Του Σωτήρη Δημόπουλου
Την τραγική εικόνα της ερημιάς, της εγκατάλειψης δίνει παραστατικά ο λαός μας με τη φράση «καλαμιά στον κάμπο», που ξέμεινε μόνη, χωρίς συντροφιά, χωρίς στήριγμα γύρω της. Και βεργολυγά στου φθινοπωρινού ανέμου τις δυνατές ριπές, έτοιμη ανά πάσα στιγμή, να πέσει κάτω, να τσακιστεί. Ένας και μόνος στον κόσμο, δύσκολα τα βγάζει πέρα. Πολύ περισσότερο, μια καλαμιά στον κάμπο, που έχει κορμί εύθραυστο.
Πολλές οι σχετικές εικόνες της μοναξιάς, της εγκατάλειψης στην κοινωνία των ημερών μας. Υπάρχουν και δω καλαμιές. Ψυχούλες μόνες και αβοήθητες. Βολοδέρνουν από δω κι από κει, έτοιμες να πέσουν κάτω, να κομματιαστούν. Χωρίς φίλους. Χωρίς συγγενείς. Χωρίς καθόλου δικά τους πρόσωπα γύρω. Αβοήθητοι, μόνοι, μελαγχολικοί μετρούν οι κακόμοιροι τις μέρες της ζωή τους.
Κι οι καλαμιές της παροιμιακής έκφρασης κι οι παραπάνω ψυχούλες ήταν κάποια καλή εποχή γεμάτες σφρίγος και δύναμη. Με πληθώρα φίλων και συγγενών γύρω τους. Με καρδιές πολλά ελεήμονες. Με βλέμματα θαυμασμού στο πέρασμά τους. Με κάποιο πόστο σπουδαίο, μεγάλο. Με ένα πλήθος ανθρώπων να τους καλημερούν, να τους χαιρετούν σε καθημερινή βάση, σε κάθε έξοδο από το σπίτι τους. ωστόσο, τώρα ατενίζοντας το τέλος της ψεύτικής ζωής αισθάνονται τόσο μόνοι και έρημοι.
Υπάρχουν και στην προηγμένη κοινωνία των ημερών μας άνθρωποι, που εγκαταλείπουν τους δικούς τους. Τους παρατάν στο έλεος του θεού. Τους αφήνουν στην ευσπλαχνία κάποιων γειτόνων… Συχνά, περιστατικά τέτοια, έρχονται στο φως της δημοσιότητας. Οι πελαργοί φροντίζουν και περιποιούνται με το παραπάνω τους ανήμπορους γέρους γονείς τους. Τους δίνουν όπως από παλιά έχει παρατηρηθεί «το φαΐ στο στόμα». Πόσοι αλήθεια άνθρωποι το κάνουν αυτό στους γονείς τους. ιδίως όταν οι άμοιροι δεν έχουν μια σύνταξη της προκοπής, δεν έχουν κάτι να τους αφήσουν…
Από τις πιο επώδυνες, εσωτερικά, εγκαταλείψεις αυτές που σκορπούν απογοήτευση σε κάποιες ευαίσθητες ιδιαίτερα ψυχές που κάποτε τα είχαν δώσει όλα για τους άλλους. Δικούς τους ή όχι. Πικρό πίνουν τώρα το νεράκι της μοναξιάς. Λειψό, άνοστο, τρώνε το φαγάκι της κατσαρόλας τους. Όταν, μπαίνει βέβαια στη φωτιά… Εικόνες θλιβερές. Καταστάσεις άθλιες. Ιστορίες προσωπικές, πλούσιες σε «καλές φάσεις», με φινάλε ωστόσο απρόσμενα τραγικό. Τα φιλάδερφα, τα γενικά, τα άλλα καλά αισθήματα δεν είναι στις μέρες μας όσο τα ήθελε κανείς πληθωρικά, πλούσια. Άγνωστοι προς αγνώστους φέρονται αρκετοί στους δικούς τους. δικαιολογημένα, τότε οι τελευταίοι νοιώθουν παντάξενοι, παντέρημοι, σκληρά εγκαταλειμμένοι. Άλλοι δείχνουν την πίκρα, την απογοήτευση που τους διακατέχει. Άλλοι την «τρώνε», την κρύβουν και φαίνονται στους γύρω τους ευφρόσυνοι, όσο μπορούν. Ωραίες, σπάνιες ψυχές, αυτές, που δεν θέλουν να στεναχωρούν κι όταν στεναχωριούνται…
Κάποιες «μοναχικές» ψυχούλες – καλαμιές περισυλλέγονται, τελικά από ορισμένα ευαγή ιδρύματα, από μερικά φιλάνθρωπα σωματεία. Τους λείπουν ανθρώπινη παρουσία. Κουβέντα, πρόσωπα οικεία, αγαπητά. Γι’ αυτό και κατά κανόνα σχεδόν βρίσκουν πικρό, ανούσιο το «τραπέζι» που τους προσφέρεται. Κοντά στους δικούς τους, είναι αλήθεια, κι ένα ξερό παξιμάδι φαντάζει εξαίσιο έδεσμα.