Είναι ανάγκη να επανακαθορίσουμε την έννοια του πολιτικού υπό τις σημερινές συνθήκες, καθώς διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία, δυστυχώς, τα άλλοτε αυτονόητα γίνονται ζητούμενα.
Tης Μαριέττας Γιαννάκου, πρώην υπουργού, επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου της Ν.Δ.
Είναι ανάγκη να συμφωνήσουμε στην παρατήρηση ότι σήμερα ένα πολιτικό πρόσωπο που θέλει να προσφέρει στον τόπο και το λαό του πρέπει να διαθέτει τρία χαρακτηριστικά:
- Πρώτον, να έχει επεξεργαστεί ένα ρεαλιστικό, αλλά και φιλόδοξο πολιτικό σχέδιο για το πού θέλει να φτάσει τον τόπο μέσα από το δικό του έργο και προσφορά.
- Δεύτερον να διαθέτει ικανότητα κατανόησης και πολιτικής αξιολόγησης της συγκυρίας μέσα στην οποία εξελίσσεται το πολιτικό του σχέδιο κι η δράση του.
- Και τρίτον, να αδιαφορεί για το λεγόμενο πολιτικό κόστος.
Διαφάνεια – Διαφθορά
Η χώρα μας και οι πολίτες της πιστεύω ότι αξίζουν μια δημόσια ζωή με διαφάνεια και με ηθικούς και θεσμικούς φραγμούς εναντίον της διαφθοράς. Δεν μπορεί η καθημερινή λειτουργία του κράτους να εκλαμβάνεται από τον πολίτη ως παράγων δημιουργίας σκανδάλων, αδικιών, στρεβλώσεων με τελικό θύμα τον ίδιο. Είναι άμεση ανάγκη η λειτουργία του κράτους, να μπορεί να ελεγχθεί στο μέγιστο βαθμό από τον πολίτη. Π.χ. η δημοσίευση των χρηματοδοτήσεων κάθε δημόσιου φορέα στο Διαδίκτυο προς οιονδήποτε τρίτον – όπως συμβαίνει πλέον στις περισσότερες εξελιγμένες δημοκρατίες – είναι μια πρώτη κίνηση, και απολύτως ενδεικτική των προθέσεων μιας Πολιτείας να πάψει να λειτουργεί εν κρυπτώ. Εξίσου σημαντική είναι η ουσιαστική λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών. Πρόκειται για ένα θεσμό σχετικά πρόσφατο στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία πολλών χωρών, που σκοπό έχει να ακυρώνει την υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια μεμονωμένων οργάνων της Πολιτείας ή και μονοπρόσωπων φορέων της. Εδώ η πολιτική πρέπει να αντιμετωπίσει έναν διπλό κίνδυνο:
Από τη μια μεριά, οι δυσλειτουργίες στον παραδοσιακό διαχωρισμό των εξουσιών (εκτελεστική –νομοθετική –δικαστική) που θυμόμαστε από τον Μοντεσκιέ, οι οποίες δημιούργησαν την ανάγκη επινόησης των Ανεξάρτητων Αρχών, δεν έχουν αντιμετωπιστεί από τη συντεταγμένη Πολιτεία. Από την άλλη, η ατελής θεσμική θωράκιση του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών μπορεί να μας οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στη συσσώρευση εξουσίας σε αυτές και τη γένεση από διαφορετική πηγή των ίδιων στρεβλώσεων. Ουσιαστικά δηλαδή, αναζητούμε εξισορροπητικούς μηχανισμούς που αποθαρρύνουν μονοσήμαντες αποφάσεις από μονοπρόσωπα όργανα ή από όργανα με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης εξουσίας. Όμως, στη σημερινή σύνθετη εποχή που ζούμε, τις ανεξάρτητες αρχές τις χρειαζόμαστε και πρέπει να τις εξελίξουμε, μια και αποτελούν για μια σύγχρονη δημοκρατία απαραίτητα εργαλεία για την καλύτερη και πιο διαφανή λειτουργία του πολιτικού, οικονομικού και διοικητικού συστήματος.
Νέα Οικονομία – Νέο κοινωνικό μοντέλο
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε εγκαίρως προειδοποιήσει όλα τα κράτη μέλη για την ανάγκη εκσυγχρονισμού των οικονομικών τους δομών και επίτευξης συγκεκριμένων οικονομικών στόχων. Πρόκειται για τη γνωστή μας Στρατηγική της Λισαβόνας. Πολλές χώρες, όμως, προτίμησαν να διαχειριστούν τη δική τους συγκυρία με τρόπο επιπόλαιο, συχνά μικροκομματικό και στενά εθνοκεντρικό, καθώς επίσης και δίνοντας υπερβολική έμφαση στις απελευθερώσεις των αγορών χρηματοοικονομικών προϊόντων, αντί της ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας. Αποτέλεσμα είναι σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση να υφίσταται τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από ότι θα συνέβαινε αν είχε γρηγορότερα προσαρμοστεί στις ανάγκες που ορίζει η Νέα Οικονομία της παγκοσμιότητας και των αυξημένων απαιτήσεων του πολίτη. Σε αυτό το οικο νομικό τοπίο επιχειρεί η χώρα μας να διαχειριστεί την κρίση. Με ένα δημόσιο χρέος δυσβάστακτο για τους πολίτες, το οποίο υπονομεύει το μέλλον των επόμενων γενεών και κάνει αδύνατη σήμερα την άσκηση πραγματικής κοινωνικής πολιτικής.
Το πέρασμα της Ελλάδας στη «νέα οικονομία» της γνώσης / καινοτομίας, της ενισχυμένης ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής συνοχής, κατά βάση στα πλαίσια της Στρατηγικής της Λισσαβόνας που προανέφερα, αποτελεί πλέον μια απολύτως επιτακτική ανάγκη. Το αναπτυξιακό μοντέλο στο οποίο βασίστηκε η χώρα τις 2 τελευταίες δεκαετίες έχει φθάσει στα όριά του. Το μοντέλο αυτό, βασιζόμενο στις προσόδους κυρίως από τις κοινοτικές εισροές και εν μέρει από τη ναυτιλία και τον τουρισμό, την αχαλίνωτη οικοδομική δραστηριότητα σε βάρος του περιβάλλοντος και της ισορροπημένης χωροταξίας της χώρας, την υπερβάλλουσα κερδοσκοπία και τον ανώμαλο πλουτισμό γύρω από την κτηματαγορά, καθώς και τον υπερκαταναλωτισμό βασισμένο κατά πολύ στη μείωση της αποταμίευσης και στο δανεισμό, είχε ήδη γίνει φανερό εδώ και χρόνια, ότι μας οδηγεί σε αδιέξοδο.
Κι επειδή βρισκόμαστε ήδη προ της κάλπης για τις εκλογές που θα αναδείξουν το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καλό είναι ο καθένας από σας, να αναλογιστεί ποιοι ευθύνονται γι’ αυτή την εξέλιξη. H σταδιακή εφαρμογή και στη Ελλάδα –όπως και στις υπόλοιπες της E.E.- ενός «νέου κοινωνικού μοντέλου» είναι απαραίτητη.
Ενός «νέου κοινωνικού μοντέλου» που θα βασίζεται στις εκτυλισσόμενες πανευρωπαϊκά πολιτικές απασχόλησης, στην αναχαίτιση της δημογραφικής συρρίκνωσης, στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις των προνοιακών πολιτικών ώστε να γίνουν βιώσιμες και πιο δίκαιες, καθώς και στην ανάπτυξη της «κοινωνικής ευθύνης» των επιχειρήσεων.
Βιώσιμη ανάπτυξη
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες είναι η βιώσιμη ανάπτυξη. Από διαφορετικούς δρόμους επιχειρούν να την πετύχουν όλοι: φιλελεύθερες, κεντροδεξιές, σοσιαλιστικές, αριστερές κυβερνήσεις. Ωστόσο, σήμερα οι πολιτικές για να έχουμε βιώσιμη ανάπτυξη είναι συγκεκριμένες και παραδεκτές από όλους, κυρίως μέσα από την απόρριψη των άλλων εναλλακτικών λύσεων που δοκιμάστηκαν στην πράξη κι απέτυχαν.
H υιοθέτηση και στη χώρα μας της «βιώσιμης ανάπτυξης» ως βασικής πλέον συνιστώσας για την οποιαδήποτε κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, ώστε αυτή να συνδυάζεται με την προστασία του περιβάλλοντος και την ποιότητα της ζωής μας, γίνεται επιτακτική. Άλλωστε είναι σαφές ότι σ’ ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο, έως όχι μόνο μεγάλες αλλά και μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι επενδύσεις στην «πράσινη οικονομία» κρίνονται πλέον απαραίτητες, όχι μόνο από οικολογικής πλευράς αλλά και οικονομικής, αποτελώντας εργαλείο για το ξεπέρασμα της κρίσης που ζούμε. Παρεμφερής είναι και η ανάγκη να αξιοποιηθεί και στην Ελλάδα η λεγόμενη «επανάσταση των βιοεπιστημών», με τις ποικίλες εφαρμογές της βιοτεχνολογίας. Βέβαια και η δική μας χώρα από κοινού με τους εταίρους μας στην E.E., πρέπει να αναζητήσει εκείνες τις ρυθμίσεις που απαιτούνται προκειμένου να τελούν υπό τον έλεγχο της κοινωνίας.
Κοινωνία της Γνώσης και της Πληροφορίας
Ένα άλλο σύγχρονο θέμα κορυφαίας σημασίας είναι αυτό που αφορά στη λεγόμενη «Κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας». Οφείλουμε γρήγορα, επιστρατεύοντας κατά προτεραιότητα οικονομικές, επιστημονικές και τεχνολογικές δυνάμεις, διακρατικές και επιχειρηματικές συμμαχίες και αξιοποιώντας την κοινοτική χρηματοδότηση, να προωθήσουμε ακόμη περισσότερο στη χώρα μας αυτή την «κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας» και να εκμεταλλευτούμε τις τεράστιες δυνατότητες που δημιουργεί για την οικονομία, την εκπαίδευση, τη δια βίου μάθηση, τη λειτουργία του κράτους αλλά και την καθημερινή ζωή των πολιτών. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο έχει δρομολογήσει μια σειρά από πολιτικές υποστηρικτικές της e-οικονομίας, e-εκπαίδευσης και e-διακυβέρνησης, από τις οποίες πρέπει να επωφεληθούμε και εμείς ως χώρα. Όλα αυτά οφείλουμε να τα κάνουμε προσιτά στις νέες γενιές, χωρίς όμως να αγνοήσουμε και τους μεγαλύτερους που πρέπει κι αυτοί να επωφεληθούν από την «Κοινωνία της Πληροφορίας» για να μην υπάρξουν νέα κοινωνικά χάσματα, για να μη μιλάμε σε λίγο για «ηλεκτρονικά αναλφάβητους» πολίτες. Στη σημερινή εποχή, που η γνώση και η πληροφορία είναι στη διάθεση όλων μας περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν, είναι χρέος μας να διακρίνουμε και να επιλέγουμε το σημαντικό έναντι αυτού που φαίνεται επείγον. Η επιλογή είναι πλέον η ευθύνη μας.