Γράφει ο
Δρ. Αλέξιος Παναγόπουλος
Καθηγητής και Ακαδημαϊκός
Ξένων Ακαδημιών των Επιστημών
Τριάντα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, κατηγορείται για εθνική προδοσία ο απλός μοναχός Χριστόφορος – Χρίστος Παναγιωτόπουλος (γνωστός ως Άγιος Παπουλάκος) και ο λόγιος διδάσκαλος Μοναχός Φλαμιάτος Κοσμάς, επειδή είχαν στραφεί κατά της Βαυαροκρατίας, έχοντας καταστήσει ως ορμητήριο της Φιλοορθοδόξου Εταιρείας την ιστορική Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Όποιος θα ενδιαφερθεί για την ανάπτυξη της πολιτικο-θρησκευτικής ζωής στη νεότερη Ελλάδα, θα επισημάνει ότι ακόμα και σήμερα μετά από διακόσια χρόνια βρισκόμαστε και πάλι σε μία όμοια κρίσιμη καμπή για να ξαναγράψουμε ζωντανά την ιστορία μας με άλλες νέες μορφές ως του τότε φαινομενικά ως ασήμαντου τύπου του μοναχού Παπουλάκου και του πατριώτη λόγιου μοναχού Κοσμά Φλαμιάτου. Πρβλ. βιβλίο, Αλέξιος Παναγόπουλος [1], Κοσμάς Φλαμιάτος και Παπουλάκος, Αθήνα 2010.
Στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, η φτώχεια και η αμάθεια κυριαρχούσε δίχως να υπάρχουν τα πρότυπα των λογίων, των λογάδων και των διδασκάλων, δίχως τους καθοδηγητές, κι όσοι θα εμφανίζονταν θα έδιναν την αφορμή για κριτικές και επικίνδυνες διώξεις. Η προαίρεση των φωτεινών πνευμάτων ήταν πατριωτική και άδολη, με σκοπό την αφύπνιση και αναγέννηση του σκλάβου Γένους.
Με τη λήξη των εχθροπραξιών απ’ την οθωμανική κυριαρχία και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Νεοελληνικού Έθνους, η πολιτικο-θρησκευτική κρίση δεν έπαυσε, αλλά συνεχίστηκε δίχως να γίνεται κάτι συγκεκριμένο για τη κοινωνική και θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του λαού. Ο άμισθος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας ενώ προσπάθησε να βελτιώσει το μορφωτικό επίπεδο του λαού και του κλήρου, για να επιφέρει τη νομο-κανονική ευταξία των πολιτικο-θρησκευτικών σχέσεων, θα δολοφονηθεί, γιατί για τα σκοτεινά ξένα συμφέροντα ήταν εμπόδιο.
Περίπου το ίδιο θα γίνει και με τον Παπουλάκο, καθότι αυτή η δραστηριότητά του με τα προφορικά και τα γραπτά, δημιούργησε έναν ευρύ κύκλο συνεργατών, με την έντονη διαμαρτυρία του κατά της τότε Βαυαροκρατίας και Πολιτείας, αλλά και της Διοικούσας Εκκλησίας, έτσι δημιούργησε ένα κύκλο εχθρών, που τον παρακολουθούσαν και τον επιβουλεύονταν ανά πάσα στιγμή.
Δεν έφτασε που οι Βαυαροί γκρέμισαν 412 μοναστήρια που δεν είχαν πάνω από τέσσερεις μοναχούς, άρχισαν να κυνηγούν κι όσους διαμαρτύρονταν. Περί τα μέσα του Απριλίου του 1852, διατάχθηκε οριστικά η σύλληψή του και μαζί μ’ αυτόν να συλληφθούν όλα τα μέλη της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας», με τη κατηγορία της «καθοσιώσεως» κατά του Βαυαρού Βασιλέα με τους τρείς Αντιβασιλείς, που ούτε ένας απ’ αυτούς δεν ήταν Έλληνας. Οι εχθροί ήταν ντόπιοι, αλλά και ξένοι, οι οποίοι πίεζαν τη Βαυαρική Κυβέρνηση για τη σύλληψη του Παπουλάκου, ίσως γιατί τους έλεγχε και τους χαλούσε τα σκοτεινά σχέδια.
Οι τότε Δικαστικές αρχές, αλλά και τα Εκτελεστικά όργανα του Κράτους ανέλαβαν να τους αναζητήσουν και να τους συλλάβουν, ως δήθεν συνωμότες κατά του Κράτους της Βαυροκρατίας. Κινήθηκαν και στην επαρχία των Πατρών, στην Αιγιάλεια, στα Καλάβρυτα και όπου αλλού είχαν μυστικές πληροφορίες, με Ανακριτές και Χωροφύλακες, ερευνώντας ενοχλητικά πολλές Ιερές Μονές και συνέλαβαν αρκετούς αθώους Μοναχούς, μεταξύ αυτών και τον τότε ιεροδιάκονο Ιγνάτιο Λαμπρόπουλο του Μεγάλου Σπηλαίου.
Οι συλλήψεις συνεχίστηκαν σε όλη τη Πελοπόννησο, στη Τρίπολη, στις Σπέτσες, στην Αθήνα και σε άλλα μέρη. Τα βαυαρικά κρατικά όργανα με τη σύμφωνη γνώμη της τότε Διοικούσας Εκκλησιαστικής Αρχής έκαναν έρευνα και στην Ελληνική Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, καθώς και στην οικία του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, η οποία πράξη χαρακτηρίστηκε: «ως Έσχατη Ηθική Σκληρότητα και Πολιτική Ασυνεσία, Άδικη και Αναιδεστάτη Προσβολή».