Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 13/04/2024
H αντίστροφη μέτρηση συνεχίζεται και πλέον οι μονομάχοι έχουν πάρει τις θέσεις τους. Λιγότερο πλέον από δύο μήνες απέμεινε για τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου και 46 είναι τα κόμματα που φιλοδοξούν ν’ αναμετρηθούν σε αυτές, καθώς τόσα κατέθεσαν αίτηση υποψηφιότητας στον Άρειο Πάγο – ο οποίος πιθανότατα θα κόψει κάποια εξ αυτών, αλλά και πάλι ο αριθμός όσων θα συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία θα είναι εξαιρετικά υψηλός και σε κάθε περίπτωση υψηλότερος από αυτόν των τελευταίων εθνικών εκλογών.
Σ’ αυτό το κλίμα, όλα τα κομματικά επιτελεία είναι φανερό
πλέον ότι ζεσταίνουν τις μηχανές τους, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει ξεκινήσει τις περιοδείες στην επαρχία και να στοχεύει κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου τα ποσοστά της ΝΔ εμφανίζονται πιο χαμηλά συγκριτικά με άλλες περιοχές και αντίστοιχα να καταγράφει πολύ μεγάλη άνοδο η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου και άλλα μικρότερα κόμματα που κινούνται δεξιότερα της ΝΔ. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ από την άλλη εξακολουθούν να δίνουν τη μάχη για τη δεύτερη θέση, με τον Στέφανο Κασσελάκη να εμφανίζεται αισιόδοξος και να βάζει τον πήχη για το ποσοστό του κόμματός του ακόμη και υψηλότερα από αυτόν των εθνικών εκλογών, ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης δηλώνει ότι η τρίτη θέση θα είναι αποτυχία για το ΠΑΣΟΚ.
Την ίδια στιγμή πάντως, νέα δεδομένα στις ισορροπίες στη Βουλή δημιουργεί η απόφαση της Δικαιοσύνης για τους ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ, η οποία θα σημάνει την έκπτωση των βουλευτών από το αξίωμά τους για το αδίκημα της παραπλάνησης των ψηφοφόρων. Το ερώτημα συνεπώς είναι με ποιο τρόπο θα καλυφθούν αυτές οι έδρες που θα κενωθούν, με το πλέον πιθανό σενάριο να θέλει την αναλογική κατανομή τους με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών του Ιουνίου του 2023 στα υπόλοιπα κόμματα – πρωτίστως σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και κατά δεύτερο λόγο στο ΠΑΣΟΚ ή άλλα κόμματα. Φαίνεται δηλαδή για πολλούς και διάφορους λόγους, το σενάριο των επαναληπτικών εκλογών στις περιφέρειες όπου θα «αδειάσουν» οι έδρες να μην προκρίνεται, όπως είχε γίνει το 1992 με την έδρα του Δημήτρη Τσοβόλα στη Β’ Αθήνας, όταν καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο.