Γράφει ο Γιώργος Ανδρουτσόπουλος
Mπορεί, πρόσφατα, να βγήκε στη… δημοσιότητα ο περίφημος «Φάκελος της Κύπρου», αλλά κανένας σχεδόν σήμερα δεν θυμάται τη φωνή του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη, ο οποίος, με το Διάγγελμά του, στις 10:21 της 20ης Ιουλίου 1974, σαν σήμερα, δηλαδή, κήρυσσε τη Γενική Επιστράτευση, ως επακόλουθο «της εισβολής των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων σε εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας», την ακεραιότητα των οποίων η Ελλάδα, ως εγγυήτρια δύναμη, είχε υποχρέωση να διασφαλίζει. Όπως, εξάλλου, τον ίδιο λόγο, ακριβώς, ισχυρίστηκε και η Τουρκία, για να εισβάλει σ’ αυτά!
Γιατί, πραγματικά, τα πράγματα και τα πρόσωπα για χρόνια ήταν τόσο μπερδεμένα, που ακόμη και το άνοιγμα του περιβόητου «Φακέλου της Κύπρου» μας έδωσε πολύ λιγότερα απ’ όσα έπρεπε να γνωρίζουμε για εκείνη την «πρώτη» προδοσία, η οποία προκάλεσε την τουρκική εισβολή, μ’ αποτέλεσμα την κατοχή του 40% των εδαφών της Μεγαλονήσου 45 χρόνια τώρα. Πράγματα, τα οποία ήταν τόσο γερά «δεμένα», που ούτε ο ΟΗΕ ούτε το ΝΑΤΟ ούτε και, γενικά, η διεθνής κοινότητα μπόρεσε να δώσει λύση, ενώ ελέγχεται και για το αν θέλει, τελικά, να τη δώσει, για να μην χάσουν τα όποια συμφέροντά τους οι «ισχυροί» στην περιοχή.
Έτσι, δεν θα αναφερθούμε εδώ στην εισβολή και πώς αυτή έγινε και πώς παγιώθηκε, αλλά και ποιοι «σύμμαχοι» και άλλοι «φίλοι» ομόθρησκοι, βοήθησαν να γίνει, αλλά θα επικεντρωθούμε στο τι συνέβη εκείνες τις κρίσιμες ώρες στο ελληνικό Πεντάγωνο, όπου επικρατούσε το απόλυτο μπάχαλο! Κι αυτό, γιατί, από την ώρα που οι Τούρκοι εισβολείς, με την κωδική ονομασία «Αττίλας», χτυπούσαν την Κύπρο, αυτόματα γεννήθηκαν σε μας κάποια ερωτήματα, που δεν ήταν κανένας σε θέση για να δώσει τότε απαντήσεις, αλλά και δεν απαντήθηκαν ακόμη και στα χρόνια που πέρασαν.
◆ Γιατί έληξαν την επιφυλακή του ελληνικού στρατού, που είχε διαταχθεί πριν καν αρχίσει το πραξικόπημα Σαμψών κατά του Μακαρίου, λίγες ώρες πριν από την εισβολή των Τούρκων στη Μεγαλόνησο;
◆ Ποιούς θα βοηθούσε αυτή η… αταξία στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων;
◆ Γιατί δεν ήμασταν έτοιμοι για άμυνα, αφού από ένα χρόνο πριν υπήρχαν οι πληροφορίες πως οι Τούρκοι συγκέντρωναν δυνάμεις στα παράλια της Αλεξανδρέττας απέναντι από την Κύπρο;
◆ Γιατί κανένας αρμόδιος δεν έπιασε το νόημα των σημάτων της ΚΥΠ πως κάτι ετοιμάζεται σε βάρος των Κυπρίων;
◆ Γιατί τα αεροπλάνα με τους καταδρομείς μας δεν πέταξαν για να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού, μέχρι να μεταφερθούν κι άλλες δυνάμεις για να τελειώσει το κακό προτού γενικευτεί;
◆ Γιατί τα δύο υπερσύγχρονα υποβρύχιά μας πήραν εντολή να επιστρέψουν στη βάση τους, την ώρα που έπλεαν στα χωρικά ύδατα της Κύπρου;
◆ Γιατί οι επιτελείς της Κυπριακής Εθνοφρουράς ζητούσαν από την Αθήνα οδηγίες κι εμείς τους είχαμε στ’ ακουστικό να… περιμένουν;
Πολλά τα ερωτήματα, αλλά δεν υπήρχε τότε και κανένας υπεύθυνος να δώσει εξηγήσεις. Μασημένα λόγια, υποσχέσεις και κουνήματα του κεφαλιού με νόημα ότι κάποιοι γνώριζαν πολλά, αλλά δεν μπορούσαν να μιλήσουν, αλλά και, όταν μίλησαν, δεν είπαν στην ουσία τίποτα!
Κι όλα αυτά, την ώρα που στο Πεντάγωνο ο «αόρατος δικτάτορας», ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, έψαχνε να βρει τους Αμερικανούς για να τους… βρίσει, ξέχασε ή δεν μπόρεσε, καθώς ήταν «εγκλωβισμένος», όπως του καταμαρτυρούν πολλοί από τότε, να δώσει εντολή να φύγουν από το πρωί ελληνικές δυνάμεις με αεροπλάνα της Ολυμπιακής, που είχαν αμέσως επιταχθεί, τα οποία καθηλώθηκαν στο έδαφος του στρατιωτικού αεροδρομίου της Ελευσίνας, μιας και τα ξημερώματα της 21ης Ιουλίου βρέθηκαν όλα με σκισμένα λάστιχα! Από ποιούς; Κανείς δεν ξέρει! Και πώς; Μα, τα είχαν αφήσει… αφύλακτα! Έτσι, η «Μάχη της Κύπρου» είχε ήδη χαθεί, προτού καλά – καλά αρχίσει!
Κι όταν οι Τούρκοι είχαν ήδη σχηματίσει τον πρώτο «θύλακα» σε κυπριακό έδαφος, οι «επιτελείς» του Ιωαννίδη στην Αθήνα μιλούσαν για «κήρυξη πολέμου κατά της Τουρκίας»! Ευτυχώς, δηλαδή, που βρέθηκαν κι ορισμένοι ψυχραιμότεροι και του είπαν «πού πας, ρε Καραμήτρο;» και σώθηκε η Ελλάδα από μιαν ανεπανόρθωτη καταστροφή, απόρροια της αφέλειας ενός ταξίαρχου, που ήθελε να γραφτεί στην Ιστορία, ως υπέρμαχος ηγέτης, μη θέλοντας να παραδεχτεί πως οι άλλοι τον «έγραφαν» κανονικά κάπου αλλού!
Γιατί, από τις πρώτες ώρες της εισβολής, ήδη στο Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων ο Δημήτριος Ιωαννίδης είχε τελειώσει την πρώτη σύσκεψη των αρχηγών των τριών Επιτελείων με τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζόζεφ Σίσκο, καθώς και τον στρατιωτικό ακόλουθο της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, συνταγματάρχη Έβερετ Μάρντερ, κατά την οποία ο «αόρατος δικτάτωρ» ήταν έξω φρενών, λέγοντας προς τους Αμερικανούς αξιωματούχους «με εξαπατήσατε. Θα κηρύξουμε πόλεμο» κι ο μεν Σίσκο να κάνει πως δεν καταλαβαίνει, ο δε Μάρντερ πως δεν ακούει τίποτα!
Γιατί κανείς δεν ήξερε τότε, αλλά και κανείς μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να μάθει, από πού, πώς και από ποιόν ο Ιωαννίδης είχε διαβεβαιώσεις πως οι Αμερικανοί θα απέτρεπαν μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Και κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά στο πώς και από ποιούς ο «αόρατος δικτάτορας» είχε σχηματίσει μια τέτοια πεποίθηση. Εντάξει, ήταν γνωστό ότι είχε επαφές με στελέχη της CIA στην Αθήνα, μέσω στελεχών της ισραηλινής Μοσάντ, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι του, σαν φίλοι του γαμπρού του, μεγαλογιατρού εβραϊκής καταγωγής, Μιχάλη Αλζαράκη, αλλά το περιεχόμενο αυτών των επαφών παραμένει άγνωστο κι από τις δύο πλευρές.
Έτσι, εκείνη την ώρα στο Πεντάγωνο ειπώθηκε η μεγάλη αλήθεια διά στόματος του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, αντιστράτηγου Ανδρέα Γαλατσάνου, ότι «δεν είμαι έτοιμος για πόλεμο, αφού οι Μονάδες του στρατού δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη για τον Έβρο», αλλά και ο προβληματισμός του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, αντιναύαρχου Πέτρου Αραπάκη, ότι «πώς είσαστε, κύριοι, σίγουροι ότι οι επίστρατοι θα υπακούσουν;», θεωρώντας ότι πολλοί απ’ αυτούς που επιστρατεύτηκαν ήταν και πολύ πιθανό να εξελιχθούν σε «άτακτους» από τα αισθήματα που, ενδεχομένως, έτρεφαν για τις διαταγές των «χουντικών»!
Και τα πράγματα εξελίσσονταν σε θολά νερά, σε μια πλήρη αδυναμία εφαρμογής των σχεδίων και υπακοής στις διαταγές, αφού δεν υπήρχε κάποιος για να διατάζει, αλλά και οι επιτελείς έκαναν τ’ αδύνατα δυνατά για την αποφυγή της εφαρμογής αυτών των σχεδίων, που οι ίδιοι είχαν πριν από χρόνια καταστρώσει, όχι μόνο για την άμυνα της Κύπρου, αλλά και για τη βοήθεια από την Ελλάδα.
Σχέδια που είχαν αρχίσει να εκπονούνται ένα χρόνο πριν από την εγκατάσταση της ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο, με απόφαση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, το 1964, μια Μεραρχία την οποία, πιεσμένοι από τους τότε «υποστηρικτές» τους Αμερικανούς, είχαν ανακαλέσει οι «απριλιανοί» το 1968. Και τί είχε γίνει τότε; Για να μπορέσει να οργανωθεί η Κυπριακή Εθνική Φρουρά, έπρεπε να προϋπήρχε μια σχεδιασμένη αμυντική τακτική, οπότε το 1963 πάρθηκε η απόφαση για τη μυστική αποστολή Ελλήνων αξιωματικών, προκειμένου να οργανώσουν την άμυνα της Μεγαλονήσου, ώστε να γίνει πιο εύκολο το έργο της Μεραρχίας που θα κατέβει στο νησί λίγους μήνες αργότερα. Έτσι, έπρεπε να εκπαιδευτούν Κύπριοι στον χειρισμό των όπλων, οπότε, από την Άνοιξη του 1963, άρχισε η εκπαίδευση ανδρών από 18 μέχρι 40 χρόνων, σε ειδικά διαμορφωμένα στρατόπεδα στο όρος Τρόοδος, από Έλληνες αξιωματικούς που είχαν μετατεθεί ινκόγκνιτο εκεί, με αποτέλεσμα, μέσα σε μια βδομάδα, που διαρκούσε η εκπαίδευση, 200 περίπου Κύπριοι να έπαιρναν χαμπάρι για τον χειρισμό των όπλων, για κάθε ενδεχόμενο. Κι αυτό κράτησε σχεδόν δύο χρόνια, οπότε μπορείτε να υπολογίσετε ότι από τη βασική αυτή εκπαίδευση πέρασαν περίπου 20.000 Κύπριοι!
Από την άλλη, έπρεπε να συνταχθούν και σχέδια άμυνας, οπότε από το 1963 και μέχρι το 1965, κατέβηκαν στην Κύπρο ικανότατα στελέχη του ελληνικού στρατού, όπως ο αντισυνταγματάρχης τότε Ιωάννης Ντάβος, που εθεωρείτο αυθεντία στον σχεδιασμό επιχειρήσεων, αλλά και ο αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Σταθόπουλος, που ήταν τότε ένα «μεγάλο μυαλό» στο «στήσιμο» μηχανισμών για συλλογή πληροφοριών. Έτσι, υπό τον αρχιστράτηγο Γεώργιο Γρίβα, σχηματίστηκε ο πρώτος πυρήνας του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, με τον Ιωάννη Ντάβο ως διευθυντή Επιχειρήσεων, αλλά και τον Νικόλαο Σταθόπουλο ως διευθυντή Πληροφοριών, στους οποίους, λίγους μήνες αργότερα, προστέθηκαν ο αντιπλοίαρχος Πέτρος Αραπάκης με μια… ατμάκατο όλη κι όλη και ο αντισμήναρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου χωρίς ούτε και μια… φωτογραφία αεροπλάνου, αφού Ναυτικό και Αεροπορία δεν επιτράπηκε τότε να διαθέτει η Κύπρος. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη τη διετία επικεφαλής στο Γραφείο Επιχειρήσεων της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου, της γνωστής μας ΕΛΔΥΚ, ήταν ο αντισυνταγματάρχης τότε Δημήτριος Ιωαννίδης.
Και τώρα που είχε φτάσει η κρίσιμη ώρα και, δυστυχώς, είχε πεθάνει ο στρατηγός Γρίβας τον Ιανουάριο του 1974, εκείνοι οι «αντί», που ήσαν τώρα πάλι «αντί», ως «αντι»στράτηγοι, «αντι»ναύαρχοι και «αντι»πτέραρχοι, ως αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων αντίστοιχα, είχαν αφήσει το νησί στην τύχη του, αφήνοντας μέχρι και σήμερα αναπάντητο το ερώτημα: γιατί οι επικεφαλής των Γενικών Επιτελείων «δεν εξετέλεσαν τις εντολές του πολεμικού συμβουλίου;»! Γιατί το μεσημέρι της επομένης (21 Ιουλίου 1974) στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας, στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη, παρουσία του ιδίου και με τη συμμετοχή των Ιωαννίδη, Μπονάνου, Γαλατσάνου, Αραπάκη και Παπανικολάου, αποφασίστηκε ομόφωνα η προσβολή της τουρκικής αποβατικής δύναμης, έστω και «κατόπιν εορτής», από δύο υποβρύχια και σμήνος μαχητικών αεροσκαφών τύπου «Fantom».
Πάντως, το γιατί συνέβη αυτό κανένας δεν μπόρεσε να εξηγήσει, αφήνοντας μόνο να αιωρείται η άποψη ότι οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων προσπαθούσαν, έστω και την ύστατη ώρα, ν’ αποφύγουν τη μομφή της προδοσίας, όπως τους καταμαρτυρούν τώρα πολλοί. Δεν μπορώ να κρίνω αν έχουν δίκιο οι επικριτές τους ή αν είχαν δίκιο αυτοί τότε, καθώς αλλιώς έζησαν την προετοιμασία των «αμυντικών σχεδίων» στην Κύπρο, αλλά αλλιώς καλούντο να τα εφαρμόσουν τώρα στην πράξη. Και οι διαφορές δεν ήταν μόνο σε επίπεδο καθαρά στρατιωτικό, αλλά είχαν να κάνουν σ’ ένα επίπεδο καθαρά πολιτικό. Γιατί, στα χρόνια της προετοιμασίας, υπήρξε μια δημοκρατικά καθοδηγούμενη εθνική στρατηγική, ενώ τώρα, στα χρόνια της εφαρμογής, υπήρχε μια δικτατορία αμφίβολης εθνικής κατεύθυνσης.
Παράλληλα, δεν θα πρέπει να αφήσουμε έξω από τη σχετική διερεύνηση το γεγονός ότι εκείνες τις ημέρες οι επιτελείς είχαν, όσο μπορούσαν πιο σιωπηρά, επιδοθεί και σ’ έναν αγώνα δρόμου με κατεύθυνση τη «χειραφέτηση του στρατού» από τη διοίκηση της χώρας και την άμεση πολιτικοποίησή της. Αυτός ήταν, βασικά, όπως μάθαμε αργότερα, ο λόγος, για τον οποίο, προσπαθώντας να στεφτούν «νικητές» στη «σύγκρουσή» τους με τους «μικρούς αξιωματικούς», οι οποίοι, με τα πιστόλια στο χέρι, έτρεχαν αλαφιασμένοι στους διαδρόμους του Πενταγώνου και απειλούσαν για την άμεση εφαρμογή των σχεδίων υποστήριξης της Κύπρου, αλλά και τον «αόρατο δικτάτορα» Δημήτριο Ιωαννίδη, ο οποίος, απομονωμένος με την «παρέα» του στον θάλαμο επιχειρήσεων, είχε ήδη χάσει την μπάλα από τα πόδια του, όπως κι ο Ελληνισμός την Κύπρο από την αγκαλιά του. Κοιτούσαν οι αρχηγοί των Επιτελείων να οργανώσουν τη «συνωμοσία των στρατηγών», που άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά από το μεσημέρι της επόμενης ημέρας από την εισβολή, ώστε να μη συμπέσουν, ενδεχομένως, με τον τίτλο της ταινίας «η νύχτα των στρατηγών»!
Και δεν ήταν που ξέχασαν αυτοί εκεί, στην Κύπρο, να καταστρέψουν αμέσως το μεγάλο συγκρότημα των ραντάρ των Βρετανών, που βρισκόταν ψηλά στο όρος Τρόοδος και το οποίο λειτουργούσε για λογαριασμό του Αρχηγείου του ΝΑΤΟ και που, σαφώς, βρισκόταν στον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων, αλλά το άφησαν να στέλνει τα σήματά του ανενόχλητα στους Τούρκους, καθώς από το Τρόοδος περνούσαν στην Αλεξανδρέττα, απ’ εκεί στο Στρατηγείο της Σμύρνης, για να καταλήξουν μετά στο Αρχηγείο στις Βρυξέλλες, «οδηγώντας» στην κυριολεξία τις τουρκικές δυνάμεις κατά την απόβασή τους στο νησί. Ήταν που κι εμείς, κατόπιν εορτής, στείλαμε μονάχα δύο Μοίρες Καταδρομών, με δεκαπέντε «Noratlas» με εντολή, φυσικά, του αρχηγού της Πολεμικής Αεροπορίας, αντιπτέραρχου Αλέξανδρου Παπανικολάου, αλλά την επομένη της απόβασης των Τούρκων, σε μια καθαρή «αποστολή αυτοκτονίας», όπως αποκαλύφθηκε από την απόρρητη έκθεση του ίδιου του αντιπτέραρχου προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στις 26 Ιουλίου του 1974.
Και πώς έγινε αυτό; Όπως έμαθα πολύ αργότερα, αυτός ο «άθλος» επιτεύχθηκε, επειδή κάποιοι «μικροί αξιωματικοί» των Καταδρομών, απειλώντας θεούς και δαίμονες, αλλά και φωνάζοντας στους διαδρόμους του Πενταγώνου για «εθνική προδοσία», πήγαν κι έβαλαν το πιστόλι σχεδόν στον κρόταφο του διοικητή της Διεύθυνσης Καταδρομών, υποστράτηγου Αλέξανδρου Γιάννακα, ο οποίος «πίεσε» τον Ιωαννίδη να δώσει εντολή να σηκωθούν τα «Noratlas» για τη μαρτυρική Μεγαλόνησο. Και πέταξαν για την Κερύνεια, αλλά το μεν ένα καταρρίφθηκε στη Λευκωσία από «φίλια πυρά» της Κυπριακής Εθνοφρουράς, που δεν είχε καν πάρει χαμπάρι το τι γινόταν και το ποια αεροπλάνα πετούσαν πάνω από την Κύπρο, μ’ αποτέλεσμα να σκοτωθούν τα τέσσερα μέλη του πληρώματος και άλλοι 28 Έλληνες καταδρομείς από τους 29 που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό, τα άλλα τρία εβλήθησαν κι αυτά -και κανείς δεν ξέρει ακόμη από ποιούς- και υπέστησαν βλάβες, οπότε και ανατινάχτηκαν στη Λευκωσία από δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ, για να μην πέσουν, ενδεχομένως, στα χέρια των αντιπάλων, ενώ τα υπόλοιπα έντεκα, αφού αποπροσανατολίστηκαν αρκετά, επέστρεψαν στην Ελευσίνα και δεν τόλμησαν να ξανασηκωθούν, ιδιαίτερα μετά την προειδοποίηση των Βρετανών ότι, αν φανούν ξανά ελληνικά πολεμικά αεροπλάνα στον εναέριο χώρο της Κύπρου, θα αναχαιτιστούν από βρετανικά μαχητικά, δίνοντας έτσι κι αυτοί, με τον τρόπο τους, τη «χαριστική βολή» στην όλη σκευωρία υπέρ των Τούρκων.