Ξέρεις ποιος είμαι εγώ (ρε), είναι μια αρκετά συχνή επωδός η οποία ακούγεται στη διάρκεια ενός καβγά, ή μιας έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ αγνώστων ατόμων.
Καλό παράδειγμα είναι εκείνο το σχετικά πρόσφατο του Κίμωνα Κουλούρη ο οποίος με τη μερσεντές παραβίασε δύο κόκκινους σηματοδότες βάζοντας σε κίνδυνο άλλους συμπολίτες.
Γράφει ο κοινωνιολόγος Γιώργος Σταυράκης
Επίσης, το παλαιότερο στη Θεσσαλονίκη όπου ο τότε γνωστός υπουργός χαστούκισε τον τροχονόμο που θέλησε να τον ενημερώσει ότι στάθμευσε το αυτοκίνητό του αντικανονικά.
– Η απάντηση που πήρε ήταν, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Την οποία συνόδευσε με ένα «πατρικό» χαστούκι στον τροχονόμο.
Τα χρόνια κύλησαν η Ελλάδα μπήκε στην Ε.Ε. και στο Ευρώ τα δανεικά δισ. έμπαιναν στη χώρα από το πουθενά. Μεθυσμένοι εμείς, αδράξαμε την «ευκαιρία», και από συνετοί και συντηρητικοί, ως λαός, μεταλλαχθήκαμε σε ένα ακαθόριστο είδος (νέο) μπουρζουά. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, πάψαμε να είμαστε ο πραγματικός εαυτός μας και εισήλθαμε στην κουλτούρα του φαίνομαι και όχι του είμαι. Το καινούριο λαϊφστάιλ απαιτούσε γλυκιά ζωή με την ελάχιστη προσπάθεια, στην πόλη, στο χωριό, στο χωράφι. Το αυτοκίνητο έπρεπε να είναι χλιδάτο τζιπ-καγιέν τρεις χιλιάδες κυβικά, με ιπποδύναμη ικανή να «σκοτώσει καλύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους χρήστες του δρόμου», σπάζοντας πανευρωπαϊκά το ρεκόρ απώλειας πολύτιμης ζωής. Και ύστερα οι επιζώντες από τα τροχαία, ως μωρές παρθένες του Ευαγγελίου τα ρίχναμε στον κακό δρόμο, στη βροχή στον άλλο οδηγό.
Καταργήσαμε τους επιθεωρητές στα σχολεία και ξεκινήσαμε την ισοπέδωση κάθε αξίας που άντεξε στο χρόνο, εμπεδώνοντας την άφρονη κουλτούρα της ήσσονος προσπάθειας στο σχολείο, στο γραφείο, στην παραγωγή.
Στο Λύκειο και το Πανεπιστήμιο, έγινε κατεστημένο η κουτοπόνηρη αντίληψη σνομπάροντας τον καλό μαθητή με στόχο την ισοπέδωση προς τα κάτω. Παιδιά, γιατί ανησυχείτε, ήταν το μήνυμα που περνούσε σε μαθητές και φοιτητές, όλοι θα τελειώσετε το Λύκειο, όλοι θα γίνεται πτυχιούχοι, όλοι επιστήμονες (!). ξορκίσαμε το σεβασμό στην κοινωνική ιεραρχία, την αναγνώριση της αληθινής ικανότητας με μια δήθεν δημοκρατική διαδικασία μέσω της κάλπης χωρίς κανένα άλλο κριτήριο αξιολόγησης των υποψηφίων. Στήσαμε παντού κάλπες σε πανεπιστήμια, Συνδικάτα, παντοειδείς Συλλόγους και φυσικά το κοινοβούλιο. Η κάλπη για εμάς τους νεοέλληνες έγινε δεύτερη φύση. Το παιχνίδι είναι λίγο πολύ, σικέ.
– Υπέρμετρες φιλοδοξίες, εμετικές λυκοφιλίες και αλαζονικές συμπεριφορές δεν λείπουν από τη διαδικασία. Στους καποδιστριακούς, και τώρα, καλλικρατικούς Δήμους (ΟΤΑ) ανάμεσα στους ικανούς με πρότερα κοινωνική αναγνώριση και προσφορά εκλέγονται φανερά ανεπαρκείς και συχνά κομματικά κατευθυνόμενοι. Είμαι εκλεγμένος δημοκρατικά, σου λέει ο δημοτικός σύμβουλος, αραγμένος στην καρέκλα της καφετέριας, ενώ στουμπώνει το τσιμπούκι του με ταμπάκο εισαγωγής για να το ανάψει. Οι ποικιλώνυμες ΔΕΚΟ-ΔΕΗ κ.ά. να κλείνουν πανάκριβα ξενοδοχεία πέντε αστέρων στην Ελλάδα και το εξωτερικό για δήθεν σεμινάρια επιμόρφωσης και μελέτες φαντάσματα για το προσωπικό, και μαζί τους οι συγγενείς και φίλοι της πανίδας. Η γλυκιά ζωή όμως, έπρεπε να συνεχιστεί.
Διάφοροι διάττοντες αστέρες της διαπλοκής και της κλεπτοκρατίας, η τζετ-σετ του νεοπλουτισμού με τα κότερα και τις Φιλιππινέζες να διάγουν ηγεμονική ζωή σε πανάκριβα σαλέ της Ελβετίας με παρέες καλεσμένων από τη νομενκλατούρα.
– Στα χρόνια της σοσιαλιστικής πανδαισίας όταν «ο λαός ήταν στην εξουσία με το αμίμητο συμβόλαιο με το λαό». Το δρόμο μας τον έδειξαν οι ίδιοι που μας αναγόρευσαν τόσο ψηλά (!). Δηλαδή γίναμε κάτι σαν συνκυβερνήτες…(!)
– Υπουργοί της συνομοταξίας περιδιάβαιναν τα νυχτερινά κέντρα πρώτο τραπέζι πίστα, οι χορεύτριες να τρίβουν το στήθος τους πάνω στη φαλάκρα των νεόπλουτων μπον-βιβέρ και ύστερα να τους λούζουν με σαμπάνια εισαγωγής.
Φυσικά ο λογαριασμός κέρασμα από τους φοροδιαφεύγοντες κεντράρχες. Φαλλοκράτες ελληναράδες να τα βρίσκουν καλύτερα με δυστυχισμένες αλλοδαπές, Ουκρανές και Ρωσίδες και να διαλύουν το δικό τους σπιτικό. Αστικοποιημένοι αρχοντοχωριάτες που σε λίγα χρόνια στην Αθήνα μεταλλάχτηκαν σε περσόνες και Αντουανέτες υπεροπτικοί και υπερφίαλοι ξόδευαν έναν ολόκληρο μισθό για να απολαύσουν τις μεσονύχτιες υπηρεσίες με ντόπιες και εισαγόμενες.
Πριμαντόνες του ποδοσφαίρου να συνωστίζονται στα γήπεδα, τη ΜΕΚΚΑ της διαφθοράς, όπου τους περίμεναν θέσεις επιστημών (V.I.P.), πρόεδροι, αντιπρόεδροι πολλών καρδιναλίων περιστοιχισμένοι από κόλακες και μπράβους για την προστασία τους. Ηγεμονικοί γάμοι να γίνονται στο Παρίσι πρώην υπουργού του σοσιαλιστικού μεγαλείου και υπεύθυνου για την άμυνα της χώρας, σήμερα νεόπλουτου, αλλά, έγκλειστου οικογενειακώς στη φυλακή.
– Αυτά για να μην ξεχνάμε τη νωπή πολιτική ιστορία μας.
– Ο λαϊκισμός που εξελίχθηκε σε «επιστήμη» για τους πολιτικούς έγινε δεύτερη φύση σχεδόν σε ολόκληρη την κοινωνική διαστρωμάτωση, διαπέρασε τις συνειδήσεις, θόλωσε τον ορθολογισμό και την κοινωνική ευθύνη με το μήνυμα: «Όλα επιτρέπονται, τίποτα δεν τιμωρείται».
– Μια αμοραλιστική κοινωνική κραιπάλη είχε, και έχει, διαποτίσει μεγάλα στρώματα του λαού μας.
– Τώρα, όλοι μαζί, νηστέψαντες και μηδέποτε πραγματικά νηστεύοντες διανύουμε την κοιλάδα των δακρύων χωρίς να θέλουμε να καταλάβουμε ακόμη ποιες είναι οι πραγματικές πληγές του Φαραώ για να τις διορθώσουμε. Το ελληνικό όνειρο για εύκολη και ανέμελη ζωή έληξε άδοξα μετά το Καστελόριζο και τα μνημόνια του μέλλοντος μας.
Η απληστία, η σπουδαιοφάνεια του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», ο εύκολος νεοπλουτισμός μας μετάλλαξαν σε ένα νέο υβριδικό ανθρωπότυπο και έφεραν πολύ κοντά την αλλοτρίωση, την υπαρξιακή μοναξιά και εντέλει την οπισθοδρόμηση και τη φτώχεια.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση της Angela Merkel Γερμανίδας καγκελαρίου, που φέρεται να είπε ότι οι Έλληνες πρέπει να συνηθίσουν (ξανά) να φοράνε το ίδιο σακάκι για δεύτερη φορά.
Μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων περάσαμε μια μακρά περίοδο δανεικής ευμάρειας συμπεριφερθήκαμε σαν να μην υπάρχει αύριο, και μάλλον κερδίσαμε (πάλι) τον τίτλο του προβληματικού.
– Τώρα, όπως ο εξαρτημένος, εκλιπαρούμε τις δόσεις ως ζήτουλες στη δεύτερη δεκαετία του 2000.