Κλείνουν τρεις εβδομάδες από την τραγωδία στην Ανατολική Αττική και όλοι προσπαθούν να μαζέψουν τα συντρίμμια τους και να προχωρήσουν μπροστά. Κυρίως οι κάτοικοι που έχουν απομείνει στον Νέο Βουτζά και το Μάτι, οι οποίοι είδαν τους ανθρώπους τους και τις περιουσίες τους να χάνονται μέσα σε μια στιγμή και να καλούνται τώρα να ξεκινήσουν τη ζωή τους κυριολεκτικά από το μηδέν.
Συντρίμμια έχουν γίνει, βεβαίως, και τα (πολιτικά) σχέδια της κυβέρνησης, τα οποία φέρνουν ένα ντόμινο αλλαγών σε όλα τα επίπεδα. Η αρχική -λανθασμένη, όπως αποδείχθηκε- εκτίμηση της κατάστασης και η επικοινωνιακή διαχείριση τις πρώτες ώρες μετά την τραγωδία έδωσε τη θέση της σε παραιτήσεις, αντικαταστάσεις, συγγνώμες και κυρίως στην προσπάθεια να πάρει πάλι πάνω του το παιχνίδι ο Αλέξης Τσίπρας, κατανοώντας ότι έχει πληγεί πρωτίστως η δική του εικόνα και αξιοπιστία. Μόνο που οι τοποθετήσεις υπουργών για «νεκρούς που θολώνουν την εικόνα» (Πολάκης) ή σύγκριση των θυμάτων με την έξοδο από το μνημόνιο (Κουβέλης) δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες…
Ανάμεσα στ’ άλλα, η κυβέρνηση εμμένει πως κομβική σημασία έχει η μάχη κατά της αυθαίρετης δόμησης και η ανασυγκρότηση της Πολιτικής Προστασίας. Με την αντιπολίτευση να διαβάζει τις συγκεκριμένες εξαγγελίες ως προσπάθεια της κυβέρνησης να αποσείσει τις ευθύνες της. Και δεν έχει απόλυτα άδικο, όταν μέσα σε λίγες μόνον ημέρες μετά τις συγγνώμες και τις παραιτήσεις, ακόμη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωσε πάλι πως φταίνε οι προηγούμενοι…
Το μόνο βέβαιο είναι πως την επόμενη μέρα στην Ανατολική Αττική τίποτε δεν θα είναι ίδιο, από τη στιγμή που οι νεκροί έφτασαν -και επισήμως- τους 93. Και η καχυποψία ενυπάρχει όχι μόνο απέναντι στην πολιτική ηγεσία και τον κρατικό μηχανισμό εν γένει, αλλά και στην έρευνα της Δικαιοσύνης, η οποία καλείται να αποφανθεί εάν υπάρχουν ποινικές ευθύνες και ποιους βαρύνουν. Γιατί, κακά τα ψέματα: από πολιτικές ευθύνες και το… μαχαίρι που θα φτάσει στο κόκαλο, έχουμε χορτάσει πια.