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του. Για την πρόσφατη τραγωδία στα Τέμπη υπεύθυνος θεωρείται ο Μητσοτάκης και ο υπουργός του Κώστας Αχ. Καραμανλής, και πάει λέγοντας. Αξίζει κανείς να παρακολουθήσει με νηφαλιότητα τους τότε διαξιφισμούς στη Βουλή, για να συνειδητοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο η αντιπολίτευση διαχρονικά αντιμετωπίζει την έννοια της ατομικής ευθύνης.
Ουσιαστικά δηλαδή, τα πολιτικά κόμματα αποφεύγουν να στηλιτεύσουν αρνητικές συμπεριφορές των πολιτών και το σπουδαιότερο δε συμμετέχουν επαρκώς στον προβληματισμό για τη δημιουργία μηχανισμών ελέγχου και εποπτείας των κρατικών λειτουργών, διότι μία τέτοια ενέργεια δεν τους προσπορίζει ψήφους. Ας φέρουμε στο νου μας τι γίνεται τόσα χρόνια με τις καταλήψεις στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια.
Οι καταληψίες, μαθητές και φοιτητές, βρίσκονται στο απυρόβλητο. Αναζητούνται ευθύνες σε όλους τους άλλους εκτός από τους μαθητές και τους φοιτητές. Κανένα κόμμα δεν έχει τη δύναμη να αναλάβει το πολιτικό κόστος να έρθει σε ρήξη με αυτή την εσφαλμένη νοοτροπία της κατάληψης δημοσίων κτηρίων. Κανένα κόμμα δεν έχει το θάρρος να πει σε αυτά τα παιδιά μας ότι κάνουν λάθος και συμπεριφέρονται αντισυνταγματικά και φασιστικά με αυτή τους τη συμπεριφορά.
Κατά συνέπεια, το κοινωνικό σύνολο χειραγωγούμενο να εστιάζει την προσοχή του μόνο στις ευθύνες της Πολιτείας, αποφεύγει να συνειδητοποιήσει και τις δικές του ευθύνες, τα δικά του λάθη. Η ανάγκη της διόρθωσης του ελλειμματικού μας εαυτού φαίνεται να μη γίνεται εύκολα συνειδητή, εφόσον φταίνε πάντα οι άλλοι, οι έχοντες την εξουσία.
Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο ότι, παράλληλα με τα πολλά θαυμαστά θετικά χαρακτηριστικά μας ως λαού, αναγνωρισμένα ιστορικά παγκοσμίως, διακρινόμαστε και από πολλά σοβαρά ελαττώματα. Αυτά τα αρνητικά οφείλει ο υπεύθυνος πολιτικός λόγος να τα επισημαίνει. Είναι αναγκαίο οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου μας να συνεργαστούν προς τη διαμόρφωση υγιούς εργασιακής συνείδησης των πολιτών και κυρίως των δημοσίων υπαλλήλων. Κατά συνέπεια, η πόλωση, οι ύβρεις, ο λαϊκισμός, τα λεκτικά πυροτεχνήματα, οι άστοχες και πρόχειρες γενικεύσεις και οι τακτικισμοί που συνήθως χρησιμοποιούν οι πολιτικοί δεν υπηρετούν το στόχο της βελτίωσης της καθημερινότητας του Έλληνα πολίτη. Η συζήτηση στη Βουλή κατά την πρόσφατη «πρόταση δυσπιστίας» μόνο θλίψη και ερωτηματικά προκαλεί στον νουνεχή τηλεθεατή…
Το κράτος εκτός από την εκάστοτε Κυβέρνηση συνδιοικείται και από τον κάθε Έλληνα και κυρίως από τον κάθε δημόσιο υπάλληλο. Αλλά ποιον Έλληνα; Τον Έλληνα που τηρεί τους νόμους, τον Έλληνα που δεν παραβιάζει τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας –μετά αναρωτιόμαστε για τους τόσους νεκρούς στα τροχαία-, τον έλληνα γονιό που ασκεί σημαντική εποπτεία στα παιδιά του και δαπανά τον απαιτούμενο χρόνο στην ανατροφή τους –μετά αναζητούμε τα αίτια για την αυξανόμενη νεανική παραβατικότητα-, τον Έλληνα της συνεργασίας, τον σκεπτόμενο Έλληνα.
Και ποιον δημόσιο υπάλληλο; Εκείνο τον δημόσιο υπάλληλο που δεν προφασίζεται άλλοθι για τη φυγοπονία του. Τον δημόσιο υπάλληλο που τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια το ωράριο εργασίας του, τον δημόσιο υπάλληλο που γνωρίζει τους νόμους αλλά και το πνεύμα των νόμων και μπορεί με ευελιξία να είναι αποτελεσματικός, τον δημόσιο υπάλληλο που διακατέχεται από ορθή εργασιακή συνείδηση, που έχει επίγνωση της αποστολής του, τον δημόσιο υπάλληλο που εξυπηρετεί τον κόσμο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, -γιατί αυτή είναι η εργασία του, να εξυπηρετεί,- τον δημόσιο υπάλληλο που δεν θωρακίζει την αυθαιρεσία του πίσω από τη συνδικαλιστική συντεχνία του σωματείου του, τον δημόσιο υπάλληλο που δεν φοβάται να αξιολογηθεί, όπως γίνεται σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη αλλά και στον ιδιωτικό τομέα στην Πατρίδα μας –η λέξη «αξιολόγηση» ατυχώς αποτελεί ταμπού για το ελληνικό Δημόσιο-, τον δημόσιο υπάλληλο που κατανοεί την αξία ενός αντικειμενικού συστήματος αξιολόγησης, τον δημόσιο υπάλληλο που δεν απορρίπτει εκ των προτέρων τον προβληματισμό για άρση της μονιμότητας, γιατί εργάζεται ευσυνείδητα.
Εάν επιθυμούμε να προχωρήσει η Πατρίδα μας με ταχύτερο βηματισμό, οφείλουμε να προσεγγίσουμε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον και τη διάσταση της ατομικής ευθύνης, παράλληλα με αυτή της Πολιτείας.