Η ταινία αποτελεί ένα πρώτο δείγμα γραφής από τον Χίτσκοκ, τόσο χαρακτηριστικό που ουσιαστικά, μετά τον περίφημο αλλά βουβό «Ένοικο», του 1927, ήταν αυτό που τον καθιέρωσε ως μάστορα του σασπένς!
Και όχι τυχαία: όλα τα γνωστά σε όλους μας πια χαρακτηριστικά τεχνάσματα και εμμονές του Χίτσκοκ γίνονται πλέον εμφανή σε αυτή την ταινία, στοιχεία που θα συναντήσουμε επανειλημμένα σε πολλές μετέπειτα κινηματογραφικές του δημιουργίες: την προτίμηση σε ξανθές πρωταγωνίστριες, μια γυναίκα σε κίνδυνο και έναν άντρα της αστυνομίας να την προστατεύει (όπως στο «Σαμποτάζ»), γυρίσματα σε γνωστά μνημεία, εδώ στο Βρετανικό Μουσείο (όπως αργότερα στο όρος Ράσμορ, στην ταινία «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων»), ένα έγκλημα, ένας ένοχος, μια ιστορία ντετέκτιβ που ποτέ όμως δεν είναι μια απλή αστυνομική ιστορία αλλά μια πολυεπίπεδη -φρουδική πολλές φορές- ιστορία για τις ενοχές, τη σεξουαλικότητα και την ταυτότητα. Η ταινία αγγίζει ένα θέμα ταμπού και αρκετά τολμηρό για την εποχή του, τον βιασμό, που με την αριστοτεχνική και υπαινικτική του σκηνοθεσία, που καταφέρνει έξοχα να κλιμακώνει την αγωνία, παρουσιάζεται με τον πιο έξυπνο τρόπο, χωρίς να χάνει σε βιαιότητα. Είναι πλέον γνωστό ότι η ταινία αποτελεί την πρώτη ουσιαστικά ομιλούσα αγγλική ταινία.
Και υπάρχει ιστορία πίσω από αυτό: Η ταινία ξεκίνησε αρχικά ως βουβή, αλλά λόγω της αυξανόμενης απήχησης του ολοκαίνουργιου τότε ήχου στον κινηματογράφο, ο παραγωγός της ταινίας Τζον Μάξγουελ, έδωσε εντολή στον Χίτσκοκ να γυρίσει και κάποια κομμάτια με ήχο. Ο Χίτσκοκ όμως θεώρησε απαράδεκτη την ιδέα να γυριστεί ένα μέρος μόνο της ταινίας με ήχο και γι’ αυτό τη γύρισε όλη με ήχο στα κρυφά!
Παράλληλα, γύρισε και μια βουβή βερσιόν, η οποία προοριζόταν για τους κινηματογράφους που δεν είχαν ακόμα εξοπλιστεί με τα κατάλληλα καινούργια μηχανήματα. Όμως, η ομιλούσα εκδοχή έγινε αμέσως μεγάλη εμπορική επιτυχία και έβαλε τον Χίτσκοκ στο χάρτη των δημοφιλών σκηνοθετών και κυρίως αυτών που ξέρουν να χειρίζονται τον τρόμο και την αγωνία με εξαιρετική δεινότητα! Ταυτόχρονα, η χρήση του ήχου στην ταινία έτσι όπως έγινε, θεωρήθηκε τότε ιδιαίτερα ευρηματική και πρωτοποριακή και επαινέθηκε από κοινό και κριτικούς εξίσου. Πράγματι, με τη νέα ελευθερία του ήχου, ο Χίτσκοκ μπόρεσε να χρησιμοποιήσει σε όφελος της αγωνίας που ήθελε να μεταδώσει κάποια στοιχεία και να δείξει αμέσως το σκηνοθετικό του ταλέντο.
Υπόθεση: Η νεαρή Άλις βγαίνει ραντεβού με τον φίλο της, τον ντετέκτιβ της Σκότλαντ Γιαρντ, Φρανκ Γουέμπερ. Το ραντεβού όμως καταλήγει σε ένα μικρό καβγαδάκι και η Άλις τελικά συνεχίζει το βράδυ της με έναν καλλιτέχνη, τον Κρου, που την προσκαλεί στο στούντιό του και η Άλις δέχεται. Εκεί οι δύο νέοι φλερτάρουν μέχρι που ο Κρου επιχειρεί να την βιάσει. Πάνω στον πανικό της η Άλις τον σκοτώνει. Την άλλη μέρα τα νέα έχουν διαδοθεί και η τοπική κοινωνία έχει αναστατωθεί. Την υπόθεση έχει αναλάβει ο φίλος της Άλις, ο οποίος επισκέπτεται τον τόπο του εγκλήματος. Εκεί, αναγνωρίζει ένα στοιχείο που είχε αφήσει η Άλις! Πάει αμέσως να βρει την Άλις, για να δουν τι θα κάνουν. Όμως εμφανίζεται ένας μικροκακοποιός, ο Τρέισι, ο οποίος είδε τι είχε γίνει και εκβιάζει την κοπέλα.
(Η ταινία διάρκειας 84’ προβάλλεται στην Αθήνα και έχει διανεμηθεί από τη New Star)