Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 28/08
Η ΑΜΑΡΥΣΙΑ προειδοποίησε εξ αρχής για τους κινδύνους και τους κακούς οιωνούς για την περιβαλλοντική καταστροφή που έζησε η χώρα και το ζητούμενο είναι αν η Πολιτεία μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων
Η εφημερίδα μας έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου ήδη από τα μέσα του περασμένου Μαΐου, λίγες ημέρες μετά την καταστροφική πυρκαγιά σε Κορινθία, Δυτική Αττική και ειδικά στα Γεράνεια όρη: «Το πάθημα να γίνει μάθημα», ζητούσαμε με το πρωτοσέλιδό μας από την κυβέρνηση, λίγες μόλις ώρες μετά τη σύσκεψη που είχε πραγματοποιηθεί υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο Yφυπουργείο Πολιτικής Προστασίας στο Μαρούσι, για την αντιπυρική θωράκιση της Αττικής (καθεστώς Ειδικής Κινητοποίησης για 18 περιοχές από 11 Δήμους), αλλά και της χώρας.
Σε εκείνη τη σύσκεψη, στην οποία έγιναν πολλές βαρύγδουπες δηλώσεις από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για το επίπεδο ετοιμότητας και τη σιγουριά που εξέπεμψε ο υπουργός Μιχάλης Χρυσοχοΐδης με την ατάκα «είμαστε έτοιμοι» και τις οποίες στην πράξη διέψευσε σε σημαντικό ποσοστό η σκληρή πραγματικότητα που βίωσε η χώρα, ειπώθηκαν και ορισμένες «προφητικές» κουβέντες. Η πρώτη από τον ίδιο τον πρωθυπουργό που προέβλεψε ένα «δύσκολο καλοκαίρι» και από τον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας Νίκου Χαρδαλιά ότι «για εμάς το ζήτημα της ανθρώπινης ζωής είναι πάνω και πέρα από οτιδήποτε άλλο».
Και πράγματι, το καλοκαίρι ήταν όντως πολύ δύσκολο για τη Β/Α Αττική, την Βόρεια Εύβοια, την Ηλεία, τη Μάνη, τα Βίλια. Περιοχές πνιγμένες στο πράσινο που τώρα βλέπουν με θλίψη καμένα δάση, αλλά και καμένα σπίτια και επιχειρήσεις. Όπως, πράγματι, με τη θλιβερή εξαίρεση ενός εθελοντή πυροσβέστη που χάθηκε άδικα, οι ζωές τέθηκαν πάνω από όλα και με τη βοήθεια του 112 (το οποίο υπήρχε και το 2018 διαθέσιμο αλλά ουδέποτε ενεργοποιήθηκε, με τραγικά αποτελέσματα στο Μάτι και τον Νέο Βουτζά), αλλά και των τοπικών σχεδίων εκκένωσης, δεν θρηνήσαμε θύματα.
Εύλογες απορίες
Κι εκεί έρχονται τα ερωτήματα, τα οποία μπορεί κανείς να ακούσει συζητώντας με όποιον βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των μεγάλων πυρκαγιών σε Βαρυμπόμπη και Βόρεια Εύβοια:
Ήταν οι ολοκληρωτικές εκκενώσεις η μόνη λύση; Ήταν λάθος να παραμένουν άνθρωποι πίσω για να προστατέψουν τα χωριά και τους οικισμούς τους, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και οι μόνοι που πάλευαν και εν πολλοίς κατάφεραν να περισώσουν πολλές κατοικίες πριν παραδοθούν στις φλόγες;
Ήταν η παρουσία της Πυροσβεστικής αυτή που έπρεπε; Τα παράπονα, οι απορίες και ενίοτε η οργή κατοίκων για την ανεπάρκεια επίγειων και εναέριων μέσων, ήρθε να επισημοποιήσει σε συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Στερεάς Ελλάδας ο «γαλάζιος» περιφερειάρχης Φάνης Σπανός, ο οποίος από το βήμα του Σώματος είπε επί λέξει, σοκάροντας το Πανελλήνιο: «Κληθήκαμε να σβήσουμε μια φωτιά μόνοι μας. Χωρίς αεροπλάνα, χωρίς ελικόπτερα, χωρίς επίγεια πυροσβεστικά μέσα. Με πάρα πολλές περιπτώσεις που μαρτυρούν αμέτρητοι συμπολίτες μας, ότι τα λιγοστά επίγεια μέσα είχαν εντολή μη κατάσβεσης. Σε πείσμα αυτών των εντολών, πολλοί ηρωικοί πυροσβέστες δούλεψαν».
Τι πήγε στραβά και η ελεγχόμενη πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη εμφάνισε την αναζοπύρωση που αποτελείωσε τον συγκεκριμένο πράσινο πνεύμονα της Αττικής και έκαψε περιουσίες;
Πόσο απέδωσε η δια προσομοίωσης «χαρτογράφηση» των 18 περιοχών των 11 Δήμων της χώρας που μπήκαν σε «Ειδική Κινητοποίηση», για την οποία η ΑΜΑΡΥΣΙΑ κατέθεσε τον προβληματισμό της από την πρώτη στιγμή; Οι πυρκαγιές στην Αττική, από Σταμάτα – Ροδόπολη – Διόνυσο έως Βαρυμπόμπη – Πάρνηθα και Βίλια – Κάζα, μπήκαν σε περιοχές που δεν κρίθηκαν «επίφοβες» και δεν καθαρίστηκαν ή δεν προετοιμάστηκαν εγκαίρως μετά και τις συνέπειες του χιονιά «Μήδεια», με την ολιγωρία ή επιχειρησιακή ανεπάρκεια μερίδας Δήμων να συμβάλει σε αυτή την εικόνα ολιγωρίας.
Τελικά τι συμβαίνει με τα εναέρια μέσα πυρόσβεσης; Είναι επαρκή σε αριθμό; Είναι συντηρημένα; Πληρούν τις προϋποθέσεις πυρόσβεσης υπό οποιαδήποτε καιρική συνθήκη; Πόσα από αυτά παραμένουν καθηλωμένα στο έδαφος λόγω προβλημάτων;
Γιατί καθυστέρησε 15 ημέρες η αναζήτηση επίγειας και εναέριας ενίσχυσης από το εξωτερικό;
Πόσες προσλήψεις προσωπικού δασοπροστασίας και πυροσβεστών έγιναν φέτος;
Πόσα χρήματα δόθηκαν για την αντιπυρική προστασία, πού και με ποια κριτήρια;
Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των Δασαρχείων και πότε θα λυθεί ο γρίφος με την ανάρτηση των δασικών χαρτών, ώστε να ξεκαθαριστεί επιτέλους το τοπίο της αυθαιρεσίας;
Οι εξαγγελίες να γίνουν πράξη
Πάνω από 1,3 εκατ. στρέμματα δάσους έγιναν στάχτη φέτος, μαζί τους χάθηκαν χιλιάδες ήμερα ή άγρια ζώα, προκαλώντας μια ανείπωτη περιβαλλοντική καταστροφή, από την οποία θα χρειαστούν χρόνια για την ανάκαμψη της φύσης. Όσο για τους ανθρώπους, μπορεί τα μέτρα στήριξης που ανακοίνωσε η κυβέρνηση να είναι γενναία, αλλά, κακά τα ψέματα, δεν είναι αρκετή για την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών σε πολλές περιπτώσεις, με τη γραφειοκρατία να καραδοκεί, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι της αγροτικής ζωής, άρα και της οικονομίας, έγινε κι εκείνο «στάχτη». Και φυσικά οι πολίτες αναμένουν να δουν αν θα εφαρμοστούν στην πράξη οι δεσμεύσεις για πλήρως αναδασωτέες εκτάσεις όπου αυτές κάηκαν.
(Εγ)κλι(η)ματική αλλαγή
Η κλιματική αλλαγή, η οποία όντως οφείλει να προβληματίζει την ανθρωπότητα, είναι δεδομένα ένας μεγάλος «πονοκέφαλος» που εγκυμονεί περιβαλλοντικούς κινδύνους, είτε πύρινους είτε υδάτινους, και την οποία επικαλείται ως κύρια αιτία η κυβέρνηση (όπως και η προηγούμενη για την τραγωδία στο Μάτι), έρχεται σε αντίφαση με τις δεκάδες συλλήψεις για εμπρησμούς που ανακοίνωσε το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, την δήλωση του περιφερειάρχη Αττικής Γιώργου Πατούλη περί σχεδίου εμπρησμών στην Αττική, αλλά ούτε με τις εκρήξεις εντός του δάσους της Βαρυμπόμπης που όλη η Ελλάδα είδε σε ζωντανή μετάδοση από τα κανάλια ή τις συνεχείς καταγγελίες κατοίκων για ύποπτες κινήσεις εντός δασικών περιοχών. Όταν μια τέτοια περιβαλλοντική τραγωδία λαμβάνει χώρα, οι ευθύνες είναι και πολιτικές και υπηρεσιακές. Η «συγγνώμη» του πρωθυπουργού προς τον ελληνικό λαό αποτελεί επιβεβαίωση πολιτικής ευθύνης. Η δήλωση του περιφερειάρχη Στερεάς Ελλάδας, αλλά και οι δεκάδες μαρτυρίες ανθρώπων θέτουν ευθέως θέμα και υπηρεσιακών ευθυνών. Οι οποίες, ωστόσο, διαπλέκονται ευθέως με την πολιτική ηγεσία.
Και το τελικό ερώτημα είναι ένα: Πότε θα μάθει η Πολιτεία (η οποία έχει συνέχεια) από τα λάθη της; Και πότε θα φροντίζει να αποτρέπει το κακό εν τη γενέσει του, αντί να διαχειρίζεται επικοινωνιακά και κατόπιν εορτής τις ολέθριες συνέπειές του;