«Ψήφος διακυβέρνησης, για διαφάνεια, ποιότητα, αλληλεγγύη», ήταν ο τίτλος του πρωτοσέλιδου της «Α» στις 22/3 και έκτοτε τίποτε δεν έχει αλλάξει ως προς το βαρυσήμαντο διακύβευμα των εκλογών.
Με βάση τον νέο αυτοδιοικητικό «χάρτη» που σχεδίασε ο «Καλλικράτης» και ο οποίος εφαρμόζεται από το 2010 και μετά, τα ισχύοντα δεδομένα καθιστούν την επιλογή του κάθε πολίτη πίσω από το εκλογικό παραβάν εξαιρετικά βαρύνουσα για το μέλλον του ίδιου και των παιδιών του στον τόπο που ζουν, εργάζονται, μεγαλώνουν και εκπαιδεύονται.
Και μόνο το γεγονός ότι καλούμαστε να επιλέξουμε περιφερειάρχες και δημάρχους που θα κληθούν να αποφασίζουν για την καθημερινότητα και την ποιότητα της ζωής μας για τα ερχόμενα 5 ολόκληρα χρόνια, συνιστά από μόνο του ισχυρότατο παράγοντα ώριμης και υπεύθυνης στάσης για την επιλογή μας.
Παράλληλα, η μεταβίβαση πολλών και σημαντικών αρμοδιοτήτων στους Δήμους που άπτονται σε θέματα καθημερινότητας, αλλά και σε πιο ευαίσθητους τομείς όπως π.χ. τα σχολεία, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της Περιφέρειας από την οποία, πλέον, περνούν τα περισσότερα κονδύλια (ΕΣΠΑ κ.λπ.) που αφορούν στην αυτοδιοίκηση, αποτελούν τεράστιας σημασίας παραμέτρους που πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά τους πολίτες πριν καταλήξουν σε συγκεκριμένα πρόσωπα και παρατάξεις.
Τέλος, σε ένα γενικότερο πολιτικό επίπεδο, κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει, ούτε ενώπιον της κάλπης, αλλά ούτε και μετά από τις εκλογές, ότι η Αυτοδιοίκηση, περιφερειακή και τοπική, συνιστά αυτή τη στιγμή ό,τι κοντινότερο υπάρχει στην άμεση δημοκρατία και στη συμμετοχική δυνατότητα που το πολίτευμά μας δίνει στους πολίτες της χώρας.
Να γιατί η απαξίωση των αυτοδιοικητικών εκλογών μέσω της αποχής, δεν συνίσταται ως επιλογή. Διότι, άλλα τα δεδομένα στη συχνότατα «απρόσιτη» για τους πολίτες κεντρική πολιτική σκηνή και άλλα στην αυτοδιοίκηση, εκεί όπου δεν είναι μόνο η ψήφος μας καθοριστική για τις εξελίξεις, αλλά και η ενεργή συμμετοχή μας στο πολιτικό γίγνεσθαι κάθε Δήμου. Το υψηλό ποσοστό αποχής που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις αυτοδιοικητικές εκλογές, είναι ευθέως ανάλογο της αδιαφορίας με την οποία οι πολίτες αντιμετωπίζουν τον θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο οποίος, ωστόσο, είναι αλήθεια ότι σε μεγάλο βαθμό, έχει απαξιωθεί τόσο από τους ίδιους τους αιρετούς τις προηγούμενες δεκαετίες, όσο και από την κεντρική εξουσία τα τελευταία 5 χρόνια, σε τέτοιο βαθμό που ενδεχομένως να χρειάζεται μια ολόκληρη «επανεκίνηση» της πολιτικής συνείδησης των δημοτών, προκειμένου να αντιληφθούν τον κομβικό ρόλο που μπορεί να πρέπει να διαδραματίσει ο θεσμός στις ζωές μας. Αν δεν ξεκινήσει από τα «κάτω» η αλλαγή νοοτροπίας, δεν μπορούμε να απαιτούμε να αλλάξουν και τα «πάνω», όσο διαιωνίζεται η αδράνειά μας. Ο έλεγχος, η διαφάνεια, η καθημερινή επαφή με τους αιρετούς, η κατάθεση προτάσεων, τα καθημερινά παράπονα και αιτήματα, αλλά και η διαγραφή οποιασδήποτε μικροπολιτικής σκοπιμότητας υπέρ της συλλογικής κοινωνικής ανάπτυξης και ευημερίας, είναι συστατικά μιας σχέσης που οφείλει να ξεκινά από τον πολίτη και να διατρέχει το πολιτικό προσωπικό μιας Πόλης, ενός Δήμου, μιας Περιφέρειας. Άλλωστε, κι αυτοί από τον λαό προέρχονται και στον λαό λογοδοτούν, σε μια σχέση που κανείς δεν πρέπει να λησμονεί ότι είναι, αποκλειστικά και μόνο, αμφίδρομη.
Με αυτόν τον γνώμονα και, φυσικά, αξιολογώντας τα προγράμματα και τις προτάσεις των υποψηφίων και τα πεπραγμένα των απερχομένων διοικήσεων, λίγο πριν την απόφαση που καλούμαστε να πάρουμε πάνω από την κάλπη, θα καταλήξουμε με το ίδιο απόφθεγμα με το οποίο ο εκδότης της «Α» Χρήστος Ζαγκλής έκλεινε το άρθρο του στις 22 Μαρτίου: «Ο πολίτης δεν είναι ένας καταναλωτής (ψηφοφόρος) που αγοράζει (ψηφίζει) την ημέρα των εκλογών το καλύτερα διαφημιζόμενο προϊόν (παράταξη). Είναι μια ζωντανή φωνή για την καθημερινή διεκδίκηση του δικαιώματος στη ζωή, μέσα στον πόλη αλλά και σε κάθε κοινωνικό χώρο».
Καλό «βόλι» σε όλους.
Γιάννης Μπεθάνης