Ο Δήμος Αμαρουσίου είναι τρανταχτή απόδειξη για το πώς αξιοποιείται ο δήμος για να υλοποιηθεί η πολιτική που έχει ανάγκη το μεγάλο κεφάλαιο, πώς παίρνει σάρκα και οστά η αντιλαϊκή λαίλαπα και στο επίπεδο του δήμου:
Η Διοίκηση της ΝΔ (Πατούλης) συμμετείχε δραστήρια στην επικράτηση της εργασιακής ζούγκλας, στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, στην αύξηση των απολύσεων και της ανεργίας. Από το 2011 μέχρι σήμερα πάνω από 800 εργαζόμενοι απολύθηκαν από το Δήμο. Το αποτέλεσμα είναι στο δήμο να εργάζονται μόλις 151 μόνιμοι υπάλληλοι και 475 ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που και αυτοί νιώθουν την απειλή της «κινητικότητας» και της «διαθεσιμότητας» να κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους. Καθιέρωσε την λειτουργία «Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων» σε τέσσερις σημαντικούς τομείς λειτουργίας του δήμου (οδοκαθαρισμός, λειτουργία παιδικών σταθμών, φύλαξη σχολείων και δημοτικών κτιρίων, αποκομιδή ογκωδών αντικειμένων). Έβαλε πλάτη στο έργο της κυβέρνησης και της ΕΕ για την πλήρη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, αφού οι εργαζόμενοι στην πράξη σπρώχνονται να συστήσουν «συνεταιριστική επιχείρηση» για να βγάλουν μεροκάματο, ενώ ανοίγονται επικίνδυνοι δρόμοι για τους όρους παροχής των αντίστοιχων υπηρεσιών.
Η διοίκηση Πατούλη τσάκισε το λαϊκό εισόδημα, υλοποιώντας κατά γράμμα την κυβερνητική πολιτική που επιβάλλει το άγριο χαράτσωμα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων.
Τα έσοδα από κεντρικούς πόρους δεν ξεπερνούν στην πράξη το 13% – 14% των συνολικών εσόδων σύμφωνα με τους οικονομικούς απολογισμούς του δήμου. Τα υπόλοιπα προέρχονται κατά το μεγαλύτερο μέρος από τα βαριά, για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, ανταποδοτικά τέλη καθαριότητας, τα τροφεία των παιδικών σταθμών, δεκάδες άλλα τέλη, τα πρόστιμα, και από την εφαρμογή πλήρης ανταποδοτικότητας σε όλες τις υπηρεσίες που προσφέρει ο δήμος (π.χ. παροχές στον τομέα του πολιτισμού και του αθλητισμού). Αδιάψευστη απόδειξη της βαθιά αντιλαϊκής, ταξικής πολιτικής της δημοτικής Αρχής αποτελεί το γεγονός ότι στην τριετία 2011 – 2014 τα τέλη καθαριότητας αυξήθηκαν κατά 37% για την κατοικία των λαϊκών στρωμάτων (από 1,1€/τ.μ. σε 1,51€/τ.μ. για τις κατοικίες μέχρι 80 τ.μ.) και μειώθηκαν κατά 48% για το μεγάλο κεφάλαιο (από 2,91€/τ.μ. σε 1,51€/τ.μ. για τις κατοικίες άνω των 500 τμ και από 14,57€/τ.μ. σε 7,57€/τ.μ. για τους επαγγελματικούς χώρους των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων).
Τα έργα και οι δραστηριότητες βιτρίνας κυριαρχούν σε βάρος των έργων τεχνικής υποδομής που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα που ζουν στο Μαρούσι. Αντιπλημμυρικά και αγωγοί ομβρίων, αντισεισμική θωράκιση, ασφαλής υλικοτεχνική υποδομή παιδικών σταθμών, ελεύθεροι χώροι, διάνοιξη δρόμων, επαρκής ηλεκτροφωτισμός, βρίσκονται στα αζήτητα. Σε πρώτη προτεραιότητα μπαίνουν έργα βιτρίνας με υπέρογκο κόστος (π.χ. «Βιοκλιματική ανάπλαση του ιστορικού εμπορικού κέντρου», με τελικό προϋπολογισμό στα 7,6 εκατ. €). Έργα που υπηρετούν και αυτά το στόχο να «αναπτυχθεί» παραπέρα το Μαρούσι ως μητροπολιτικό κέντρο υπηρεσιών που έχει ανάγκη το κεφάλαιο, με άμεσα θύματα τις αναγκαίες τεχνικές υποδομές, τους όρους διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων.
Η πολιτική της δημοτικής Αρχής ήταν και αυτή χτύπημα για τους αυτοαπασχολούμενους με την προκλητική στήριξη που έδωσε σε μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις (υπερτοπικά εμπορικά κέντρα, γραφεία και εγκαταστάσεις διεθνών και εγχώριων μονοπωλίων, υγειονομικές μονάδες κ.ά.) Το επιχειρησιακό σχέδιο του δήμου είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, με την προοπτική μάλιστα να προσελκύσει στο Μαρούσι και άλλους ομίλους στον τομέα των υπηρεσιών. Διαπιστώνονται μείωση στο μισό των ανταποδοτικών τελών τους, ευνοϊκές πολεοδομικές και άλλες ρυθμίσεις καθώς και έμμεση διοχέτευση πελατών που προβάλλεται ως προσφορά προς τους δημότες.
Σχετικά με την περιβόητη κοινωνική πολιτική του δήμου, αυτό που υλοποιείται στο Μαρούσι είναι η στρατηγική πολιτική του κεφαλαίου να δοθεί το τελικό χτύπημα στις όποιες κρατικές κοινωνικές υποδομές έχουν απομείνει και να υποκατασταθούν από ένα ακόμη πιο υποβαθμισμένο δίχτυ, υποτυπώδους προστασίας, που και αυτό θα παραδοθεί, το πιο αποδοτικό κομμάτι, στο κεφάλαιο και το υπόλοιπο στους αετονύχηδες των ΜΚΟ.