Την ώρα που ο εκλεκτός των ΗΠΑ, ο Αμερικανογεωργιανός Σαακσβίλι γινόταν δεκτός με τιμές αρχηγού κράτους από την «πολιτική και πολιτειακή ηγεσία», η χώρα του επιβιώνει κάτω από απίστευτες συνθήκες. Στην Ελλάδα ζουν και εργάζονται παράνομα χιλιάδες γυναίκες από τη Γεωργία, φροντίζοντας ηλικιωμένους. Με τα χρήματά τους επιβιώνουν ολόκληρες οικογένειες. Αλλά πώς φτάνουν ως τη χώρα μας;
Διαβάστε το κείμενο που έστειλε σ' όλο τον κόσμο η οργάνωση της Γεωργίας Κέντρο Πληροφόρησης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» (HRIDC) και θαυμάστε την κατάσταση στην οποία έφερε τους κατοίκους της Γεωργίας η διάλυση της ΕΣΣΔ και η έλευση του «θαυματουργού» καπιταλισμού. Όσο για την ηγεσία του ΥΠ.ΕΞ., που επέλεξε τον κ. Σαακασβίλι ως επίσημο προσκεκλημένο, τα σχόλια δικά σας…
…Μιλά μια νέα γυναίκα που σήμερα εργάζεται στον τόπο μας: «Φθάσαμε στην ελληνική πόλη Αλεξανδρούπολη μετά από ένα ταξίδι 27 ημερών μέσα σε βροχές και χιόνια. Πριν, πουληθήκαμε δύο φορές από Γεωργιανούς, στην Τραπεζούντα και στην Κωνσταντινούπολη. Εμείς, κορίτσια από 20 έως 30 ετών, αναγκαστήκαμε να παρέχουμε σεξουαλικές υπηρεσίες σε γέρους Τούρκους άνω των 60 ετών. Το πιο φοβερό μέρος του ταξιδιού ήταν η απόσταση μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και των ελληνικών συνόρων: δάση, βράχια, στενά μονοπάτια, λίμνες και ανυπόφορο κρύο. Δύο γυναίκες πέθαναν από το κρύο στα τουρκικά δάση και τις θάψαμε εκεί. Μια από μας έπεσε σε φαράγγι».
Η Μάγια ήταν είκοσι τριών ετών. Ο πατέρας της πέθανε κι έτσι αποφάσισε να πάει στην Ελλάδα. Λέει η ίδια: «Η οικογένεια μου λιμοκτονούσε. Η μητέρα μου ήταν ανίκανη για εργασία και ο αδελφός μου σπουδαστής στην έβδομη τάξη – έπρεπε να τους φροντίσω».
Και παρακάτω μιλά για την οδύσσεια που αντιμετώπισε. Τους είχαν πάρει τα διαβατήρια και τα λίγα χρήματα που είχαν, λέγοντας ότι θα ετοίμαζαν τα έγγραφα για το ταξίδι στην Ελλάδα. Στην Τραπεζούντα βιάστηκαν και χτυπήθηκαν από Τούρκους που τους έριχναν χρήματα στο κρεβάτι. Στην Κωνσταντινούπολη η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε, σε χειρότερη έκδοση. «Τα άτομα που συναντήσαμε και τολμήσαμε να αντισταθούμε και να φωνάξουμε, όχι μόνο μας έβρισαν, αλλά και μας χτυπήσανε πολύ σοβαρά. Κουραστήκαμε σύντομα από την άνιση προσπάθεια της υπεράσπισής μας και αυτοί έσβηναν τα τσιγάρα τους στα χέρια μας και μας έκαιγαν. Έχω ακόμα ένα σημάδι από τσιγάρο».
Τις φυλάκισαν και τις χτύπησαν, τους έδωσαν υπνωτικό. Ύστερα από οκτώ ημέρες κακοποίησης, ξεκίνησαν για την Ελλάδα μια ομάδα γυναικών από τη Γεωργία και την Αρμενία. Οδηγός τους ένας Τούρκος.
«Φαινόταν να ξέρει καλά τα ίχνη παρότι ήταν σκοτάδι και ο δρόμος δεν φωτιζόταν. Έκανε παγωνιά και έβρεχε, ο αέρας φυσούσε πολύ δυνατά. Καμία από μας δεν είχε τσάντα, είχαμε πετάξει τα πάντα στον δρόμο και ήμασταν πολύ κουρασμένες. Τα ρούχα μας ήταν κουρέλια και μοιάζαμε ζητιάνες. Καμία δεν είχε τρόφιμα. Ο Τούρκος μάς πετούσε περιστασιακά κομμάτια ψωμιού, αν και δεν ήταν αρκετό για την κάθε μια. Ήταν νύχτα, όταν μια Αρμένισσα φώναξε ότι η συγγενής της και ένα άλλο κορίτσι είχαν μείνει πίσω. Κάναμε σήμα στον Τούρκο για να τις περιμένουμε, αλλά αρνήθηκε. Επιμείναμε, ειδάλλως θα φωνάζαμε δυνατά. Τις είδαμε… Τα νέα κορίτσια έτρεμαν και δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Σταματήσαμε. Ήταν νύχτα και μαύρο σκοτάδι σαν πίσσα. Πέσαμε να κοιμηθούμε εκεί. Την αυγή, ο Τούρκος μάς ξύπνησε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε… Τα δύο κορίτσια είχαν πεθάνει τη νύχτα. Κλαίγοντας, τις θάψαμε, έτσι ώστε τα ζώα ίσως δεν θα πείραζαν τα σώματά τους… Μια νέα γυναίκα έπεσε σε βαθύ φαράγγι και δεν μπορούσαμε να ξανακοιτάξουμε. Εάν θα είχαμε κοιτάξει, θα είχαμε πέσει κι εμείς στο φαράγγι. Το κορίτσι που ήταν πίσω από αυτήν κραύγασε τόσο, που παρά λίγο να πέσουμε όλες…».