Ερέθισμα για τη συγγραφή του παρόντος κειμένου αποτέλεσε η ευνοϊκή στάση του Στέλιου Ράμφου απέναντι στο νεοσύστατο Κόμμα «Το Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη. Σημειωτέον ότι ο Ράμφος είχε εκφραστεί θετικά και για τη ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη, όταν συμμετείχε στην τριμερή κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012.
Ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με τη σκέψη του Στέλιου Ράμφου τον Δεκέμβριο του 1983. Ειδικότερα στις 13 και 15 Δεκεμβρίου 1983 η «Εταιρία Χριστιανικού Θεάτρου» είχε οργανώσει στην αίθουσα του «Παρνασσού» συνέδριο με θέμα «Διάλογος Ορθοδοξίας – Μαρξισμού». Επειδή στα χρόνια της νιότης μου είχα απαρνηθεί την Ορθοδοξία και ασπαστεί το Μαρξισμό, πήγα να το παρακολουθήσω και μου έκανε εντύπωση η αναλυτική ικανότητα του ομιλητή. Έκτοτε, επειδή θεωρώ ότι ανήκει στους σημαντικότερους σύγχρονους έλληνες στοχαστές, με τα βιβλία του, τις συνεντεύξεις του, τις ομιλίες του είναι ένας από τους πνευματικούς συνοδοιπόρους μου στην αναζήτηση της αλήθειας και μάλιστα της πιο βασανιστικής αλήθειας, αυτής που βρίσκεται σφηνωμένη βαθιά στο εθνικό ασυνείδητο και αναφέρεται στην ταυτότητα και τα εξ αυτής πηγάζοντα προβλήματα του σύγχρονου έλληνα.
Προσπαθώ στη συνέχεια να σχηματοποιήσω – στο μέτρο του δυνατού και βεβαίως της προσωπικής μου ερμηνείας της σκέψης του – την άποψη του Ράμφου για το σύγχρονο έλληνα. Ο Ράμφος, σε αντίθεση με άλλους σύγχρονους έλληνες διανοητές (Χρ. Γιανναράς, Γ. Κοντογεώργης), που πιστεύουν ότι η υπανάπτυξη – σε σχέση με τις ευρωπαϊκές – της χώρας μας οφείλεται στην ανεπάρκεια και τη διαφθορά του πολιτικού προσωπικού, πιστεύει ότι «η κρίση είμαστε εμείς». Ειδικότερα υποστηρίζει ότι στη χώρα μας η παράδοση με κύριο άξονα τη θρησκευτική λατρεία, όπως επεκράτησε και εφαρμόστηκε διαχρονικά, δημιούργησε τον ομαδικό άνθρωπο. Ο τύπος αυτός ανθρώπου δεν στράφηκε προς τον εαυτό του, αλλά είχε πάντα στραμμένο το βλέμμα του προς την ομάδα, προς την κοινότητα, προς αυτούς που αισθανόταν δικούς του ανθρώπους. Όμως με την πλήρη ταύτισή του με την ομάδα, με τις ομαδικές σχέσεις του, με τους πανίσχυρους δεσμούς αίματος (οικογένεια), τόπου (η ιδιαίτερη πατρίδα του), πίστης (εκκλησία), συντεχνίας (εργασία), κ.τ.λ. απώλεσε ολοκληρωτικά το Εγώ του. Όμως χωρίς Εγώ κάθε σχέση καταντά εξάρτηση, σαν του βρέφους από τη μητέρα και ο άνθρωπος παραμένει εγκλωβισμένος σ’ ένα παιδικό ψυχισμό. Με άλλα λόγια επεκράτησε σε όλους τους τομείς της ζωής μια πατερναλιστική κουλτούρα, που επιβάλλει στα άτομα να μένουν πάντα παιδιά, πιασμένα από το χέρι του πατέρα τους, είτε αυτός είναι ο φυσικός τους πατέρας, ή η μητέρα, είτε ο πολιτικός, είτε ο συνδικαλιστής, είτε ο παπάς. Πιο αναλυτικά η προσωπικότητα αυτού του ομαδικού, ελλαδικού ανθρώπου έχει τα ακόλουθα κύρια χαρακτηριστικά: Διακρίνεται για την περίσσεια συναισθήματος έναντι λογικής, χαρακτηριστικό που οδηγεί στην έλλειψη μετριοπάθειας και μέτρου, το οποίο συνδέεται επίσης και με την έλλειψη ψυχραιμίας, την παρορμητική και αντανακλαστική δράση, ιδιαίτερα όταν τα πράγματα δυσκολεύουν. Με άλλα λόγια το πλεόνασμα συναισθήματος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην παρανόηση, η οποία μετατρέπεται σε προκατάληψη, που με τη σειρά της γίνεται βία (πάσης μορφής), η οποία όμως εμφανίζεται ως θρίαμβος εναντίον του Κακού. Το επόμενο χαρακτηριστικό του ελλειμματικού Εγώ του ομαδικού ανθρώπου είναι η μειωμένη αυτοπεποίθηση και ανασφάλεια, που συνδέεται άμεσα με την καχυποψία, τη δυσπιστία, αλλά και το φθόνο. Ο τύπος αυτός ανθρώπου αποκτά την ταυτότητά του ναρκισσιστικά, μέσω της επιβεβαίωσής του από τους άλλους, προκειμένου να καμαρώσει για λογαριασμό τους. Επιπλέον τον χαρακτηρίζει η μερικότητα, με την έννοια της αναζήτησης του επιμέρους αντί του συνολικού, του δέντρου αντί του δάσους, η οποία βεβαίως μπορεί να εκφρασθεί και ως μεροληψία. Η πολιτική συμπεριφορά ενός τέτοιου τύπου ανθρώπου διαμορφώνεται σε αντι-παραβολή με την πολιτική θέση του άλλου. Είναι πρώτα αντί-θέση και μετά – χωρίς να είναι σίγουρο ότι υπάρχει – θέση. Με όρους πολιτικής πραγματικότητας είναι πρώτα αντί-δεξιός, αντί-αριστερός, αντί-κομμουνιστής, αντί-μνημονιακός και μετά οτιδήποτε άλλο. Είτε ως στέλεχος Κόμματος, είτε ως απλός οπαδός και ψηφοφόρος προσέρχεται στην πολιτική αντί-παρά-θέση με προνόμια, τα οποία κατέχει εκ των προτέρων και τα οποία δεν επιθυμεί να συζητήσει. Τα πρόσωπα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος δεν είναι συνέταιροι στην αναζήτηση της αλήθειας, αλλά αντίπαλοι, εχθροί που έχουν άδικο, που είναι επιζήμιοι και που η ίδια η ύπαρξή τους αποτελεί μια απειλή. Γι’ αυτόν λοιπόν το παιχνίδι δεν συνίσταται στο να αναγνωρίσει αυτά τα πρόσωπα ως υποκείμενα που έχουν το δικαίωμα να μιλήσουν, αλλά στο να τα καταργήσει ως ισότιμους συνομιλητές. Και ο τελικός σκοπός του δεν είναι να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο μια δύσκολη αλήθεια, αλλά να προκαλέσει τον θρίαμβο της δικής του δίκαιης υπόθεσης, την οποία προφανώς υποστηρίζει από την αρχή.
Μέσα λοιπόν στο συγκεκριμένο πλαίσιο φροϋδικής ανάλυσης, ίσως ο Ράμφος να βλέπει το «Ποτάμι» σαν ένα «ψυχαναλυτή», που θα μας βοηθήσει να ενηλικιωθούμε. Άλλωστε τόσο στην επιλογή συντρόφου, όσο και στην επιλογή πολιτικού φορέα σημαντικό ρόλο παίζουν ασυνείδητοι ψυχολογικοί παράγοντες. Και στο πολιτικό πεδίο ο Ράμφος ίσως να βλέπει το «Ποτάμι» όχι σαν πολιτικό κέντρο, δηλαδή σαν κεντρικό γεωμετρικό σημείο στον άξονα Δεξιάς – Αριστεράς, αλλά σαν σημείο σύνθεσης των αντιθέτων. Περιέχει άραγε ο λόγος του Σταύρου Θεοδωράκη και οι πολιτικές θέσεις του Κόμματός του στοιχεία πολιτικής ενηλικίωσης και είναι αυτά τα στοιχεία που βλέπει ο Ράμφος; Ας το εξετάσουμε πιο αναλυτικά.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης έχει αναφέρει ότι δεν τον ενδιαφέρει η εξουσία και οποιαδήποτε στιγμή βρεθεί άλλος κατάλληλος αρχηγός είναι έτοιμος – σε αντίθεση με όλους τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς – να την παραδώσει. Και εδώ συναντά τη θέση του Ράμφου ότι η εξουσία δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, αλλά να έχει ως σκοπό το καλό των άλλων και μάλιστα όλων των άλλων και όχι μόνο των δικών μας. Το Κόμμα έχει πάρει ιδέες τόσο από την Αριστερά όσο και από τη φιλελεύθερη παράταξη και ως εκ τούτου μπορεί να αποτελέσει σημείο σύνθεσης στη διακυβέρνηση της χώρας με κυβερνήσεις συνεργασίας, που αποτελεί και βασική θέση του. Τηρεί μια ουδέτερη, λογική, ρεαλιστική στάση απέναντι στα πράγματα, αποφεύγοντας να τα ιδεολογικοποιήσει, γιατί η ιδεολογία – κατά Ράμφο – ως μέρος του φαντασιακού μπορεί να οδηγήσει στην άρνηση της πραγματικότητας, ακόμη και στην παράνοια. Οι σημαντικότερες όμως θέσεις του Κόμματος είναι αυτές που στοχεύουν στην αλλαγή του εθνικού μας χαρακτήρα και της πατερναλιστικής μας κουλτούρας με τους εμπρόσωπους ισχυρούς δεσμούς αλληλεξάρτησης. Τέτοιες θέσεις είναι: ο πλήρης διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, η τέλεση εκλογών κάθε τέσσερα χρόνια και μάλιστα με μια ελληνική παραλλαγή του γερμανικού συστήματος με τις διπλές κάλπες, η μείωση του αριθμού των βουλευτών και των υπουργών, οι μόνιμοι υφυπουργοί Παιδείας και Φορολογίας, η αξιολόγηση και η αξιοκρατία σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου τομέα. Σχετικά με το τελευταίο αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και η αριστερή ΔΗΜΑΡ, όταν συμμετείχε στην Κυβέρνηση, δεν μπόρεσε να απεγκλωβιστεί από τον βραχνά των πελατειακών σχέσεων αλληλεξάρτησης και υπέκυψε στον κανόνα 4 – 2 – 1, για το βόλεμα των δικών της. Το «Ποτάμι» έχει διακηρύξει ότι οι θέσεις ευθύνης σε όλα τα θεσμικά όργανα από την κορυφή ως τη βάση πρέπει να καταλαμβάνονται από τους άριστους μέσω διαφανούς και αντικειμενικής αξιολόγησης και όχι από τους συγγενείς, τους γνωστούς, τους φίλους, τους κολλητούς και τους κομματικούς εγκάθετους, μέσω πελατειακών σχέσεων αλληλεξάρτησης. Προτείνει μάλιστα, προς αποφυγή σχέσεων πελατειακής αλληλεξάρτησης και επηρεασμού από τον ισχυρό πόλο εξουσίας και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος να επιλέγεται με ανοικτό διεθνή διαγωνισμό. Διαβάζοντας τη συγκεκριμένη θέση θυμήθηκα με νοσταλγία μια ανάλογη δική μου πρόταση, όταν υπηρετούσα στην Τράπεζα.
Θα καταφέρει άραγε ο Θεοδωράκης και το «Ποτάμι» – αλλά και άλλες πολιτικές δυνάμεις της σύνθεσης – να κινητοποιήσουν τα έλλογα στοιχεία του εαυτού μας, που μέσα από την αποδοχή της πραγματικότητας θα μας οδηγήσουν, έστω και σε ελάχιστο ποσοστό – το πρόβλημα είναι προαιώνιο και τεράστιο και γι’ αυτό «κρατάμε πολύ μικρό καλάθι» – στην ωριμότητα και την ενηλικίωση; Μέχρι στιγμής εκφράζουν ένα μικρό ποσοστό του ελληνικού λαού. Φθάνει αυτό το ποσοστό για να αποτελέσει τον καταλύτη που θα αλλάξει, έστω και λίγο, το …χρώμα του μείγματος, ή «θα μας πάρει το ποτάμι»; Η ιστορία και μάλιστα σε βραχυχρόνιο ορίζοντα θα δείξει…
Δημήτριος Γ. Σουλιώτης