Γράφει η Πέγκη Φαράντου, Διδάκτωρ ψυχολογίας Πανεπιστήμιου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος
Στο κέντρο της πόλης, εκεί ζούσε ο Μάρκος, από την εποχή που ήταν φοιτητής στην Παιδαγωγική Σχολή μέχρι και σήμερα. Η πόλη άλλαξε, άλλαξε και εκείνος αλλά παρέμεινε εκεί. Ήταν μια ζεστή μέρα του χειμώνα με λίγα σύννεφα. O Μάρκος καθόταν στην καρέκλα που συνήθιζε να κάθεται για να διαβάσει την εφημερίδα του, μια καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και απέναντι από την τηλεόραση.
Από το παράθυρο μπορούσε κανείς να δει την κεντρική λεωφόρο και αμέτρητους τοίχους κτιρίων να ορθώνονται μπροστά. Σε κάποιο σημείο, δύο τοίχοι δεν εφάπτονταν πλήρως και υπήρχε ένα μικρό κενό. Από αυτό το κενό, όταν η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή, φαινόταν η θάλασσα. Όταν ο Μάρκος κοίταζε από το παράθυρο, το βλέμμα του στρεφόταν σχεδόν αυτόματα στο άνοιγμα αυτό. Πριν πολλά χρόνια, από το ίδιο παράθυρο, δεν έβλεπες μόνο τη θάλασσα, τη μύριζες κιόλας και σαν έκλεινες τα μάτια, μπορούσες να την ακούσεις. Σήμερα, από την εικόνα αυτή, είχε μείνει το μικρό άνοιγμα ανάμεσα στους τοίχους. Στο παράθυρο στεκόταν και ένα κόκκινο γεράνι, ένα μικρό γλαστράκι που φρόντιζε μέρα παρά μέρα.
Απέναντι από το παράθυρο η τηλεόραση, έπαιζε από τη αρχή της ημέρας. Ό,τι και αν έκανε ο Μάρκος αντιδρούσε σε αυτά που άκουγε, με διάφορους μορφασμούς, σαν να ήταν σε έναν διαρκή διάλογο με αυτή.
Σήμερα ο Μάρκος ήταν κακόκεφος. Ούτε πότισε το γεράνι, ούτε πήγε στο καφενείο. Κάθισε στην καρέκλα του από νωρίς και μουρμούριζε. Ό,τι και αν άκουγε ήταν άσχημο· ληστείες, αρρώστιες, βιασμοί, θάνατοι, λοιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί, ανθρωποκτονίες, ξυλοδαρμοί… Στο καφενείο οι φίλοι του έπαψαν να πηγαίνουν κάθε μέρα όπως συνήθιζαν. Φοβόντουσαν, μήπως τους ληστέψουν, μήπως αρρωστήσουν, μήπως βρέξει, μήπως χιονίσει… Πρόσφατα είχε μαλώσει και με τον φίλο του τον Βασίλη, για την πολιτική…Πού πήγε η χαρά; αναρωτιόταν. Από πότε έγινε είδος πολυτελείας;
Έτσι, σήμερα είχε μια μελαγχολία. Σηκώθηκε από την καρέκλα και κατέβασε ένα κουτί από παπούτσια που είχε πάνω στην ξύλινη ντουλάπα, το ξεσκόνισε, έβηξε λίγο από τη σκόνη, το άνοιξε. Εκεί είχε συγκεντρώσει όλες τις φωτογραφίες που είχε. Του άρεσε να βγάζει φωτογραφίες τις χαρούμενες στιγμές τις ζωής… Στο κουτί αυτό είχε, φωτογραφίες του στρατού, από τους θείους του στην Αυστραλία, λίγες φωτογραφίες των γονιών του, παλιές κιτρινισμένες, από μια παλιά του αγάπη, αποκόμματα εφημερίδας, εισιτήρια κινηματογράφου, αποδείξεις, μερικά γραμματόσημα και κάποια παλιά νομίσματα χωρίς αντικειμενική αξία.
Βυθισμένος σε αναμνήσεις άλλοτε χαμογελούσε λίγο, άλλοτε μεγάλες παύσεις μαρτυρούσαν σκέψεις και άλλοτε βούρκωνε. Σήκωνε για λίγο τα γυαλιά και σκούπιζε τα μάτια του. Μια βόλτα στη Βάρκιζα, μια καλή ψαριά στην Κύθνο, σε ένα τραπέζι με τους γονείς, ξενύχτια με φίλους, μια αγκαλιά, ο σκύλος…
Μια ολόκληρη ζωή σκορπισμένη στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Τη μια στιγμή εμφανιζόταν ο ήλιος και την άλλη χανόταν πίσω από τα σύννεφα· δύο φορές ο Μάρκος άναψε το φως και το ξαναέσβησε, είχε βγάλει και αέρα, το γεράνι κάθε τόσο κουτουλούσε στο τζάμι και έκανε ένα ανεπαίσθητο θόρυβο.
Ξαφνικά, χτύπησε το κουδούνι. Ο Μάρκος σκούπισε το τελευταίο δάκρυ και σηκώθηκε βαρύς από το σαλόνι. Πήρε τα κλειδιά από το κομοδίνο, κοίταξε από το ματάκι της πόρτας, άνοιξε τον πρώτο σύρτη, άνοιξε τον δεύτερο σύρτη, ξεκλείδωσε με το κλειδί και άνοιξε. Ήταν ο φίλος του ο Βασίλης με ένα μπουκάλι κρασί και μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Ο Μάρκος χαμογέλασε & τον καλωσόρισε & έκλεισε το φως, μιας και ο ήλιος είχε φωτίσει το δωμάτιο.