Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Συχνά, σε συζητήσεις μεταξύ μας, ακούμε να αποκαλούν την όμορφη Ελλάδα «Ψωροκώσταινα». Όσο χαλαρά και να θέλουμε να ξεπεράσουμε αυτό το παρατσούκλι, πάντα μας αφήνει μια προσβλητική και θλιβερή εντύπωση.
Φανταζόμαστε και προσωποποιούμε την πατρίδα μας, σαν να είναι κάποια φτωχή και κατατρεγμένη γυναίκα, που παλεύει σκληρά για να ζήσει· αν και τα δεινά που την κατατρέχουν από παντού είναι πολλά, εκείνη πιστή και δεμένη στο ένδοξο παρελθόν της, διατηρεί ακέραια την αξιοπρέπεια και τη μεγαλοσύνη της.
Για το προσωνύμιο «Ψωροκώσταινα» καταγράφηκαν, στην ιστορική μνήμη, πολλές απόψεις, θέσεις και παραλλαγές, που καθώς περνούσαν τα χρόνια πλήθαιναν και διευρύνονταν, με βάση, όμως, πάντα τη ζωή μιας γυναίκας, που έζησε δραματικές καταστάσεις αλλά η αγάπη και η πίστη της στην πατρίδα έδειξε στους ανθρώπους -και τότε και τώρα- φωτεινά σημάδια και μηνύματα.
Η «Ψωροκώσταινα» ή «Ψαροκώσταινα» -από τα Ψαρά, που έφτασε κυνηγημένη από τον πόλεμο- ήταν το παρατσούκλι, που «φορτώθηκε» από τη ζωή η αρχόντισσα των Κυδωνιών (Αϊβαλί) Πανωραία Χατζηκώστα ή Χατζηκώσταινα, σύζυγος του πλούσιου έμπορου Κώστα Αϊβαλιώτη, και γνωστή -όχι μόνο για τα δικά της πλούτη- αλλά και για την ομορφιά της.
Στις 2 Ιουνίου του 1821, οι Τούρκοι πυρπόλησαν το Αϊβαλί, έσφαξαν τους άντρες και τα γυναικόπαιδα του τόπου και η αρχόντισσα Πανωραία είδε, μπροστά στα μάτια της, να σφάζουν τον άντρα της και τα 5 παιδιά της. Η δυστυχισμένη γυναίκα γλίτωσε τυχαία, όταν ένας ναύτης την ανέβασε, μαζί με άλλους, πάνω σε ένα καράβι, που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Εκεί γνωρίστηκε με τον Βενιαμίν τον Λέσβιο. Αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Βασιλείου Γεωργαντή, Γεωργαντέλλη ή Καρρέ (Πλωμάρι Λέσβου 1759 – 1824 Ναύπλιο) ιερομόναχου, λόγιου, εκπροσώπου του Διαφωτισμού και καθηγητή στην Ακαδημία των Κυδωνιών.
Ο Βενιαμίν ο Λέσβιος την προστάτεψε και την πήρε μαζί του στο Ναύπλιο, όπου εκείνος παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία έκανε την πλύστρα· αργότερα, με σαλεμένο σχεδόν μυαλό, πήρε στην προστασία της τα ορφανά παιδιά των αγωνιστών και ζητιάνευε στους δρόμους για να τα ταΐζει.
Έτσι, από αρχόντισσα του Αϊβαλί κατάντησε ζητιάνα, που την ακολουθούσαν στον δρόμο και την περιγελούσαν φωνάζοντας «Ψωροκώσταινα», αν και, ζητιανεύοντας, είχε σώσει από την πείνα δεκάδες παιδιά.
Σύμφωνα με τις αναφορές της δύσκολης αυτής εποχής, η οικονομική αθλιότητα της μετεπαναστατικής Ελλάδας ήταν μια σκληρή και φρικτή αλήθεια (Ευ. Δαδιώτης, βιβλίο «Αιγαιοπελαγίτικα» και Αυγερινός Ανδρέου, περιοδικό «Αντιστροφές»). Διαβάζουμε ένα απρόβλεπτο περιστατικό που συνέβη στο Ναύπλιο, όταν σε ένα έρανο που γινόταν εκεί για την ενίσχυση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου, η ζητιάνα «Ψωροκώσταινα» έδειξε με τον δικό της τρόπο τη δύναμη της αξιοπρέπειας και του φιλότιμου του Έλληνα.
Στην πλατεία του Αγίου Νικολάου, η ερανική επιτροπή είχε στήσει το τραπέζι του εράνου και περίμενε τη βοήθεια του κόσμου. Όμως, κανείς δεν πλησίαζε και το εξαθλιωμένο πλήθος δεν έβαζε το χέρι στην τσέπη. Και τότε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, η «Ψωροκώσταινα» έγραψε τη δική της ιστορία λέγοντας: «Δεν έχω τίποτε άλλο εκτός από αυτό το ασημένιο δακτυλίδι και αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι…».
Ύστερα από αυτήν την απρόβλεπτη κίνηση, ακούστηκε μια δυνατή φωνή, μέσα από τον συγκεντρωμένο κόσμο να λέει: «Για δείτε, η πλύστρα η “Ψωροκώσταινα»”, πρώτη προσέφερε τον οβολό της!». Και αμέσως, ξεκίνησε το φιλότιμο του Έλληνα και σαν τη βροχή έπεφταν πάνω στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά και ό,τι άλλο χρήσιμο μπορούσε να προσφέρει ο καθένας, μέσα στην ανέχειά του.
Από εκείνη τη συγκινητική στιγμή της φτωχής προσφοράς της Χατζηκώσταινας, έμεινε το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα».
Όταν κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας, έμαθε γι’ αυτό το περιστατικό του εράνου στο Ναύπλιο· ζήτησε να γνωρίσει αυτή τη γυναίκα, την οποία σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος ομιλητής, θέλοντας να τονίσει τη φτώχεια του ελληνικού Δημοσίου, την παρομοίωσε με τη ζητιάνα «Ψωροκώσταινα».
Ο Ιωάννης Καποδίστριας τη γνώρισε, τη φρόντισε, τη μάζεψε από τους δρόμους, και όταν ίδρυσε το Ορφανοτροφείο, η Πανωραία έμεινε εκεί, γνωστή πλέον σε όλους, με το παρατσούκλι της. Πρόθυμα, προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών παιδιών του πολέμου και να βοηθά σε κάθε άλλη δουλειά που μπορούσε, χωρίς να δέχεται να λάβει καμιά πληρωμή.
Σήμερα, χρησιμοποιούμε στον λόγο μας το προσωνύμιο «Ψωροκώσταινα», στις παρακάτω εκφράσεις:
• Όταν αναφερόμαστε στο ελληνικό κράτος, ως κράτος φτωχό, που βασίζεται περισσότερο στην εθελοντική συνδρομή των πολιτών, παρά στη σωστή διαχείριση των πόρων και των εσόδων του.
• Όταν λέμε «θα πληρώσει η Ψωροκώσταινα…» με την έννοια ότι θα επιβαρυνθεί (αναίτια) από το υστέρημά του ο ελληνικός λαός για να εξοφλήσει υποχρεώσεις, λάθη και παραλείψεις των κυβερνώντων.
Η χώρα μας έχει, έχει συνηθίσει πλέον, να στρέφει το κεφάλι στο κάλεσμα κάθε φωνής, που θα τη ζητήσει με αυτό το όνομα. Το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα», δεν σβήστηκε ποτέ από το Ελληνικό Λεξικό, και η θλιβερή ιστορία της όμορφης αρχόντισσας Πανωραίας Χατζηκώστα από το Αϊβαλί, θα συγκινεί και θα προβληματίζει πάντα τον αναγνώστη.