Η νέα κυβέρνηση διαχειρίστηκε με ανεξήγητο τρόπο τα ζητήματα του αυτοκινήτου, από την πρώτη μέρα που ανέλαβε τις τύχες του τόπου. Ξεκίνησε με την ακύρωση της απόσυρσης και συνέχισε με μια άνευ προηγουμένου παραφιλολογία περί διαφόρων μέτρων, που δεν εξαγγέλθηκαν μεν ακόμη επίσημα, αλλά κατέστρεψαν την ψυχολογία και την αγορά. Το δράμα ολοκληρώθηκε με την επιβολή των «πράσινων» χαρατσιών στα τέλη κυκλοφορίας, από την “green Tina”. Κι όταν οι υπουργοί και ο πρωθυπουργός αντιλήφθηκαν ότι τα τέλη χτύπησαν αποκλειστικά τους φτωχούς, όταν σχηματίστηκαν οι ουρές κατάθεσης των πινακίδων, κι όταν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ πήραν τα μαντάτα από τις περιφέρειές τους, τότε ακούστηκαν οι πρωθυπουργικές απολογίες και οι εξαγγελίες για «διόρθωση» του μέτρου.
Μέρες που είναι, ας μην χαλάσουμε τις καρδιές μας με χαρακτηρισμούς και… επίθετα. Ας αφήσουμε την Μάρθα Καϊτανίδη (Τα Νέα) να διηγηθεί την δική της ιστορία, όμοιες με την οποία έχουμε όλοι συναντήσει. ΄Όπως ο φουκαράς ιερωμένος με τα 5 παιδιά, που είχε κάνει το «έγκλημα» να αγοράσει ένα αρχαίο μεταχειρισμένο επταθέσιο αυτοκίνητο 2.000 ολόκληρων κυβικών, του οποίου τις πινακίδες κατέθεσε με σπαραγμό ψυχής…
Η γειτονιά
«Εχω ένα γείτονα που κάποτε θεωρούσα διαφορετικό, ιδιόρρυθμο, έξω από τον «κόσμο» μου. Ζει μόνος του, αλλά δεν στερείται ποτέ το γλέντι – σαν να ήταν με παρέα. Η μουσική – ρεμπέτικα τραγούδια – «ξυπνά» συχνά το Σαββατόβραδο τη γειτονιά από το λήθαργο. Αυτός ο γείτονας έχει και ένα κόκκινο σαραβαλάκι – το «εργαλείο» του, έμαθα λίγους μήνες αργότερα. Το σπίτι του είναι το καταφύγιο για τα αδέσποτα σκυλιά και γάτες. Ταΐζει τα ζώα με ό,τι έχει, τους μιλά και τα χαϊδεύει. Κι ας κυκλοφορεί ο ίδιος, χειμώνα – καλοκαίρι, με σανδάλια. Ισως, τελικά, να μην το κάνει από παραξενιά. Ισως να μην έχει άλλη επιλογή από το να νιώθει στα κόκαλά του το κρύο, όταν μπαίνει ο αέρας από το ελενίτ και τους ξύλινους «τοίχους». Κι όμως, είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη κι ας του λείπουν τα περισσότερα μπροστινά δόντια. Το “καλημέρα> βγαίνει αβίαστα από τα χείλη του, όπως και ο καλός ο λόγος. Σιγά σιγά έγινε σημείο αναφοράς στη δική μου γειτονιά. Οσο υπάρχει, τον βλέπω, τον ακούω να διασκεδάζει, μου μιλά και μου χαμογελά, ξέρω πως η γη γυρίζει. Νιώθω μια ασφάλεια, αφού με κάνει να νιώθω στο σπίτι μου.
Κάποτε μου είπαν πως η σύνταξη που έχει να λαμβάνει κάθε μήνα είναι πολύ χαμηλή. Οταν ρώτησα πώς τα βγάζει πέρα, μου εξήγησαν πως μαζεύει παλιά σίδερα και τα μεταφέρει με το σαραβαλάκι του στους επίδοξους αγοραστές. Ετσι, βγάζει ένα μικρό χαρτζιλίκι. Κι όμως, όταν τον συναντάς αντικρίζεις την ευτυχία που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τον πιο πλούσιο άνθρωπο. Αραγε, αυτός ο άνθρωπος θα μπορέσει να πληρώσει τα τέλη κυκλοφορίας; Ο γείτονάς μου πληρώνει ακριβά τη φτώχεια του και το σαραβαλάκι του».
Χρήστος Φωτιάδης