Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 25/10/2025
Στην παγίδα που πήγε να στήσει δείχνει να έπεσε η κυβέρνηση με τη «φασαρία» που προκάλεσε για το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και τη σχετική τροπολογία. Παρά το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε στη Βουλή για να υπερασπιστεί μια μεμονωμένη τροπολογία -σε μια ασυνήθιστη κίνηση για πρωθυπουργό- και μετέτρεψε τη συζήτηση σε σύγκρουση πολιτικών αρχηγών, ο Νίκος Δένδιας με τη δήλωσή του πριν καλά-καλά ψηφιστεί η επίμαχη τροπολογία, έδωσε συνέχεια στην κόντρα του με το Μαξίμου. Και παράλληλα τροφή στα σενάρια για τα εσωκομματικά της Ν.Δ. και την αμφισβήτηση που αντιμετωπίζει εκ των έσω ο Κυρ. Μητσοτάκης.
Παρά την προσπάθεια εκατέρωθεν να πέσουν οι τόνοι, δύο πράγματα είναι βέβαια. Το πρώτο είναι ότι όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά και σε κάθε περίπτωση η κατάσταση στο κυβερνητικό στρατόπεδο δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Το δεύτερο είναι πως η τροπολογία για τον Άγνωστο Στρατιώτη προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί αντιδράσεις, παρά την προσπάθεια του πρωθυπουργού και των κυβερνητικών στελεχών να ξεκαθαρίσουν το αυτονόητο – ότι δηλαδή δεν περιορίζεται το δικαίωμα κάποιου να διαδηλώνει ούτε πρόκειται να κατέβει ο στρατός για να φυλάξει το μνημείο, το οποίο ωστόσο πρέπει να προστατεύεται και να γίνεται σεβαστό και τούτο δεν είναι καν ανάγκη να προβλέπεται από μια τροπολογία.
Όλα αυτά ενώ οι ζυμώσεις εξ αριστερών συνεχίζονται, αφού ο Αλέξης Τσίπρας πυκνώνει τις (δημόσιες) εμφανίσεις και την αρθρογραφία του, βάζοντας ασφαλώς στο στόχαστρο την κυβέρνηση και αφήνοντας σε δεύτερο χρόνο τις διεργασίες για τη δημιουργία νέου πολιτικού κόμματος. Οι εξελίξεις βέβαια στην Κεντροαριστερά περνούν μέσα από τα συνέδρια και τις συνόδους των κομματικών οργάνων του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ την ίδια ώρα στην κυβέρνηση εξακολουθούν να έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους πως ένας «βολικός» αντίπαλος θα μπορούσε να είναι ο Α. Τσίπρας και όχι κάποιος άλλος πολιτικός αρχηγός. Ή, για παράδειγμα, η Μαρία Καρυστιανού, η οποία πλέον αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο να ηγηθεί ή να συμμετάσχει σε έναν νέο πολιτικό σχηματισμό.






































































































