Με αφορμή την εκδήλωση-ανοικτή συζήτηση για το Πεντελικό βουνό που διοργάνωσε η Ένωση Γονέων του Δήμου Πεντέλης, ο πρόεδρος της Ένωσης Κωνσταντίνος Χριστόπουλος μιλώντας στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ υπογραμμίζει το συμπέρασμα της εκδήλωσης που δεν είναι άλλο από την ανάγκη διαλόγου και συνεργασίας μεταξύ φορέων και πολιτών, ενώ παράλληλα εγκαλεί τη δημοτική Αρχή (κανείς εκπρόσωπός της δεν έδωσε το «παρών» στην εκδήλωση) για την συνεργασία τους.
Αναλυτικά, η δήλωση του Κ. Χριστόπουλου στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ:
«Αυτή η πρωτοβουλία των Ενώσεων Γονέων είχε σκοπό να τιμήσουμε τη γη που πληγώθηκε βαθιά από την περσινή φωτιά και να δείξουμε στα παιδιά μας πως η φροντίδα για τη φύση είναι ευθύνη, όχι επιλογή.
Η συμμετοχή όλων, πολιτών και φορέων, με την υποστήριξη της πολιτείας, είναι απαραίτητη, παράλληλα όμως με την κατανόηση ότι ‘’η φύση ξέρει καλύτερα’’ στην ανάπλαση, αποφεύγοντας δραστηριότητες χωρίς συναίσθηση ή με γνώμονα το κέρδος.
Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης σε συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών είναι πολύ σημαντικός, αν και στο Δήμο Πεντέλης η συνεργασία με την δημοτική Αρχή έχει πολλές δυσκολίες.
Έντονες διενέξεις με Δασαρχείο και Υπουργείο Περιβάλλοντος, ευθύνες – ‘’μπαλάκι’’, καταγγελίες για προβληματικές ή και παράνομες ενέργειες, όπως δημιουργία σταθμού μεταφόρτωσης απορριμμάτων (ΣΜΑ), διανοίξεις παράνομων δρόμων, αυθαίρετες υλοτομίες, κλαδέματα, καθαρισμοί και κορμοδέματα, δενδροφυτεύσεις χωρίς άδεια, αυτοσχεδιασμοί, έλλειψη συντονισμού και κυρίως έλλειψη επιστημονικής προσέγγισης. Η δήμαρχος Πεντέλης σε συσκέψεις και συζητήσεις δεν έρχεται ούτε ως καλεσμένη (για διοργάνωση ούτε λόγος).
Ο διάλογος και η συνεργασία όμως μεταξύ φορέων και πολιτών είναι κρίσιμος, καθώς η συνεννόηση είναι το Α και το Ω. Το βουνό αυτό πρέπει επιτέλους να ενώσει.
Ελπιδοφόρο ωστόσο είναι ότι η νέα γενιά εμφανίζεται σε έρευνες να αξιολογεί το περιβάλλον και την κλιματική κρίση ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα. Αυτό είναι μια παρακαταθήκη για το μέλλον καθώς η πολυπλοκότητα των προβλημάτων της Πεντέλης, απαιτεί ολιστική προσέγγιση, πολιτική βούληση, επαρκή χρηματοδότηση, στελέχωση υπηρεσιών, διασύνδεση της επιστημονικής γνώσης με την πράξη και διαρκή προσπάθεια για την αποκατάσταση και προστασία της, όχι μόνο για τη φυσική μας κληρονομιά αλλά και για το μέλλον των παιδιών μας».