Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 12/11/2022
Ένα νέο πολιτικό σκηνικό, αλλά όχι αυτό που προέβλεπαν αρχικά οι δημοσκοπήσεις διαμόρφωσαν στις ΗΠΑ οι ενδιάμεσες εκλογές. Το βέβαιο είναι ότι δόθηκε και επισήμως η έναρξη για τον μαραθώνιο που θα οδηγήσει στις ομοσπονδιακές εκλογές το Νοέμβριο του 2024, με τον Ντόναλντ Τραμπ να αναμένεται ν’ ανακοινώσει το… μυστικό του την ερχόμενη Τρίτη: την πρόθεσή του να διεκδικήσει την επιστροφή του στο Λευκό Οίκο, διεκδικώντας το χρίσμα του υποψηφίου προέδρου των Ρεπουμπλικάνων.
Η έντονη ανάμειξη του Τραμπ στην προεκλογική περίοδο για τις ενδιάμεσες εκλογές δεν φαίνεται να έδωσε πάντως στους Ρεπουμπλικάνους την ώθηση που προσδοκούσαν, καθώς μπορεί μεν να πήραν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, αλλά δεν κατάφεραν να κερδίσουν και τον έλεγχο της Γερουσίας. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι οι Δημοκρατικοί και ο Τζο Μπάιντεν δεν θ’ αντιμετωπίσουν το φαινόμενο να μπλοκάρουν οι Ρεπουμπλικάνοι στα δύο σώματα τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της διοίκησής τους, ωστόσο σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να προχωρήσουν σε κάποιους συμβιβασμούς, όπως παραδέχθηκε και στο διάγγελμά του μετά το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας ο Αμερικανός πρόεδρος.
Ο κίνδυνος του διχασμού
Παρά το αποτέλεσμα πάντως, η Αμερική εξακολουθεί να κινδυνεύει από βαθύ διχασμό, καθώς τα τραύματα από την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος από τον Τραμπ το 2020 και την εισβολή των υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο παραμένουν ανοικτά. Αν και οι περιπτώσεις υποψηφίων των Ρεπουμπλικάνων που δεν αναγνώρισαν την ήττα τους στις ενδιάμεσες εκλογές ήταν ελάχιστες – παρά τους φόβους ακόμη και του ίδιου του Μπάιντεν για το αντίθετο – το κλίμα παραμένει φορτισμένο και ο Τραμπ, έχοντας στο μυαλό του την επιστροφή στο Λευκό Οίκο, δείχνει αποφασισμένος να πάει σε μια κατά μέτωπο επίθεση κατά των Δημοκρατικών και του προέδρου με αιχμή του δόρατος την οικονομία, τον υψηλό πληθωρισμό και την ακρίβεια.
Ο μάγος του… Οζ
Εάν ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ είδε πάντως τις ενδιάμεσες εκλογές όχι απλώς ως ένα δημοψήφισμα απέναντι στην πολιτική της διοίκησης Μπάιντεν, αλλά ως μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να γράψει από την αρχή το πολιτικό του μέλλον, τότε το βέβαιο είναι ότι το «στοίχημα» δεν του βγήκε. Διότι η ακραία πόλωση στην οποία κατέφυγε «τρόμαξε» τελικά τους ψηφοφόρους, οι οποίοι, έστω και στο νήμα, προτίμησαν στις κρίσιμες περιφέρειες και στις κρίσιμες μονομαχίες τους υποψηφίους των Δημοκρατιών. Όπως έγινε, για παράδειγμα, στην Πενσυλβάνια, όπου ο εκλεκτός του… Ερντογάν, Μεχμέτ Οζ, τουρκικής καταγωγής υποψήφιος γερουσιαστής με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, ηττήθηκε κατά κράτος από τον υποψήφιο των Δημοκρατικών Τζον Φέτερμαν.
Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα δείχνει να ευνοεί – θεωρητικά τουλάχιστον – και την ελληνική πλευρά, καθώς η εκλογή του Οζ και σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου οι Ρεπουμπλικάνοι θα είχαν πάρει τον έλεγχο και της Γερουσίας θα ήταν το χειρότερο σενάριο για την προώθηση ή, έστω, διαφύλαξη των ελληνικών συμφερόντων. Ζήτημα στο οποίο η Ελλάδα αναμένει εκ νέου βοήθεια από γνωστά πρόσωπα, όπως ο επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Ρόμπερτ Μενέντεζ, ο οποίος όλα δείχνουν ότι θα παραμείνει στο πόστο του.