Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 06/10
Το 1993 κυκλοφόρησε στις αμερικανικές αίθουσες η πολύ ενδιαφέρουσα κωμωδία «Ημέρα της Μαρμότας», με πρωταγωνιστή τον καταπληκτικό κωμικό, Μπιλ Μάρεϊ. Η ταινία διακωμωδούσε τον παροξυσμό που επικρατεί στο χωριό Πονξατόνι της Πενσυλβάνιας, όπου κάθε χρόνο στις 2 Φεβρουαρίου, πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται και παρακολουθεί την κίνηση μιας μαρμότας, προκειμένου να προβλεφθεί το πότε θα τελειώσει ο χειμώνας. Σύμφωνα με το έθιμο, που εκδηλώνεται κάθε χρόνο από τον 19ο αιώνα, αν η μαρμότα δει τη σκιά της, ο χειμώνας θα διαρκέσει περισσότερο, αν έχει συννεφιά και δεν τη δει, η άνοιξη θα έρθει γρηγορότερα. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ένας αλαζόνας μετεωρολόγος, βρίσκει τον εαυτό του παγιδευμένο στο χρόνο και αναγκασμένο να ζει την ίδια μέρα ξανά και ξανά.
Σας θυμίζει κάτι αυτή η κατάσταση; Αν κάποιος ανοίξει τα τηλεπαράθυρα των τελευταίων ημερών, χωρίς να ρίξει μια ματιά στο ημερολόγιο, υποψιάζομαι ότι θα αισθανθεί ότι βρισκόμαστε ακόμα στις παρυφές της άνοιξης και αναμένουμε το καλοκαίρι ελπίζοντας πως θα είμαστε απαλλαγμένοι από τη φονική πανδημία. Γιατί, πώς αλλιώς να εκλάβει κανείς το γεγονός ότι την ίδια ώρα που συζητούνται σκληρά μέτρα για τον περιορισμό της αλυσίδας εξάπλωσης της πανδημίας, με το γενικευμένο lockdown να μην έχει φύγει εντελώς από το τραπέζι, αστυνομικοί περιπολούν και κυνηγούν νεαρούς στις πλατείες για να μην συνωστίζονται, γιατροί – τηλεαστέρες διχάζουν την ελλιπούς ενημέρωσης και κριτικής ικανότητας κοινή γνώμη για τη χρήση της μάσκας, σχολεία κλείνουν και το μείζον πρόβλημα της τηλεκπαίδευσης είναι αυτό που απασχολεί – μεταξύ άλλων – τους μαθητές, στις πλάτες των οποίων φορτώσαμε πάλι την ανικανότητα των μεγάλων να διοικήσουν.
Εντάξει, υπάρχουν διαφορές σίγουρα, αφού τα μηνύματα από την εξέλιξη της πανδημίας δεν είναι ενθαρρυντικά, όμως, δεν είναι οξύμωρο, έως και κουραστικό, σχεδόν οκτώ μήνες μετά, να μην έχουμε κάνει ούτε ένα βήμα για να ξεκαθαρίσουν βασικά ζητήματα; Θα ήθελα, ωστόσο, να σταθώ περισσότερο στα ζητήματα της Παιδείας. Δεν θέλω καν να σχολιάσω αν οι καταλήψεις είναι σωστό ή λάθος μέτρο διεκδίκησης, γιατί δεν είναι ένα απλό θέμα ανάλυσης που μπορεί να αναπτυχθεί μέσα σε λίγες λέξεις.
Προσωπικά, θεωρώ ότι εκεί που πρέπει να εστιάσουμε είναι ότι υπάρχει μείζον ζήτημα λειτουργίας και ασφάλειας και το υπουργείο νιώθω ότι βρίσκεται σε άλλο, παράλληλο σύμπαν. άκόμα κι αν οι μαθητές υποκινούνται, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, ακόμα κι αν η φωνή τους αποκλείεται από τα Μέσα Επικοινωνίας, όπως διαμαρτύρονται οι ίδιοι, το ζήτημα, για το οποίο δεν μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από το δάκτυλό μας είναι ότι η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τους όρους που επιθυμεί το υπουργείο.
Και εδώ ερχόμαστε στη «Μέρα της Μαρμότας», γιατί τα ίδια γράφαμε και τον περασμένο Μάρτιο, όταν ακόμα οι συνθήκες ήταν πρωτόγνωρες και υπήρχε το σχετικό ελαφρυντικό. Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Μόνο που, όπως γράφαμε και σε προηγούμενο σημείωμα, αυτό το νερό το υπουργείο το άφησε να χαθεί, εγκλωβισμένο σε πολιτικούς δαίμονες και φοβικά σύνδρομα, χωρίς να έχει κάνει την παραμικρή προετοιμασία για να αντιμετωπίσει το ζήτημα, όταν αυτό θα επανερχόταν με τη νέα χρονιά. Είναι δυνατόν ακόμα και μετά από τόσους μήνες να τίθεται και, μάλιστα, με εκβιαστικό πλέον τρόπο, ένα ζήτημα που στη βάση του έχει δομικές αδυναμίες, τις οποίες δεν είναι ευθύνη των μαθητών και των οικογενειών τους να λύσουν;
Τα ίδια γράφαμε τον Μάρτιο. Τα ίδια γράφουμε και τώρα. άν, λοιπόν, υποθέσουμε ότι ζούμε τη «Μέρα της Μαρμότας», τα ίδια θα γράφουμε και σε μερικούς μήνες από τώρα. Μόνο που τότε, δεν θα ζούμε σε μια κινηματογραφική κωμωδία που ο πρωταγωνιστής εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να πετύχει τον στόχο του. Τουλάχιστον, ας μην εγκληματίσουμε σε βάρος των παιδιών. Κάποια, σε αντίθεση με εμάς τους μεγάλους, εξακολουθούν να έχουν όνειρα για το μέλλον τους.