Καταδικαστική, όπως άλλωστε αναμενόταν, ήταν η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, για την Ελλάδα, καθώς έκρινε ότι αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο η διαφορετική μεταχείριση των φύλων ως προς την ηλικία συνταξιοδότησης και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία στο Δημόσιο. Η απόφαση ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους συνδικαλιστικούς φορείς και τα κόμματα, καθώς προεξοφλείται ότι η κυβέρνηση βρίσκει το πρόσχημα να ξανανοίξει το ασφαλιστικό, όπως άλλωστε της συστήνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των μέτρων για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω του 3% έως το 2010.
Το σκεπτικό
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, οι κανόνες της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας προβλέπουν για τις γυναίκες, ιδίως τις μητέρες, ευνοϊκότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις ισχύουσες για τους άνδρες, χωρίς να αποκαθιστούν τα προβλήματα που οι γυναίκες ενδέχεται να συναντήσουν κατά την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Κατά το Δικαστήριο, οι διατάξεις του ελληνικού κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων δεν αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν στη σταδιοδρομία τους οι γυναίκες πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι, βοηθώντας τις γυναίκες αυτές στην επαγγελματική τους ζωή.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο καθορισμός προϋποθέσεων περί ηλικίας και κανόνων περί ελάχιστης προαπαιτούμενης υπηρεσίας διαφορετικών, αναλόγως του φύλου, για τη χορήγηση συντάξεων με βάση σχέση εργασίας σε ευρισκόμενους σε απολύτως όμοιες ή παρόμοιες καταστάσεις εργαζομένους, αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, επίσης, ότι η Συνθήκη της Ε.Ε. απαγορεύει κάθε διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων όσον αφορά την αμοιβή, ασχέτως των ρυθμίσεων από τις οποίες απορρέει η ανισότητα αυτή.
Όπως αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφασή του, η Ελλάδα δεν αμφισβήτησε τη διαφορετική μεταχείριση, αλλά υποστήριξε ότι το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, ως εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης, αλλά σε αυτό της οδηγίας 79/7/EΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη – μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Ακόμη, υπογραμμίζει ότι μεταξύ των κριτηρίων που έχει δεχθεί με τη νομολογία του, για τον χαρακτηρισμό ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί μόνον η σχέση εργασίας (το γεγονός ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του), ενώ ο τρόπος χρηματοδότησης και διαχείρισης του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν συνιστά αποφασιστικό στοιχείο. Διαπιστώνει, επίσης, ότι η χορηγούμενη βάσει του ελληνικού κώδικα σύνταξη πληροί, κατ’ ουσίαν, τα τρία κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου και επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό της ως αμοιβής κατά την έννοια της Συνθήκης:
• Η σύνταξη καταβάλλεται σε μια ευρεία και διαφοροποιημένη ως προς τη σύνθεση ομάδα εργαζομένων η οποία -μολονότι απαρτίζεται από ετερόκλητες κατηγορίες εργαζομένων, με εντελώς διαφορετικά είδη καθηκόντων και εντελώς διαφορετικά είδη σχέσεων εργασίας- διακρίνεται λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει η σχέση εργασίας με το κράτος ή με άλλους εργοδότες του δημοσίου τομέα,
• Η σύνταξη υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας που συμπλήρωσε ο εργαζόμενος και τέλος,
• Η σύνταξη υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού.
Έντονη αντίδραση
Η ΑΔΕΔΥ σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι «η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι καταδικαστική για τη χώρα μας, όπως αναμενόταν, αφήνοντας έκθετη την ελληνική κυβέρνηση η οποία παρενέβη πλημμελώς και χωρίς ουσιαστικά στοιχεία προκειμένου να αντικρούσει την θεμελιώδη κατάργηση του κοινωνικού χαρακτήρα της ασφάλισης στο Δημόσιο». Καλεί την κυβέρνηση «να απαντήσει άμεσα στο θεμελιώδες ερώτημα αν αποδέχεται ότι η ασφάλιση στο Δημόσιο παραμένει κοινωνική ή είναι επαγγελματική και να εγγυηθεί τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων και ιδιαίτερα των γυναικών για να μην οδηγηθούν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενες σε πρόωρη φυγή με διαλυτικό αποτέλεσμα στα ασφαλιστικά ταμεία και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών».