Αναρωτιέμαι πολλές φορές εμείς οι γονείς τι έχουμε να πούμε στους σημερινούς νέους και με ποιο τρόπο να τους εξηγήσουμε ότι η πατρίδα των γονιών τους, άρπαξε την ελπίδα από τα χέρια τους. Είναι ένα μεγάλο δίλημμα.
Οι πολιτικοί μας έδωσαν την «απάντηση» με το πιο σκληρό και άφρονα τρόπο. Για τριάντα συνεχή χρόνια με μακιαβελική αφροσύνη και εγκληματική ανευθυνότητα χωρίς κανένα σχεδιασμό άνοιξαν πανεπιστήμια με τα παρακλάδια τους ανά την επικράτεια για να παράγουν ένα στρατό άνεργων πτυχιούχων. Και όλα αυτά με πρώτο στόχο την κομματική πελατεία.
– Γέμισαν με πανεπιστήμια και ποικίλες σχολές σε βουνά και σε λαγκάδια με φοιτητές χωρίς τη βάση από το Λύκειο σε σχολές – φαντάσματα για ανύπαρκτες γνώσεις και αστεία πτυχία. Σε μικροπόλεις, για να έχουν δουλειά οι καφετέριες και να νοικιάζονται οι γκαρσονιέρες διάσπαρτα ΤΕΙ με νεφελώδες ή ακατανόητο, αντικείμενο σπουδών οι φοιτητές μακριά από το βλέμμα των γονιών αντιλαμβανόμενοι ότι «ανοίγουν μια τρύπα στο νερό», εκτρέποντας σε άλλες βλαστικές ενασχολήσεις.
– Κάθε υπουργός Παιδείας ως ένας αυτοσχέδιος «μεταρρυθμιστής» περιφρόνησε τη διεθνή εμπειρία για τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Ως συνεπείς κομματάνθρωποι λαϊκίζοντας πως όλοι οι Έλληνες δικαιούνται ανώτερη μόρφωση, οι νέοι θα εισάγονται στα ΑΕΙ – ΤΕΙ με βαθμό κάτω από τη βάση, ακόμη και με το 7 ή 6 μέσο όρο, αλίευαν ψήφους για το κόμμα. Έτσι, ο λαϊκισμός ως συνταγή αποδέχτηκε πανάκεια για την επανεκλογή του κόμματος στην εξουσία για τα τελευταία 30 χρόνια. Εκμεταλλευόμενοι τις ευγενείς αδυναμίες του μέσου Έλληνα γονέα που θέλει να ιδεί τα παιδιά του να έχουν μια καλύτερη μοίρα επιμελώς αποσιωπούσαν την αλήθεια, ότι δηλαδή η Ελλάδα των έντεκα εκατομμυρίων (ακόμη και κάτω από ιδανικές συνθήκες) δεν είναι δυνατόν να απορροφήσει επαγγελματικά ένα στρατό πτυχιούχων.
– Εντέλει, όλο το εκπαιδευτικό σύστημα όχι μόνο δεν προδιαγράφει μέλλον, ούτε καν προσδοκίες, για τους σημερινούς, νέους και άρα αυριανούς πολίτες, αλλά δυστυχώς από πανταχόθεν εκπέμπεται ένα διάχυτο αίσθημα πεσιμισμού. Για να πάει ένας λαός μπροστά έχει ανάγκη από αισιοδοξία (optimism) χρειάζεται να νοιώθει υπερήφανος για κάτι δικό του, κάτι ξεχωριστό, κάτι ελληνικό αν θέλετε. Και κάτι τέτοιο η μεταπολιτευτική Ελλάδα, δεν φρόντισε να εξοπλίσει τους πολίτες της. Αντίθετα, χωρίς κανένα ουσιαστικό αίτιο (π.χ. ένα τσουνάμι, μια καταστροφή) σέρνεται η κοινωνία μας στην κοιλάδα των δακρύων συμπαρασύροντας και τους σημερινούς νέους, οι οποίοι δεν φταίνε σε τίποτα. Χιλιάδες άνεργοι πτυχιούχοι και όχι μόνο «παρκαρισμένοι» στις καφετέριες και συντηρούμενοι από την σύνταξη των γονιών τους βρίσκονται μπροστά στο φάσμα της «μόνιμης» ανεργίας μέσα στον ελλαδικό χώρο. Όπως ο μυθικός Κρόνος ήξερε καλά πώς να τρώει τα παιδιά του, έτσι και η πατρίδα μας καταφέρνει να γίνει «αποθήκη» ανέργων ψυχών έτοιμες να φλιπάρουν, ή να ετοιμάσουν τις αποσκευές τους για να μεταναστεύσουν όπου γης. Αμέτρητα βιογραφικά στέλνονται με το διαδίκτυο σε χώρες της Δ. Ευρώπης, την Αυστραλία και τον Καναδά για μια θέση εργασίας κάτω από ξένους ουρανούς.
– Φαίνεται ότι το μαγκανοπήγαδο της ιστορία κάθε 40-50 χρόνια γυρίζει ξανά από την αρχή. Η Ελένη Βλάχου στη δεκαετία του 1950 όταν ένα μεγάλο κύμα εξόδου από την χώρα βρισκόταν στο κορύφωμά του έγραψε στην Καθημερινή: «Από τα χρόνια του Ομήρου οι Έλληνες φεύγουν για ξένες πατρίδες και στις ξένες πατρίδες προσπαθούν να φτιάξουν τη δική τους».
Χωρίς όραμα και προσδοκίες, κυρίως για τους νέους, πώς περιμένουμε να πάει μπροστά αυτός ο τόπος;
Γιώργος Σταυράκης
Κοινωνιολόγος