Η διολίσθηση του ανθρώπου σε αμοραλιστική πορεία δεν είναι ασυνήθιστη ιστορία. Πάντοτε υπήρχαν ιστορικές περίοδοι όπου οι μάζες επιδίωκαν ή ανέχονταν, τη σύγχυση και την ανομία για να αποφύγουν τον κλοιό μιας συγκροτημένης κοινωνίας και μέσα από τη σύγχυση και την έκλυση των αξιακών συστημάτων να επωφεληθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Γράφει ο Γιώργος Σταυράκης, κοινωνιολόγος
Αυτή η κατάσταση, όπως περιγράφουμε παραπάνω μοιάζει ιδιαίτερα γνώριμη για εμάς τους νεοέλληνες. Βεβαίως ποτέ δεν γενικεύουμε, το αφήνουμε στην κρίση του καθενός μας. Ο Χριστός ήρθε στη Γη σε περίοδο που επικρατούσε υποκρισία, αισχροκέρδεια και μεγάλο έλλειμμα ανθρώπινης αλληλεγγύης. Την ευθύνη για τέτοια σοβαρά κοινωνικά φαινόμενα την έχει το σύνολο της κοινωνίας (πολιτικοί και πολίτες). Δηλαδή, οι πολιτικοί ρίχνουν το σπόρο της διαφθοράς, χωρίς κανένα ενδοιασμό, και οι πολίτες την καλλιεργούν και την αναπαράγουν. (Θυμίζουμε το δωράκι των 500 εκ. δρχ. που ήταν υπερβολικό! Έπρεπε η παρανομία να είναι μικρότερη…) Δεν πρέπει συνεπώς να μας διαφεύγει ένας βασικός κανόνας της ψυχολογίας του πλήθους, και αυτός δεν είναι άλλος από το ότι η κοινωνική συμπεριφορά χτίζεται πάνω σε βιωματικά πρότυπα που ξεκινούν από την κορυφή της πυραμίδας, δηλαδή τους πολιτικούς, τη δικαιοσύνη, τους εκπαιδευτικούς, το ιερατείο. Σε ένα βάθος χρόνου, οι πολιτικοί και η πολιτική που ασκούν μπορεί να αλλάξουν, να έχουν δηλαδή τη βούληση για να ξεριζώσουν αυτήν την φθοροποιό πορεία.
Ίσως τότε είναι λίγο αργά, και αυτό διότι επέρχεται σταδιακή εξοικείωση ενός λαού, όπου ο πολίτης καταφεύγει σε αθέμιτο και ατομικιστικό ωφελιμισμό αδιαφορώντας για τα κοινά, και τους νόμους.
– Τότε η αναστροφή γίνεται δύσκολη για τους πολιτικούς και την εκκλησία. Η εκκλησία, ως χώρος λατρείας και μετάνοιας για όσους εκκλησιάζονται, μοιάζει σαν μια κοινωνική εκδήλωση, ένα «social happening». Μετά την απομάκρυνση από τον πολυέλαιο τίποτα δεν αλλάζει. Ο λαός μας παρά την μεγάλη καθυστέρηση και την υπανάπτυξη, πριν και μετά το Β’ παγκ. Πόλεμο διατηρούσε ένα καλό βαθμό ηθικών αρχών και αλληλεγγύης σχεδόν σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Μπορεί να μην ήταν τα καλύτερα με τα σημερινά στάνταρτς, αλλά, ο κοινωνικός ιστός και ο σεβασμός σε αρχές και αξίες ήταν σε επίπεδα ανεκτά. Η πολιτική ηγεσία του τόπου, παρότι υπολείπονται σε πολλά, έκανε φιλότιμες προσπάθειες και πέτυχε σχετική άνοδο του βιοτικού επιπέδου μετά τη δεκαετία του 1960 χωρίς ωστόσο, να ανεχθεί φαινόμενα μαζικού αμοραλισμού που βλέπουμε σήμερα. Έγιναν όμως και ανεπανόρθωτα λάθη, ένα από τα οποία ήταν η ανοχή, αν όχι και η προτροπή, για να μεταναστεύσουν ένα εκατομμύριο νέοι Έλληνες και Ελληνίδες στις δεκαετίες 1950-60. Ο αμοραλισμός ως κοινωνικός όρος πρωτοεισήχθηκε στη Γαλλία στο τέλος του 18ου αιώνα για να αποδώσει την κατάσταση που επικρατούσε τότε. Δηλαδή το μεγάλο έλλειμμα ηθικών αρχών με γρήγορη διολίσθηση σε κοινωνική αναρχία και χάος. Αργότερα, ο όρος αμοραλισμός εμπλουτίσθηκε από τον Ιταλό κοινωνιολόγο Vilfredo Pareto για να περιλάβει την διαπίστωση ότι κατ’ αυτόν, δεν υπάρχει διαχρονική σταθερότητα σε αξιακά συστήματα και κοινωνικές αντιλήψεις. Οι κοινωνικές υπόκεινται σε μεταβολές ανάλογα με το γεωγραφικό χώρο, τη χρονική περίοδο και τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούν. Αυτή η άποψη είναι η επικρατέστερη.
– Βέβαια, ο αρχιτέκτονας του πολιτικού αμοραλισμού είναι ο Φλωρεντίνος Νικολό Μακιαβέλη στο 15ο αιώνα με την αμίμητη αντίληψη ότι κάθε «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Δηλαδή το καλό (για αυτόν) αποτέλεσμα δικαιώνει και την πιο απάνθρωπη πράξη.
Ο αμοραλισμός είναι η αιτία για την στασιμότητα, συχνά, την οπισθοδρόμηση, και τελικά την παρακμή ιστορικά μεγάλων λαών, αρχής γενομένης από τη χώρα του Φαραώ μέχρι τον Ελληνικό πολιτισμό και αργότερα το Ρωμαϊκό. Λαοί της κεντρικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής (π.χ. Ινδία, Αίγυπτος) ζούνε μέχρι σήμερα σε αναρχία και ηθική εξαθλίωση εξ’ αιτίας πολύμορφου αμοραλισμού, ο οποίος, για αυτούς, στη διαδρομή του χρόνου εμπεδώθηκε ως τρόπος ζωής.
– Μήπως όλα αυτά πρέπει να μας θυμίσουν κάτι;
Στις μέρες μας η πολυπλοκότητα των εξελίξεων και η σκόπιμη σύγχυση που διαχέεται σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο καθιστά τον αμοραλισμό μέρος της κουλτούρας των λαών, και άρα, λίγο πολύ, αποδεκτό κοινωνικό φαινόμενο. Ο αμοραλισμός, όπου επικρατήσει, είναι η μητέρα πολλών κακών. Είναι το δένδρο το οποίο παράγει, το λαϊκισμό, τον παραγοντισμό, την εξαγορά συνειδήσεων, και γενικότερα την αναξιοκρατία. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, η συνείδηση ενός δημοσίου παράγοντα (π.χ. Βουλευτή) να εξαγορασθεί αν πρώτα ο ίδιος δεν έχει εκπέσει ηθικά.
Δεν μπορεί ένας υπάλληλος (π.χ. της Εφορίας) να δεχτεί χρηματισμό (λάδωμα) αν πρώτα δεν διαπιστώσει ότι αυτή η αθλιότητα είναι διαδομένη, δηλαδή, το ίδιο κάνουν όλοι. Δεν είναι δυνατόν να αναπαράγεται η μετριότητα και ο αριβισμός στη δημόσια διοίκηση, αν πρώτα δεν έχει επέλθει αμοραλιστική νοοτροπία σε αυτούς που κάνουν τις επιλογές.
– Αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων είναι το τέρας του αμοραλισμού να προσλαμβάνει μεγάλες διαστάσεις και να δημιουργούνται συμπαιγνιακοί μηχανισμοί άμυνας (collusion) ώστε η απόδειξη να γίνεται εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη ίσως και επικίνδυνη. Ο αμοραλισμός συντηρείται από πολιτικές σκοπιμότητες που δίνουν διαχρονία και βολεύουν για την παραμονή τους στην εξουσία. Όσο πιο μεγάλες είναι η ταξικές διαφοροποιήσεις και τα σύνδρομα ανασφάλειας του πολίτη, τόσο πιο επιτυχείς μπορεί να γίνουν οι στόχοι και οι σκοπιμότητες των πολιτικών.
Στις εκλογικές αναμετρήσεις για το ποιοι θα μπούνε, ή όχι στο κοινοβούλιο, ο αμοραλισμός μεγάλης μερίδας των πολιτών οδηγεί σε επιλογές ιδιοτέλειας, δηλαδή ποιο κόμμα θα είναι εκείνο που θα συνεχίσει να υπηρετεί την αδιαφάνεια και την ωφελιμιστική διαπλοκή. Από την άλλη άκρη του νήματος, όσο πιο πολύ οι λαϊκιστές διαπρέπουν στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης (Social Manipulation) τόσο πιο καλύτερα εμπεδώνονται καθεστώτα πολιτικού και κοινωνικού αμοραλισμού.
Από ένα χρονικό σημείο και μετά σε λαούς όπου σχεδόν τα πάντα αμφισβητούνται, όπου η ιδιοτέλεια και η υποκρισία περισσεύουν παρατηρείται σταδιακή κατάρρευση της κοινωνικής ευθύνης.
– Ατονίζει και χάνεται η όποια ουσιαστική ιδεολογική πάλη. Μένει ωστόσο, μια επίπλαστη ιδεολογική αντιπαλότητα, η οποία συχνά δείχνει να είναι σκληρή, για να υπηρετεί ένα στρατό δημοσιογράφων και πολλές δεκάδες τηλεοπτικά κανάλια και καναλάρχες. Έτσι, υποτίθεται, ότι εξυπηρετείται ο πλουραλισμός με χιλιάδες ώρες λογοκοπίας για τη δήθεν διακίνηση ιδεών, η απόψεων. Είναι σήμερα πανθομολογούμενο ότι στη συνείδηση μεγάλης μερίδας των πολιτών, οι πολιτικοί και το σύστημα παρ’ όλα αυτά φαίνονται χρεοκοπημένα. Οι σχέσεις του μέσου πολίτη με τη δημόσια διοίκηση γίνεται σχέση αγάπης και μίσους. Το τίμημα αυτής της διαταραχής, δυσαρμονίας αν θέλετε, το πληρώνουν κυρίως οι ανίσχυροι. Η καλή πίστη που είναι η πεμπτουσία στις συναλλαγές ανάμεσα στον πολίτη και τη Δημόσια Διοίκηση πάσχει σοβαρά με τα γνωστά προβλήματα. Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι η αληθιμή δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει επί μακρόν εκεί που δεν υπάρχει ήθος.
Τα δύο είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Χωρίς ήθος η δημοκρατία είναι ένα περιτύλιγμα πολυτελείας, ενώ το περιεχόμενο βρίσκεται σε διαδικασία σήψης. Και τότε… σύμφωνα με τον Καντ, ακόμα και οι πιο τυχεροί στη ζωή, δεν μπορεί να παραμείνουν ευτυχείς σε κοινωνία διαφθοράς. Σε κράτη στα οποία η πολιτική και κοινωνική ζωή δεν έχει διαφθαρεί, δεν επιτρέπουν στους πολίτες να ζούνε ως αργόσχολοι ευγενείς. Αλλά, ούτε αφήνουν την αλαζονεία των νεόπλουτων να περιφρονεί τους τίμιους πολίτες. Σε κοινωνίες βαθιάς κοινωνικό-πολιτικής παρακμής και πώρωσης μερίδας των πολιτών είναι τουλάχιστο ρομαντικό να πιστεύει κανείς ότι αυτές οι καταστάσεις αυτοδιορθώνονται από μόνες τους. Υπάρχουν παραδείγματα στην ιστορία «που χρειάστηκε» να επισυμβούν συνταρακτικά γεγονότα (π.χ. πόλεμος, μεγάλη φυσική καταστροφή) για να αφυπνιστεί η συλλογική συνείδηση.