Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή.
Θα γυρίσουμε το ρολόι του χρόνου αρκετούς αιώνες πίσω, και θα σταματήσουμε στον πιο μεγάλο στρατιωτικό της αρχαιότητας, και σ’έναν από τους μεγαλύτερους κατακτητές όλων των εποχών, στον Μακεδόνα στρατηλάτη Μέγα Αλέξανδρο, που υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της Παγκόσμιας Ιστορίας.
Γεννήθηκε στις 20 ή 21 Ιουλίου του 356 π.Χ., στην Πέλλα της Μακεδονίας. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’, και μητέρα του η Ολυμπιάδα, κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την οξεία αντίληψη, τις οργανωτικές ικανότητες, και την ταχύτητα ενεργειών. Και από τη μητέρα του τη φιλοδοξία, την υπερηφάνεια, και την ισχυρή θέληση. Βέβαια, ο Μ.Αλέξανδρος θεωρούσε τον εαυτό του, γιο του Θεού των Αιγυπτίων Άμμωνα Δία, και απόγονο του Αχιλλέα και του Ηρακλή, πράγμα που πίστευαν και οι σύγχρονοί του, επειδή δεν μπορούσαν αλλιώς να εξηγήσουν τη θαυμαστή του προσωπικότητα. Από την ηλικία των 13ετών μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη. Ο μεγάλος φιλόσοφος τον μόρφωσε με τα ελληνικά ιδεώδη, και του ενέπνευσε τον θαυμασμό και την αγάπη για το ελληνικό πνεύμα και τον πολιτισμό. Στον Αριστοτέλη έδειχνε πάντα σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Είναι γνωστή η φράση που έλεγε συχνά: «Στον πατέρα μου χρωστάω «το ζην» και στον δάσκαλό μου «το ευ ζην».
Ο Αλέξανδρος ήταν 20 χρονών – το 336 π.Χ. – όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας, και ο νέος ανέλαβε τη βασιλεία. Μπροστά του είχε ν’αντιμετωπίσει δύσκολο έργο, τόσο με τους μνηστήρες του θρόνου, όσο και στο εξωτερικό με τους βαρβάρους που επαναστάτησαν μόλις πληροφορήθηκαν τον θάνατο του Φιλίππου. Αλλά και οι ελληνικές πόλεις θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να καταλύσουν τη μακεδονική κυριαρχία. Ο Αλέξανδρος δε δίστασε ούτε στιγμή. Έδρασε αστραπιαία και με ταχύτητα προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο δολοφόνος του πατέρα του και τρεις αδελφοί του που διεκδικούσαν τον θρόνο εκτελέσθηκαν αμέσως. Ακολούθησε η εκστρατεία του εναντίον της νότιας Ελλάδας που είχε επαναστατήσει. Κατέπνιξε αμέσως αυτή την επανάσταση, και αναγνωρίστηκε απ’ όλους «ως αρχηγός της εκστρατείας όλων των Ελλήνων εναντίον των Περσών ».
Το 334 π.Χ. αρχίζει η εκστρατεία του στην Ασία, και ο Αλέξανδρος ως ανώτατος αρχηγός, διευθύνει ο ίδιος τις πολεμικές επιχειρήσεις βοηθούμενος από άξιους στρατηγούς, όπως ο Παρμενίωνας, ο Φιλώτας, ο Νικάνορας, ο Κρατερός, ο Μελέαγρος, και άλλοι. Επίσης τον περιβάλλουν και σωματοφύλακες, και πιστοί σύμβουλοι. Ακόμα οι «αμφ’αυτόν εταίροι» και ανάμεσά τους διακρίνονται ο Άρπαλος, Ο Νέαρχος, ο Πτολεμαίος, ο Ευμένης, κ.ά. Με όλους αυτούς δίπλα του, καθώς και με την ισχυρή τακτική του, ο Αλέξανδρος κατορθώνει το μεγαλύτερο στρατιωτικό αποτέλεσμα των αρχαίων χρόνων. Η πρώτη νίκη του ήταν στις όχθες του Γρανικού ποταμού, όπου οι Πέρσες δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την ορμή των Μακεδόνων και υποχώρησαν άτακτα. Το 333 π.Χ., έφτασε στην πόλη Γόρδιο. Εκεί υπήρχε ένα αμάξι μ’έναν πολύπλοκο κόμπο, ο γνωστός Γόρδιος δεσμός, για τον οποίο η Παράδοση έλεγε ότι όποιος τον έλυνε θα γινόταν ο κύριος όλης της Ασίας. Ο Αλέξανδρος, χωρίς να ταλαντευτεί, έκοψε με το ξίφος του τον άλυτο κόμπο, θέλοντας μ’αυτό να δείξει πως με το σπαθί του θα κατακτήσει την Ασία.
Αμέτρητες ήταν οι νικηφόρες μάχες του Μ. Αλεξάνδρου σε κάθε «συνάντηση του» με τον περσικό στρατό. Στην Ισσό της Κιλικίας, στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, και στα Γαυγάμηλα (329 π.Χ.), όπου έγινε η μεγάλη καταστροφή του περσικού στρατού, ο θάνατος του Δαρείου, και η οριστική υποταγή του περσικού κράτους στον Μ.Αλέξανδρο.
Όμως η κατακτητική πορεία του, δεν τελειώνει εδώ. Ακολουθεί η εκστρατεία στην Ινδία, και μετά από πολλές περιπέτειες φτάνει στα Σούσα. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του Δαρείου, και συμβούλευσε και τους αξιωματικούς του να πράξουν το ίδιο, δηλαδή, να παντρευτούν Περσίδες, πράγμα που ενόχλησε τους Μακεδόνες, που συνωμότησαν εναντίον του. Όμως ο Μ.Αλέξανδρος τους ανακάλυψε και τους τιμώρησε σκληρά. Τέλος, οι αμέτρητες μάχες, οι κόποι, οι διοικητικές φροντίδες και η θλίψη για τον θάνατο του στενού του φίλου Ηφαιστίωνα, εξασθένησαν σοβαρά την υγεία του, και ενώ βρισκόταν στη Βαβυλώνα αρρώστησε βαριά και πέθανε το 323 π.Χ. Ήταν μόνο 33 χρονών.
Στο σημείο αυτό, θα διαβάσουμε από το Αρχείο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ποιες ήταν οι «Τελευταίες επιθυμίες » του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Προβληματίζουν και προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον αναγνώστη:
« Ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου ο Μέγας Αλέξανδρος, συγκάλεσε τους στρατηγούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του: 1. Να μεταφερθεί το φέρετρό του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής. 2. Τους θησαυρούς που είχε αποκτήσει (ασήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους), να τους σκορπίσουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον τάφο του. 3. Τα χέρια του να μείνουν να λικνίζονται στον αέρα, έξω από το φέρετρο σε θέα όλων.
Ένας από τους στρατηγούς έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι.
Ο Αλέξανδρος του εξήγησε: 1. Θέλω οι διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να δείξουν με αυτόν τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στον θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύσουν. 2. Θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν. 3. Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι με τα χέρια άδεια ερχόμαστε και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο πιο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο ΧΡΟΝΟΣ! Μπορούμε να δημιουργούμε χρήμα, αλλά όχι περισσότερο χρόνο. Ο ΧΡΟΝΟΣ είναι ο πιο πολύτιμος θησαυρός που έχουμε, γιατί είναι περιορισμένος!