Οι στρατηγικές συμμαχίες (σ.σ.) –strategic alliances– μεταξύ Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών (Τ.Ο.) εμφανίζονται διεθνώς στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ως μια συνέπεια της παγκοσμιοποίησης και της απελευθέρωσης των τηλεπικοινωνιών και ασφαλώς λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού στην εσωτερική και διεθνή αγορά.
Έτσι λοιπόν ένας ορισμός που είχε δοθεί τότε για τις σ.σ. ήταν «ο συνασπισμός δύο ή περισσότερων οργανισμών για την επίτευξη σημαντικών στρατηγικών στόχων και την απολαβή κερδών ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής». Σημειώνεται ότι κάθε συμμετέχων Τ.Ο. σε μια σ.σ. κρατούσε την αυτοτέλειά του.
Ο ΟΤΕ από το 1997 είχε αρχίσει να εξετάζει σοβαρά το θέμα της συμμετοχής του σε σ.σ. σύμφωνα μάλιστα και με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, χωρίς όμως να προχωρήσει ουσιαστικά. Εν τω μεταξύ αρκετοί Τ.Ο. διεθνώς επιδίδονταν και σε άλλες μορφές δραστηριοτήτων όπως ιδιωτικοποιήσεις, εξαγορές άλλων Τ.Ο., συγχωνεύσεις κ.λπ. και έτσι εγκαταλείπονται οι σ.σ. αυτού του είδους, αφού αλλάζει το διεθνές τηλεπικοινωνιακό περιβάλλον.
Το 2000 η τότε Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων είχε αποφασίσει τη διερεύνηση της διεθνούς αγοράς με στόχο την εξεύρεση στρατηγικού συμμάχου για τον ΟΤΕ. Είναι προφανές ότι δεν μιλάμε πλέον για στρατηγική συμμαχία, αλλά για κάτι διαφορετικό, αφού ο στρατηγικός σύμμαχος ή ο στρατηγικός επενδυτής ή απλά ο επενδυτής θα εξαγόραζε μέρος του μετοχικού κεφαλαίου του ΟΤΕ, που καμιά σχέση δεν έχει με την παραπάνω έννοια της σ.σ.
Σήμερα για την υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, καταργήθηκε το ελάχιστο όριο συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο του ΟΤΕ και το οικονομικό αποτέλεσμα θα είναι η (ενδεχόμενη) αύξηση εσόδων του Δημοσίου από την εκποίηση μετοχών του ΟΤΕ.
Έτσι εάν ο στόχος του κράτους είναι τα έσοδα από την πώληση των μετοχών του ΟΤΕ, τότε ασφαλώς θα πρέπει να επιλεγεί η μέθοδος πώλησης που θα εξασφαλίζει τη μεγιστοποίηση αυτών των εσόδων, είτε αυτή η πώληση γίνει μέσω διάθεσης σε πολλούς επενδυτές, είτε μέσω πώλησης σ’ έναν επενδυτή (π.χ. Τηλεπικοινωνιακό Οργανισμό ή ένα ή περισσότερα «funds»).
Εάν όμως στόχος της κυβέρνησης είναι η πώληση μεριδίου του ΟΤΕ σ’ έναν Τηλεπικοινωνιακό Οργανισμό (που ενδεχόμενα θα περιλαμβάνει και τη μεταβίβαση της διοίκησης – management) με βάση τη λογική ότι αυτή η πώληση θα βοηθήσει τον ΟΤΕ να γίνει πιο ανταγωνιστικός, τότε βέβαια θα πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά τι είδους τέτοια «εξωτερική» βοήθεια χρειάζεται ο ΟΤΕ και εάν τέτοια βοήθεια δεν μπορεί να εξευρεθεί χωρίς την πώληση μετοχών που ανήκουν στο Κράτος (π.χ. μέσω της πρόσληψης στελεχών με την απαραίτητη εμπειρία).
Οποιονδήποτε δρόμο τελικά κι αν ακολουθήσει το αρμόδιο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, αυτό που είναι κρίσιμης σημασίας είναι να συνεχίσει ο ΟΤΕ ν’ αναδιαρθρώνεται και να εκσυγχρονίζεται για να μπορεί ν’ ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του έντονα διεθνοποιημένου και ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, όταν ήδη μιλάμε για δίκτυα επόμενης/νέας γενιάς (NGNs – Next/New Generation Networs). Εδώ όμως την κύρια ευθύνη για την καλή και επιτυχή πορεία του «κρουαζιερόπλοιου» που λέγεται ΟΤΕ, την έχει ασφαλώς ο καπετάνιος του. Άλλωστε, ο καλός καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται!
Με τιμή
Άγγελος Ντονάς
Διπλωματούχος Μηχανικός Πολυτεχνείου Βιέννης
Συνταξιούχος ΟΤΕ
πρ. πρόεδρος του Συνδέσμου των Ευρωπαϊκών
Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών (ΕΤΝΟ)