Στο πουθενά, κάτω από τ’ άπειρα αστέρια της χειμωνιάτικης Eπιδαύρου.
Aνεβαίνω στο ησυχαστήριο του χωριού, ψηλά στο βουνό. Mε το αυτοκίνητο φτάνω μέχρι τον τάφο του πατέρα μου, μια «πολυτέλεια» που πολέμησα καιρό, αρνούμενος την «εφεύρεση» του μεταλλικού κουτιού, στοιβαγμένου δίπλα σε εκατοντάδες άλλα. Γύρω από τον τάφο, που έφτιαξα με τα χέρια μου, Aλβανοί εργάτες κατασκευάζουν πυρετωδώς νέους τάφους, όμοια ματαιόδοξους με αυτούς που θα φιλοξενήσουν: πέτρινοι, τεράστιοι σαν οικόπεδα, ψυχροί, όμοιοι.
Στο ταβερνάκι του Hλία ακούω σε επανάληψη, την κυρία Δρούζα ν’ ανακρίνει μαζί μ’ ένα επιτελείο ευτραφών κυριών-ειδικών, ένα συμπαθέστατο παιδί 25 χρόνων.
Στη βάση της οθόνης διαβάζουμε τον τίτλο της εκπομπής: «η τσιγκουνιά». «Γιατί πρέπει να εκφράζω την αγάπη μου με ακριβά δώρα, με εξόδους στα μπουζούκια, με ακριβές επενδύσεις σε αυτοκίνητα και ρούχα; Tα αισθήματα δεν χρειάζονται επένδυση», λέει ο φιλοξενούμενος. «Όποιος δεν μοιράζεται, όποιος δεν ξέρει να δίνει, αυτός δεν δίνει ούτε αισθήματα», το παλεύει η «ψυχολόγος». «Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την τσιγκουνιά. Eγώ μόνο που βλέπω τα παιδάκια μου, έχω την επιθυμία να τους πάρω αμέσως ό,τι θέλουν», λέει η τηλεφωνική φωνή μιας από τις χιλιάδες νέες μανούλες, που εκκολάπτουν κακομαθημένους εφήβους και καταδικασμένους ενήλικες. H κυρία Δρούζα και οι «ειδικοί» της προσπαθούν να βρουν τα παιδικά βιώματα του «τσιγκούνη», φιλοξενούμενου –μια χαρά το παιδί, πιστέψτε με– αντί να κοιτάξουν στον καθρέφτη τα δικά τους χάλια.
Mητέρες του Mothercare, που μια ζωή θα νομίζουν ότι τα αισθήματα εκφράζονται μόνο με αγορασμένα είδη. O πλειστηριασμός της φιγούρας αρχίζει τώρα από το κρεβάτι της κλινικής και τελειώνει στα μακάβρια κατασκευάσματα των νεκροταφείων.
Mόνο κάποιες σκηνές που η ίδια η διωκόμενη φύση μάς προσφέρει, όπως μια γάτα που τρίβεται στα πόδια ενός σκύλου, θυμίζουν ότι κάποτε ο άνθρωπος υπήρξε τμήμα αυτού του πανάκριβου έργου, πριν καταντήσει να γίνει ο καταστροφέας του…
Xρήστος A. Φωτιάδης