Να βάλει «φρένο» στις άδειες που εκμεταλλεύονται τα ευεργετήματα του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού, αλλοιώνοντας όμως τα οικιστικά χαρακτηριστικά του Δήμου, επιχειρεί να βάλει απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου κατά την τελευταία του συνεδρίαση, για μερική αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών.
Το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε την εισήγηση του δημάρχου, Νίκου Μπάμπαλου, για την αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών στα όρια της πόλης, μόνο σε όσες περιπτώσεις γίνεται χρήση των άρθρων 10 παρ. 1, 15 παρ. 8 και 19 παρ. 2 περ. α’ του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού και ιδιαίτερα στην σωρευτική χρήση αυτών, (εξαιρουμένου του άρθρου 25 παρ.1 που αφορά την αναβάθμιση της ενεργειακής απόδοσης του κτηρίου) άρθρα που επιτρέπουν τη χορήγηση ευεργετημάτων ύψους για κτίρια τα οποία πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια που ορίζει ο ΝΟΚ.
Παράλληλα, ο Δήμος ζητά την επίσπευση και ολοκλήρωση των ελέγχων της ΥΔΟΜ στα κτίρια που ήδη έχουν εκδοθεί οικοδομικές άδειες βάσει του ΝΟΚ.
Με αυτήν του την απόφαση ο Δήμος Ηρακλείου προσθέτει τη φωνή του στις αντίστοιχες των άλλων δήμων αλλά και της ΚΕΔΕ που κάνουν λόγο για δυσμενείς συνέπειες από τον ΝΟΚ, καθώς υπάρχουν φόβοι ότι η αλόγιστη χρήση των ευεργετημάτων που υιοθετεί θα φέρει υπερδόμηση και θα πλήξει τις πόλεις και την ποιότητα ζωής των κατοίκων τους.
Άλλωστε, ο Κανονισμός τέθηκε πρόσφατα στην κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έχει παραπέμψει στην Ολομέλειά του την οριστική απόφαση, μετά και την πρωτόδικη απόφαση του Ε’ Τμήματος, το οποίο έκρινε ορισμένες διατάξεις του ν. 4067/2012 (ΝΟΚ), ως αντισυνταγματικές.
Σκληρή ήταν και η ανακοίνωση που εξέδωσε η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος σχετικά με την τροπολογία που κατέθεσε στην Βουλή το υπουργείο Περιβάλλοντος σχετικά με τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό.
H ΚΕΔΕ ζητά μεταξύ άλλων την πλήρη κατάργηση των bonus ύψους, να μην ψηφιστεί η τροπολογία και να υπάρξει διάλογος και μελέτες για να βρεθεί οριστική λύση στο πρόβλημα.
Χαρακτηριστικά μάλιστα τονίζει ότι η αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών με την χρήση “bonus” του ΝΟΚ και η άμεση και κατά προτεραιότητα εκδίκαση των δύο υποθέσεων που εκκρεμούν στην Ολομέλεια του ΣτΕ είναι μονόδρομος.