Το κείμενο είναι μια εκδήλωση τιμής για τα πενήντα χρόνια της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ
Μες τη φυτεία του ρυζιού, με τα πόδια
βουλιαγμένα στη λάσπη… Στέκουν, το σκέπτονται:
Αν τουλάχιστον ρίζωναν, αν γίνονταν
δέντρα για εικοσιτέσσερες ώρες – χωρίς
ένα σπίτι που μέσα του να χτυπιέται τις νύχτες
η αγκούσα του μόχθου, να κρέμεται ο φόνος
κι η σκιά του χωμιού,… τότε πώς θα τους φαινόταν
άραγε ο κόσμος;
Νικηφόρος Βρεττάκος
Από το ποίημα «Οι άνθρωποι του ρυζοχώραφου»
Ολοι γεννηθήκαμε με τη θεμελιακή, υπαρξιακή ανάγκη να ριζώσουμε: σε περιβάλλον υλικής προστασίας και ηθικής αναφοράς, αδιαχώριστα. Όμως, ατελείωτος ο πόλεμος, θερμός ή οικονομικός, σωρεύει νεκρούς και ξεριζωμένους, αποβλέποντας αποκλειστικά στη μεγιστοποίηση του θεοποιημένου χρήματος. Στην εποχή μας, «για πρώτη φορά», το Κεφάλαιο έφτασε στο ακραίο σημείο να κυριαρχήσει απολύτως, ως διεθνές μόρφωμα, αφού ανέτρεψε ηθικά δεδομένα της Ιστορίας και υπέταξε την Πολιτική. Δεν υπάρχει λόγος να περιγράψουμε τον πασίγνωστο, «μετα-ηθικό κόσμο» που απεργάστηκε, όπου βαίνουν προς εξαφάνιση οι δημοκρατικές λέξεις δικαίωμα, ισότητα ή προστασία (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Η Γυμνή Βασίλισσα», σελ.15).
Ωστόσο η πολυδιάστατη Ιστορία καταγράφει την κοινωνική αποδιάρθρωση παράλληλα με τη διαμαρτυρία. Παραθέτουμε αντιπροσωπευτικό απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του πολιτικού επιστήμονα και κοινωνιολόγου Κωνσταντίνου Τσουκαλά, του οποίου ο τίτλος προηγήθηκε:
Ως «μη πολίτες» και μη υποκείμενα δικαιωμάτων, αυτοί οι εκτός πάσης κοινωνίας άνθρωποι δεν επιβιώνουν αλλιώς παρά ως «γυμνές ζωές». Όπως και το κεφάλαιο, σκέφτονται, δρουν και προτάσσουν ως «νομάδες». Ζουν εκτός τόπου και χρόνου, και περνούν από τη μια δουλειά και χώρα στην άλλη με μόνο γνώμονα τις διαφαινόμενες «ευκαιρίες επιβίωσης» και με αποκλειστικό μέλημα την εξασφάλιση ενός έωλου επιούσιου. Βρίσκονται έτσι απεκδυμένοι από το habitus (από την κατάσταση) στο οποίο ήσαν εξοικειωμένοι, από όλες δηλαδή εκείνες τις σταθερές παραστάσεις και λέξεις, που προσέδιδαν νόημα στην ύπαρξή τους. Δεν έχουν ούτε φίλους, ούτε σπίτι, ούτε καν οικογένεια, επιβιώνοντας έτσι πέρα από όλες τις λογικές, αξιακές και ιδεολογικές προδιαγραφές που οριοθετούσαν την οποιαδήποτε κοινωνική συμβίωση. Δεν τους επιτρέπεται να έχουν ούτε μέλλον, ούτε παρελθόν, ούτε προοπτικές, ούτε μνήμες. Βιώνουν την απόγνωσή τους εγκλωβισμένοι στο ασφυκτικό κελί ενός «παράλογου» συστήματος δίχως κανόνες και δίχως ορατή λογική. Δεν στερούνται μόνο την ελεύθερη προταγματικότητά τους, αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ταυτότητά τους. […] Η ανασφάλειά τους δεν είναι απλώς στρατηγική και ιδεολογική. Είναι επίσης και οντολογική.
Είναι προφανές ότι ο λόγος του συγγραφέα αποτελεί ένα «ΚΑΤΗΓΟΡΩ» εναντίον του νεο-οικονομικού αυταρχισμού, που έχει συνεπιφέρει τον εξαναγκασμό χιλιάδων νέων ανθρώπων σε νομαδική ζωή, προκειμένου να επιβιώσουν. Υπάρχει δε η μοιρολατρική βεβαιότητα, ότι μεταξύ των άλλων θα μείνει ατιμώρητη η σύγχρονη δημογραφική και πνευματική αιμορραγία της Ελλάδας και άλλων χωρών.
«Δεν έχουν ούτε φίλους, ούτε σπίτι, ούτε καν οικογένεια…». Η «οντολογική ανασφάλεια» του σύγχρονου ανθρώπου προκύπτει από το ολικό του ξερίζωμα, από την αγριότατη ενέργεια του ανθρώπινου είδους που ανταγωνίζεται τα ανεξέλεγκτα φαινόμενα της φύσης. Το ξερίζωμα είναι δεινό, «παραγνωρισμένο» από πολιτική άποψη, όχι όμως στον κόσμο των βιβλίων. Εκεί καταγγέλλεται, από την εποχή των «Αθλίων» του Ουγκό μέχρι τον Τσέχοφ και την Σιμόν Βέιλ που θα παρουσιαστεί στη συνέχεια, καθώς και από συγγραφείς της ιστορίας των στρατοπέδων συγκεντρώσεως και θανάτου, με τη σφραγίδα του ολοκληρωτισμού ή «της ανάπηρης δημοκρατίας». Αναφορικά με τη λογοτεχνία μας, ο Βάσος Δασκαλάκης έχει γράψει το μυθιστόρημα «Οι ξεριζωμένοι», το 1930, έχοντας κύριο θέμα τον επώδυνο και επιζήμιο χωρισμό από τη γενέθλια γη.