Η αλήθεια είναι ότι σ’ ένα καλοκαιριάτικο άρθρο θα ταίριαζε καλύτερα μια μάσκα θαλάσσης για εικονογράφηση, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του κειμένου. Γιατί μπορεί μεν τα γραφόμενα που θ’ ακολουθήσουν να έχουν ως αντικείμενό τους καλοκαιρινές εμπειρίες, ωστόσο το νόημά τους μάλλον παραπέμπει στο σχεδόν πανεθνικό μας ιδίωμα που τόσο εύστοχα είχε εκφρασθεί με τους στίχους του παλιού τραγουδιού «Γκρέκο Μασκαρά».
Λοιπόν, μήνες πριν ξεκινήσει η επίσημη τουριστική περίοδος, δημοσιογράφοι, αναλυτές, εκπρόσωποι τουριστικών επιχειρήσεων και άλλοι… ειδήμονες κυριολεκτικώς μας βομβάρδιζαν με πληροφορίες και στοιχεία που συνέτειναν στο ότι η χώρα μας θα υποστεί σημαντικά πλήγματα από τη μείωση της τουριστικής κίνησης, λόγω της εν εξελίξει οικονομικής κρίσης.
Ατέλειωτος τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός χρόνος καταναλώθηκε και… δάση ολόκληρα δημοσιογραφικού χαρτιού σπαταλήθηκαν για να καταγραφούν οι επερχόμενες «μαύρες» τουριστικές μέρες, σ’ έναν κλάδο που θεωρείται ως η «ατμομηχανή» της ελληνικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό, θ’ ανέμενε κανείς ότι οι τουριστικοί επιχειρηματίες -μικροί και μεγάλοι- θ’ ανασκουμπώνονταν και θα επιχειρούσαν, μειώνοντας τις τιμές και αυξάνοντας το ποιοτικό επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών τους, να μετριάσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης και -γιατί όχι- να κερδίσουν από αυτήν, αποδεικνύοντας ότι τουλάχιστον σε αυτόν τον τομέα μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί. Όσοι το ανέμεναν μπορούν, με άνεση, ν’ αλλάξουν πλευρό…
Η στήλη επιχείρησε να κάνει ένα ανεπίσημο ρεπορτάζ μεταξύ φίλων και γνωστών που ταξίδεψαν σε διάφορα μέρη της πανέμορφης χώρας μας, με την ευκαιρία των καλοκαιρινών διακοπών τους και, φυσικά, αξιοποιώντας και τις δικές της εντυπώσεις από τα μέρη που επισκέφθηκε. Δυστυχώς, τα στοιχεία που συνέλεξε από τους άτυπους ρεπόρτερ της ούτε που θα τολμούσε να τα ενοποιήσει σ’ ένα ολοκληρωμένο άρθρο, γιατί τότε μάλλον θα την κατηγορούσαν για δυσφήμηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Ωστόσο, για να μην πάει στράφι ο κόπος των… ρεπόρτερ, ας αναφέρουμε μερικά ενδεικτικά στοιχεία για το τι αντιμετώπισε ο έρμος ο Έλληνας ή ξένος τουρίστας στη χώρα που αξίζει να ζεις τον μύθο της…
Έχουμε και γράφουμε, λοιπόν. Τουριστικοί προορισμοί -ακόμη κι ακριτικά νησιά μας- όπου ο καθένας θα μπορούσε ν’ απολαύσει το κατεψυγμένο καλαμαράκι του, να πληρώσει είσοδο (δημοτικό τέλος προαιρετικό!) για να περπατήσει σε κάποιο φαράγγι, ν’ απολαύσει το ποτό του σε πλαστικό ποτήρι χειρίστης ποιότητας, να πληρώσει ξαπλώστρα, καφέ και φαγητό, αλλά χωρίς να επισκεφθεί την τουαλέτα των αντίστοιχων καταστημάτων καθότι αυτή ήταν ανύπαρκτη και ούτε φυσικά να λάβει αποδείξεις για τις δαπάνες του, αφού οι ταμειακές μηχανές αποτελούσαν είδη εν ανεπαρκεία (βλέπετε οι εν λόγω «επιχειρήσεις» λειτουργούσαν εν είδει καντινών, αλλά με άδειες που είχαν λήξει ή δεν δικαιολογούσαν υποδομές καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και, βέβαια, υπό τη σιωπηλή ανοχή δήμου και αστυνομίας) και, γενικά, να βιώσει κωμικοτραγικές καταστάσεις που, αφού αρχικά τον εξοργίσουν, στη συνέχεια θα τον βυθίσουν σε βαθιά κατάθλιψη για το πόσο δύσκολα μπορεί ν’ αλλάξει αυτή η νοοτροπία του τυχοδιωκτισμού, της αρπαχτής και της «μαϊμουδιάς».
Θα έλεγε κάποιος ότι αν αντιμετωπίσεις οπουδήποτε ορισμένες από τις παραπάνω καταστάσεις, δεν έχεις παρά να τα μαζέψεις και να φύγεις, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω σου. Κι όμως, αν το κάνεις αυτό, έχεις καταδικάσει -μαζί με τα κάθε λογής λαμόγια- και τους ευσυνείδητους επιχειρηματίες, που σέβονται τον τουρίστα-πελάτη τους και κάνουν τη δουλειά τους όσο πιο ευσυνείδητα μπορούν.
Πιστέψτε με, υπάρχουν κι αυτοί. Λειτουργούν δε τις επιχειρήσεις τους δίπλα ακριβώς από τα -ο θεός να τα κάνει- καταστήματα των προηγούμενων… επιτήδειων. Είναι οι άνθρωποι που θα σε υποδεχθούν με το χαμόγελο, θα σε κάνουν να νιώσεις οικείος, θα σε τρατάρουν, θα σ’ ενημερώσουν για ό,τι θες, θα σε κάνουν να νιώσεις υπερήφανος που είσαι συμπατριώτης τους. Αν δε καταφέρεις και κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους, θα σου ανοίξουν την ψυχή τους και το στόμα τους, καταγγέλλοντάς σου τον δήμαρχο, τον κοινοτάρχη, τον αστυνόμο και όλους αυτούς που αφήνουν ασύδοτους ορισμένους να κλέβουν τους τουρίστες, να δυσφημούν τον τόπο, να καταδικάζουν σε μαρασμό έναν ολόκληρο κλάδο.
Πώς, λοιπόν, να στρέψεις την πλάτη σε αυτή την επιχειρηματική ραχοκοκκαλιά της Ελλάδος; Πώς να πεις στον κυρ-Μήτσο από τη Χίο, τον κυρ-Γιάννη από τη Σαμοθράκη, τον καπετάν-Νικόλα από τα Χανιά, την κυρά-Φρόσω από την Ιθάκη και τόσους άλλους, ότι εγώ δεν θα συστήσω τον νησί, τον τόπο σου, ούτε στον χειρότερο εχθρό μου;
Από την άλλη, για πόσο καιρό ακόμη θ’ ανεχόμαστε τον κάθε μασκαρά, Γκρέκο ή ξένο, να παίζει με το μέλλον αυτού του τόπου, να υπονομεύει κάθε προσπάθεια ανάπτυξης, να καλλιεργεί την κουλτούρα του «μάγκα» που ξεγελά τα «κορόιδα», που κερδοσκοπεί για να πληρώνουμε εμείς τα «σπασμένα» του, που μας κάνει να ντρεπόμαστε να λεγόμαστε Έλληνες;
Δυστυχώς, η απάντηση είναι ότι θα τα ανεχόμαστε για καιρό όλα τούτα, γιατί όταν τα διαπιστώνουμε το μόνο που κάνουμε είναι να συγχυζόμαστε, να εξοργιζόμαστε και, τελικώς, να τα ξεχνάμε. Αντί να καταγγείλουμε τον κακό επιχειρηματία που δεν κόβει αποδείξεις, δεν τηρεί τους κανόνες υγιεινής και γενικά λειτουργεί εκτός οποιασδήποτε επιχειρηματικής λογικής, τον προσπερνάμε. Κυριολεκτικά, παίρνουμε τα κουβαδάκια μας και πάμε σε άλλη παραλία.
Ακόμη χειρότερα, ψηφίζουμε τον κοινοτάρχη, τον δήμαρχο, τον βουλευτή, τον πρωθυπουργό που ξέρουν, αλλά -αν δεν συγκαλύπτουν- τουλάχιστον είναι ανίκανοι να μας απαλλάξουν από αυτά τα κοινωνικά καρκινώματα.
Μπαίνοντας στο γραφείο, κάποιοι συνάδελφοι με καλωσόρισαν μ’ εκείνο το… αντιπαθητικό «και καλό χειμώνα!». Αφήστε παιδιά, μάλλον αργήσατε. Κι εκεί που ήμουν, «χειμώνα» είχε.
Τόσο βαρύ που, πολλές φορές, αναρωτιέμαι αν θα ζήσω να δω τούτο τον τόπο να ξαστερώνει και να καλοκαιριάζει. Αναρωτιέμαι αν η σημερινή γενιά Νεοελλήνων αξίζουμε να ζήσουμε λίγη από την αξιοπρέπεια που έζησαν ορισμένες από τις παλαιότερες γενιές συμπατριωτών μας ή είμαστε καταδικασμένοι ν’ αλλάζουμε συνεχώς παραλίες…
Θάνος Σταθόπουλος