Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου
∆ιηγηματογράφος
rica@ath.forthnet.gr
Ήµουν παράξενη από µικρή. Μου είχαν κολλήσει παρατσούκλια απ‘ αυτά που ψιθυρίζονται πίσω από την πλάτη, µε µια κίνηση του κεφαλιού που θυµίζει σοφό πουλί. «Αλαφροΐσκιωτη». «Ελαφρά διαταραγµένη ίσως». «Μπα… ονειροπαρµένο από µικρό. Λένε πως βλέπει ξωτικά και τέτοια. Χάνεται στον κόσµο της. Κρίµα νέο κορίτσι».
Κι όµως, δεν πάσχω από προβληµατικές παρεισφρητικές σκέψεις του ανήθικου ή του κοινωνικά απαγορευµένου. ∆εν πάσχω από κάποια διαταραχή, µόνο που χάνοµαι ξύπνια στα όνειρά µου, και ταξιδεύω πάνω από ανθρώπους, καταστάσεις και χώρες. Ταξιδεύω νοµίζω, µε το νου και την ψυχή µου.
Ονειρεύοµαι µέρη ηλιόλουστα, εξωτικά κι απέραντες θάλασσες. Μελιστάλακτα ηλιοβασιλέµατα και µουσικές µε χρώµατα. Είναι η δική µου απόδραση απ’ αυτά που ζω καθηµερινά και µε πνίγουν. Γίνεται πουλί η ψυχή µου. Φτερακίζει προς τ’ απάνω. Και πως να το εξηγήσω αυτό, σ’ αυτούς που δεν πετούν, τους αργόστροφους της γης; Σε όσους, κολληµένοι στη µιζέρια, στις οθόνες, κονσερβάρουν τη ζωή τους ανάµεσα στο πρέπον, στο υποχρεωτικό και το επιβεβληµένο; Πετούν τα πρόβατα; Μπουλούκι πάνε. ∆εν πετούν τα πρόβατα. Πώς λοιπόν να µε καταλάβουν;
Έτσι και σήµερα. Σπίτι, στη γνωστή µου πολυθρόνα, χάνοµαι στον ουρανό και ταξιδεύω. Πετάω στο δροσερό γαλάζιο εκεί ψηλά. Και γίνοµαι πουλί, ίσως αηδόνι, που µε νότες αγάπης, φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, τους ζωγραφίζει τον αέρα, για ν’ αγαπιούνται περισσότερο.
Γίνοµαι όµορφη Αλκυόνη, πολύχρωµο ψαροπούλι, που ορκίζεται ευηµερία, σε θαλασσινούς αφρούς. Σιωπώ, γλιστρώ σαν κύκνος στο νερό, θεραπευτής και εραστής της ποίησης και της µουσικής, ορθανοίγοντας τα φτερά µου.
Πετώ πάνω από τη γη µε δύναµη κι αντικρίζω λάµψεις πολέµου και άδικες σφαγές. Πολύβουες, πλουµιστές, µεθυσµένες πολιτείες, χωρίς ευτυχισµένους ανθρώπους. Γίνοµαι αετός-ηγέτης, πετώ ψηλά κοντά στο «Θείο» κουβαλώντας προσευχές στα σκληρά φτερά µου. Πετώ ψηλά µε θάρρος, µα ούτε ένας άνθρωπος δεν σηκώνει το κεφάλι να µε δει. Τους παρατηρώ µε απορία, µε αγωνία.
Βαδίζουν όλοι µε πόδια-βαρίδια και µοναξιά στο βλέµµα, µε φούρια και άγχος και τα κεφάλια χαµηλά. «ειιιι» φωνάζω και κανείς δεν µε ακούει. Και τότε γίνοµαι γεράκι, πετάω για βοήθεια στους σκοτεινούς καιρούς, µα ζούµε σ’ άλλους κόσµους. Αυτοί στη Γη κι εγώ στον ουρανό. Μιλώ, φωνάζω και δεν µ’ ακούν.
«Γιατί τρέχετε όλοι ; Τι κυνηγάτε ; Πού πάτε χειρονοµώντας και κορνάροντας µε µανία, τρέχοντας µε βιάση; Πού πάτε; Τη µαταιότητα συντροφεύετε. Η ζωή, σας προσπερνά χωρίς έλεος!!! Το όνοµά σας θα µείνει γραµµένο πάνω στο νερό», µα η φωνή µου χάνεται στα σύννεφα.
Μέρες και νύχτες ίδιες, ολόιδιες. Μπερδεµένο το φως µε το σκοτάδι. Χωρίς αγάπη, αλληλεγγύη, παρρησία. Μέρες µουντές. Τόσοι άνθρωποι, κοντά και µακριά ο ένας από τον άλλο, µε άγχος, µε φθόνο. Πεταρίζουν εδώ κι εκεί σαν πεταλούδες, µα χωρίς σκοπό. Γιατί ό,τι αξίζει πραγµατικά στη ζωή, δεν αγοράζεται, δεν πωλείται.
Ποιός αγόρασε αγάπη, σεβασµό, φιλία να τον γνωρίσω! Ποιος πούλησε φήµη, ευφυΐα, οξυδέρκεια σε κάποιον άλλο, να τον γνωρίσω κι αυτόν!
Κι ύστερα ο άνεµος, µε φέρνει σε νησιά παραδεισένια, σε βουνά απάτητα, σε λόγγους και πλαγιές, που το φθονερό χέρι δεν πέρασε ακόµη. Και γαληνεύω, και πετώ πιο χαµηλά, να γεµίσω µυρωδιές κι οµορφιές του Παραδείσου.
Και γέρνω εδώ κι εκεί µ’ ανάλαφρο θρόισµα, µε φτερά δοσµένα στον ήλιο. Αρνούµαι να γυρίσω πίσω, στην πολυθρόνα του σπιτιού, µπροστά στην οθόνη µε τις θλιβερές ειδήσεις, τη βία και τα αδιέξοδα.
Αρνούµαι ν’ αφήσω κάπου τα φτερά της ψυχής µου και να προσγειωθώ στον εχθρικό κόσµο του άγχους, του φόβου, της προκατάληψης και του συµφέροντος. Προτιµώ να µείνω πουλί, κάπου εκεί ψηλά. Ναι, το προτιµώ!
Στο νου µου, µια ηχώ τα λόγια του ποιητή *«∆εν ξέρω πια τα ονόµατα ενός κόσµου που µ’ αρνιέται. Η έχτρα, µου είναι περιττή στους δρόµους τ’ ουρανού».
*Οδυσσέας Ελύτης «∆εν ξέρω πια τη νύχτα»
Συλλογή Ήλιος ο πρώτος








































































































