Σιμόν Βέιλ, «η σύγχρονή μας»
Από το 2014 κυκλοφορεί η μετάφραση ενός βιβλίου εβδομήντα δύο ετών, με τον ελληνικό τίτλο «Ανάγκη για Ρίζες» σε ελεύθερη απόδοση του γαλλικού τίτλου «L’ Enracinement» – το «Ρίζωμα». Είναι η πνευματική διαθήκη μιας προσωπικότητας της Ευρώπης, της Σιμόν Βέιλ, που ο μεγάλος Αλμπέρ Καμύ θεωρούσε «το μόνο σπουδαίο πνεύμα της εποχής μας». Η συγγραφέας χαρακτηρίζει εγκληματίες αυτούς που σπάζουν τα δομικά στηρίγματα, τις ανθρώπινες ρίζες, και συνεπιφέρουν τον πνευματικό θάνατο αναρίθμητων ανθρώπων και ολόκληρων λαών. Στον ανώτατο βαθμό η ενοχή, βαρύνει κυρίως κοινωνίες υποταγμένες στο χρήμα καθώς και το κράτος το οποίο, εκτός των άλλων, θεωρεί τον πόλεμο ως συνέχεια της πολιτκής.
Γαλλίδα εβραϊκής καταγωγής, θαυμάστρια της αρχαίας ελληνικής σκέψης, η Σιμόν Βέιλ επιβλήθηκε στο χώρο της πολιτικής διανόησης πριν και μετά την ολιγόχρονη ζωή της. Χριστιανή κατόπιν επιλογής, μεταξύ άλλων είχε μελετήσει και το έργο του Μαρξ, αλλά άσκησε δριμεία κριτική τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά. Χωρίς να είχε αρκεστεί στη θεωρία, εργάστηκε ως αγρότισσα και απλή εργάτρια της Ρενό, με σκοπό να γνωρίσει απευθείας τα προβλήματα του αγρότη και του εργάτη και να καταθέσει πολλές προτάσεις για τη δίκαιη κοινωνική τους αντιμετώπιση. Στο ιδιαίτερα σημαντικό βιβλίο της «Ανάγκη για Ρίζες», υποστηρίζει ότι οι έμφυτες υποχρεώσεις του ανθρώπου προηγούνται και υπερέχουν των δικαιωμάτων του, διότι τα δικαιώματα προϋποθέτουν την αναγνώριση και την επιβολή τους από μια εξωτερική δύναμη. Τηρούμε τις υποχρεώσεις μας, όταν εξασφαλίζουμε «το ρίζωμα» του εαυτού μας και κάθε ανθρώπινου πλάσματος σε ένα ηθικά δομημένο σύνολο, στου οποίου τη λειτουργία όλοι θα έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν με τις απόψεις τους ή από θέσεις ευθύνης. Οι αιώνιες υποχρεώσεις προέρχονται από τις ζωτικές, φυσικές αλλά και πνευματικές ανάγκες μας, ίσης, ύψιστης αξίας, διότι σώμα και ψυχή, στον αυτό βαθμό έχουν πρωταρχική ανάγκη να στηρίζονται. Οι υποχρεώσεις μας είναι οι μοιραίες ρίζες μας.
Η Σιμόν Βέιλ έφυγε το 1943, σε καιρό τραγικής, παγκόσμιας κρίσης, λίγο μετά τη γραφή του παραπάνω βιβλίου που εκδόθηκε μετά το θάνατό της όπως και τα προγενέστερα έργα της. Εκείνη η φωνή, επιτακτικότατη και σήμερα, αγωνίζεται να προστατέψει τις εστίες αναρίθμητων ανθρώπων και διεκδικεί να τηρηθούν οι υποχρεώσεις προς τις στρατιές των ξεριζωμένων.
Ρίζες ακέραιες και ρίζες σπασμένες
Η οικονομία του χώρου επιβάλλει να περιοριστούμε σε ορισμένες μόνο από τις υποχρεώσεις και τις παρεπόμενες αλήθειες, που απαριθμεί και αναπτύσσει η Σιμόν Βέιλ.
Δεν ανέχεται να «χρησιμοποιείται» ο εργαζόμενος (απαράδεκτο εδώ το ρήμα χρησιμοποιείται) ως «εργαλείο με φωνή». Διεκδικεί και το άριστο, την ψυχική σύνδεση των αγροτών και των εργατών με την εργασία τους. Έχουν όχι μόνο χέρια αλλά και ψυχή. Προσεγγίζοντας δεν την ανεργία, παρουσιάζει απλά και επιγραμματικά την αλήθεια: «Ο άνεργος δεν είναι τίποτε στην οικονομική ζωή και το ψηφοδέλτιό του στην πολιτική ζωή δεν έχει νόημα γι’ αυτόν».
Η αυτο-απαξίωση του άνεργου είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της οικονομικής στέρησης αλλά και του γεγονότος ότι η ανεργία ανατρέπει τη βαθύτερη ίσως ανάγκη του ανθρώπου: την ανάγκη για εκτίμηση. Την ανάγκη να αισθάνεται «χρήσιμος και μάλιστα απαραίτητος». Ο άνεργος ξεριζώνεται. Υλικά και ψυχικά, ακόμη και από την οικογένειά του. Όντως αισθάνεται ένα τίποτα και γνωρίζουμε πού μπορεί να καταλήξει…
Αίσθημα κατωτερότητας ωστόσο έχει και ο εργαζόμενος, ο οποίος δεν μπορεί να είναι υπερήφανος για την ασφαλή και αποδοτική συγκρότηση του εργασιακού χώρου του, για τις αναξιοποίητες δεξιότητές του, με παράλληλη άγνοια της κοινωνικής αξίας των όσων προσφέρει ο μόχθος του.
Κατ’ αρχήν αποτελεί «εγκληματική παραμέληση» η έλλειψη τεχνικής και αγροτικής κατάρτισης, που μόνο το κράτος μπορεί να εξασφαλίσει, πάντα σύμφωνα με την Σ. Βέιλ. Εξίσου σπουδαίο είναι να παρέχεται στον εργαζόμενο και γενική μόρφωση, μέσω μιας γλώσσας που να την καθιστά αισθητή στην καρδιά, όπως έγραφε ο Πασκάλ. Οι αγρότες και οι εργάτες θα ενδιαφέρονται για την εκπαίδευσή τους, όταν ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη αισθαντικότητα, που διαμορφώνεται μέσα από τα καθημερινά τους βιώματα. Για παράδειγμα, ο νεαρός αγρότης πρόθυμος θα μελετά το θέμα της ηλιακής ενέργειας και όταν παρακολουθήσει τη δημιουργική της ευεργεσία, από τους σπόρους μέχρι τα άνθη και τους καρπούς, τότε ίσως να βλέπει ποίηση στην εργασία του. Η αίσθηση του ωραίου είναι έμφυτη στον άνθρωπο και καλές ευκαιρίες μπορούν να την εμπλουτίσουν, να την φέρουν στο φως.
Γιατί να μην ιδρύονται και εργατικά πανεπιστήμια, όχι για να εκπαιδεύουν επιστήμονες, αλλά με προορισμό να κατευθύνουν στον εργαζόμενο της υπαίθρου και του εργοστασίου καίρια τμήματα γνώσεων, που έχουν τη δύναμη να αξιοποιήσουν τη φυσική επιθυμία της μάθησης. Παραστατικά η συγγραφέας, τη γενική γνώση ως προς τους κλάδους της επιστήμης ή της τέχνης, την παρομοιάζει με ένα τέλειο αρχαιοελληνικό άγαλμα που εκπέμπει όση ομορφιά εκφράζουν δύο αγάλματα. «Σ’ αυτόν τον τομέα λίγο καθαρό χρυσάφι, αξίζει πολύ καθαρό χρυσάφι». Οι ιδανικοί αυτοί εργαζόμενοι όχι μόνο θα οδηγούν την παραγωγή σε όλο και υψηλότερο επίπεδο αλλά και δεν θα έχουν την ταπεινωτική άποψη ότι ανήκουν σε μια μη υπολογίσιμη κοινωνική κατηγορία. Εάν η κοινωνία κατόρθωνε να αναδείξει τους δυστυχισμένους σε «Πρόσωπα», δεν θα χώριζαν τείχη πνευματικής ανισότητας τους εργαζόμενους από τις «Ελίτ» -μια ακόμη άσχημη λέξη.
Ο αναγνώστης δεν αργεί να αντιληφθεί ότι η συγγραφέας επιθυμεί και προσπαθεί, με αγνότητα αγίας, όλοι οι άνθρωποι να ζουν με την αξία της ομορφιάς, πάντοτε και σε κάθε βήμα της πορείας τους. Στον τομέα της πρέπουσας επαγγελματικής ζωής, η ομορφιά αποκαλείται αξιοπρέπεια και «πνευματικότητα της εργασίας».
Βασικό θέμα του παρόντος βιβλίου της Σιμόν Βέιλ είναι το όραμα της μεταπολεμικής Γαλλίας και ο πατριωτισμός. Κατά την (ορθή) γνώμη της, πατριωτισμός είναι ο σεβασμός των κοινωνικών υποχρεώσεων, η προσπάθεια από την πολιτική κορυφή ως τους πολίτες κάθε χώρας να παραμένουν ακέραιες οι ρίζες της. Τη θέση των σπασμένων ριζών καταλαμβάνουν η λαϊκή, ηθική παραίτηση και ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Η ιστορική αλήθεια οδηγεί τη συγγραφέα στην όλη ανθρώπινη κατάσταση ιδιαιτέρως δύο λαών, πριν από την έκρηξη του 2ου μεγάλου πολέμου.
Η κοινωνική απορρύθμιση της Γερμανίας και το ηθικό ρήγμα στη σχέση των Γάλλων με το κράτος τους, εξέθρεψε το Ναζισμό και του επέτρεψε να υποτάξει τη Γαλλία χωρίς αντίσταση. Ο Χίτλερ επικράτησε σε ένα έθνος προλετάριων, δηλαδή ξεριζωμένων, σε κατάσταση ασφυξίας λόγω του πληθωρισμού και της κρίσης ανεργίας, μέχρι του σημείου που επέφερε την ανευθυνότητα. Όσο για την προπολεμική Γαλλία, ήταν μια χώρα χωρίς το αίσθημα νομιμότητας, ως αποτέλεσμα της διακυβέρνησής της με νομοθετικά διατάγματα. «Ο γαλλικός λαός», γράφει η Σιμόν Βέιλ, «τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1940… άνοιξε τα χέρια του και άφησε την πατρίδα του να πέσει κάτω». Διότι η Γαλλία είχε πάψει να εμπνέεται από την ιστορία και τον πολιτισμικό πλούτο της, δεν ήταν «πραγματικότητα για πολλούς Γάλλους», δεν ήταν «προμηθεύτρια ζωής και έδαφος ριζώματος». Έγινε αισθητή πραγματικότητα «μέσω της απουσίας της».