Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, η δημιουργία ταινιών γουέστερν υπήρξε μια δημοφιλής κίνηση της ιταλικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Αμερικανοί ηθοποιοί που διέσχισαν τον Ατλαντικό σε αναζήτηση ρόλων σε φιλμ και Ισπανοί κινηματογραφιστές που αναζητούσαν δουλειές, προσελήφθησαν από ιταλικά στούντιο.
Πολλές από τις ταινίες γυρίστηκαν στην περιοχή της Ισπανίας Αλμέρια, όπου ο καιρός ήταν ήπιος και το τοπίο έμοιαζε αρκετά με αυτό των νοτιοδυτικών πολιτειών της Αμερικής.
Spaghetti westerns
Το πρώτο ιταλικό γουέστερν που προβλήθηκε στην Ιαπωνία ήταν το «Duello Nel Texas» (του 1965, σε σκηνοθεσία Ρίτσαρντ Μπλάσκο) με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Χάρισον. Το φιλμ δεν γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία. Η έκρηξη των spaghetti westerns στην Ιαπωνία έγινε με το «Για Μια Χούφτα Δολάρια» του Σέρτζιο Λεόνε, που προβλήθηκε στις αίθουσες αργότερα την ίδια χρονιά.
Το «Για Μια Χούφτα Δολάρια» με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ ήταν επαναστατικό φιλμ, με την έννοια ότι άλλαξε τελείως την αντίληψη για τα γουέστερν και κυρίως γιατί καθιέρωσε το μοναδικό στιλ των spaghetti westerns.
Οποιοσδήποτε θα έβλεπε με θαυμασμό την εικόνα ενός αήττητου πιστολέρο που είναι θωρακισμένος κάτω από το μεξικάνικο πανωφόρι του. Μαζί με το «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και το «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», οι τρεις ταινίες του Σέρτζιο Λεόνε με τον Κλιντ Ίστγουντ και τη μουσική του Ένιο Μορικόνε, είναι γνωστές ως «the Dollar series».
Τα ιταλικά γουέστερν αποκαλούνταν κάπως υποτιμητικά «spaghetti westerns» στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Στην Ιαπωνία, ο κριτικός κινηματογράφου Ναγκαχάρου Γιοντογκάβα τους έδωσε τη νέα ονομασία «macaroni westerns».
Σε αντίθεση με τα αμερικανικά γουέστερν, τα macaroni westerns είχαν υπερβολικά βίαιες σκηνές και αποδοκιμάζονταν από μια μερίδα κοινού. Ωστόσο, παραμένουν φρέσκα ακόμη και ύστερα από τόσα χρόνια. Φτάσαμε δε στο σήμερα, όπου αυτοί που τα υποτιμούσαν να θέλουν να γυρίσουν ένα.
Αυτό είναι και το «Sukiyaki: Western Django» του Τακέσι Μίκε, ο οποίος έχοντας αφήσει τη δική του ξεχωριστή σφραγίδα στο είδος του τρόμου, επιστρέφει με αυτόν τον αιματηρό συνδυασμό δράσης και γουέστερν.
Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη νέα ταινία του Μίκε ώστε να την κατατάξουμε σ’ αυτό το είδος; Μα η πλοκή της, η οποία όταν τη διαβάσετε είναι βέβαιο πως θα πείτε: «Κάτι μου θυμίζει».
Κάτι από «Μια χούφτα δολάρια»
Στη ταινία αυτή, μια συμμορία, η συμμορία του Γκέντζι έρχεται αντιμέτωπη με την συμμορία Χάικε, σε μια φτωχή ορεινή κωμόπολη, όπου μπορεί να είναι θαμμένος ένας μυθικός θησαυρός.
Στην κωμόπολη εμφανίζεται ένας μοναχικός πιστολέρο, που κουβαλά ψυχικά τραύματα αλλά είναι άσος στο σημάδι. Όλοι αναρωτιούνται με ποια από τις δύο συμμορίες θα αποφασίσει να ενώσει τις δυνάμεις του. Η ιστορία περιλαμβάνει βρώμικα κόλπα, προδοσία, επιθυμίες και έρωτας που φουντώνουν και δημιουργείται μια κατάσταση που εκρήγνυται σε μια εντυπωσιακή τελική αναμέτρηση.
Για να πετύχει καλύτερα η ατμόσφαιρα και να θυμίζει κάτι από την αρχέγονη Δύση, τηρήθηκαν από τους Ιάπωνες κάποιοι κανόνες: Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν σε εξωτερικό σκηνικό που διαμορφώθηκε στην περιοχή Ισικούρα, βαθιά μέσα στα βουνά της Τσουκιγιάμα. Ένα σουρρεαλιστικό σκηνικό που συνδυάζει γουέστερν και «jidaigeki» (ιαπωνικά δράματα εποχής) στήθηκε μέσα στο μαγευτικό ορεινό τοπίο της Τσουκιγιάμα.
Το σκηνικό φτιάχτηκε από τον Τακάσι Σασάκι, ο οποίος έλαβε εγκωμιαστικά σχόλια από τον Κουέντιν Ταραντίνο (ο οποίος προθυμοποιήθηκε να παίξει και στην ταινία) για τη δημιουργία των σκηνικών του «Kill Bill» στις σκηνές που είχαν γυριστεί στην Ιαπωνία.
Έξι μήνες μετά τον εντοπισμό των πρώτων σημείων για τα γυρίσματα και τρεις μήνες μετά την αρχή της κατασκευής των σκηνικών, δημιουργήθηκε ένας μεγαλοπρεπής χώρος, που έμοιαζε με μαγνητικό πεδίο που προσελκύει τη θεϊκή παρουσία. Ήταν, όπως είπαν οι παραγωγοί, «σαν μια αποκάλυψη από τους ουρανούς να είχε εισβάλλει στην ταινία του Μίκε».
Ωστόσο, τα γυρίσματα ήταν ένας διαρκής αγώνας. Ένα από τα κύρια προβλήματα που αντιμετώπισε το σύνολο των ηθοποιών και το συνεργείο ήταν ο καιρός.
Αξίζει να πούμε παρενθετικά, ότι οι παγωμένες φθινοπωρινές νύχτες της Τσουκιγιάμα ήταν αρκετά ψυχρές, ώστε να παγώνουν τα φαγητά τους. Τα πράγματα δε, έγιναν χειρότερα, όταν για έναν ολόκληρο μήνα έβρεχε, με αποτέλεσμα το έδαφος να είναι λασπωμένο. Όταν όμως η παραγωγή χρειάστηκε χιόνι, ένας ασυνήθιστα ζεστός χειμώνας δεν τους χάρισε ούτε μια νιφάδα χιονιού.
Γουέστερν χωρίς άλογα δεν γίνεται…
Ένα άλλο στοιχείο, που υπάρχει στις συνταγές των γουέστερν και δεν μπορούσε να λείπει από την ταινία του Μίκε ήταν «τα άλογα». Βρέθηκαν λοιπόν, σαράντα άλογα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στο γύρισμα κυρίως από την περιοχή Τοχόκου, γεγονός σπάνιο για ιαπωνικές ταινίες.
Ακόμα ένα στοιχείο γουέστερν ήταν οι μονομαχίες με όπλα, που χαρακτηρίστηκαν από τους ηθοποιούς ως απίστευτες. Όπως αναφέρουν οι συνεργάτες του σκηνοθέτη υπό αυτές τις συνθήκες, οι συνήθεις εντολές «Έτοιμοι» και «Πάμε» που φωνάζει συνήθως ο σκηνοθέτης δεν ήταν αρκετές.
Ο Τακάσι Μίκε, φορώντας καουμπόικο καπέλο, έβγαζε ένα πιστόλι Swith & Wesson και πυροβολούσε στο κενό, αντί να φωνάζει «Πάμε». Ο απρόσμενος ήχος του πυροβολισμού προκαλούσε έκπληξη στο συνεργείο, του οποίου οι αντιδράσεις καταγράφονταν από την κάμερα του φωτογράφου Τογιομίτσι Κουρίτα, ο οποίος σημειωτέον έχει δουλέψει ως διευθυντής φωτογραφίας στο Χόλιγουντ για τον σκηνοθέτη Ρόμπερτ Άλτμαν («The Long Goodbye», «A Prairie Home Companion») και τον προστατευόμενό του Άλαν Ρούντολφ.