Το μεγάλο θέμα για την Παιδεία σήμερα, δεν είναι η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων. Αυτή αφορά στο απώτερο μέλλον. Ο μεγάλος ασθενής σήμερα είναι τα δημόσια πανεπιστήμια. Τα οποία πάσχουν από δύο σοβαρότατες ασθένειες, η θεραπεία των οποίων δεν έχει τίποτε να κάνει με την αναθεώρηση του Συντάγματος: Πρώτον από συστηματική υποχρηματοδότηση και δεύτερον από τα συμπτώματα του συγκεντρωτισμού και του κρατισμού. Η υπερβολική έμφαση στη συζήτηση για τα μη κρατικά ΑΕΙ, διά της γνωστής μεθόδου του αντιπερισπασμού, υποβαθμίζει τη σημασία της βελτίωσης της ποιότητας της δημόσιας εκπαίδευσης και αποπροσανατολίζει τη συζήτηση από το πραγματικό διακύβευμα της Παιδείας.
Παρατήρηση 2η:
Η ίδρυση καθαρά ιδιωτικών πανεπιστημίων έχει αμφίβολο μέλλον για τη χώρα μας. Το μέγεθος της ελληνικής «εκπαιδευτικής και ερευνητικής αγοράς» και οι συνθήκες της παγκόσμιας οικονομίας δεν δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα για μεγάλες επενδύσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας. Στην καλύτερη λοιπόν περίπτωση, θα γίνουν διδακτήρια τύπου Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης, που δεν χρειάζονται μεγάλες υποδομές. Αλλά αυτά, μόνο ως πανεπιστήμια δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.
Παρατήρηση 3η:
Είναι λάθος η αντίληψη ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα αναγκάσει και τα δημόσια να αναβαθμιστούν λόγω ανταγωνισμού. Πρώτον, γιατί είναι αμφίβολο αν θα υπάρξουν τελικά ανταγωνιστικά ιδιωτικά πανεπιστήμια. Και δεύτερον, γιατί με τα σημερινά δεδομένα της μεγάλης εξάρτησης των δημόσιων ΑΕΙ από το κράτος, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκτήσουν την απαιτούμενη για τη βελτίωσή τους ευελιξία. Αφού και σήμερα, χωρίς συνθήκες ανταγωνισμού, τα πανεπιστήμιά μας ζητούν διαρκώς μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις και περισσότερες αρμοδιότητες αυτοδιοίκησης για να μπορέσουν να βελτιωθούν, αλλά σκοντάφτουν διαρκώς πάνω στην κρατική άρνηση. Γιατί λοιπόν αυτή η αντίληψη να αλλάξει, όταν θα τροποποιηθεί το άρθρο 16;
Παρατήρηση 4η:
Η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι λάθος να αντιμετωπιστεί ως ιδιωτικοποίηση ενός μέρους της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικά σήμερα, που είναι ευρέως γνωστό ότι ακόμη και στις χώρες όπου ανθεί η ιδιωτική παιδεία, αυτό δεν συμβαίνει σε βάρος της δημόσιας εκπαίδευσης. Αντίθετα, γίνεται συμπληρωματικά, ως παροχή μιας επιπλέον δυνατότητας. Το ύψος της μέσης δημόσιας χρηματοδότησης στην Ε.Ε. για την εκπαίδευση και την έρευνα δίνει από μόνο του την απάντηση στους νεοφιλελεύθερους της κυβέρνησης. Η μέχρι τώρα πολιτική των οποίων είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Το πρόσφατο δείγμα κυβερνητικής γραφής, με την υποτιθέμενα αξιοκρατική θεσμοθέτηση της βαθμολογικής βάσης για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα τέτοιων προθέσεων. Αφού η όλη υπόθεση λειτούργησε ουσιαστικά υπέρ της μεταφοράς σπουδαστών από δημόσιες σχολές της περιφέρειας (19.000 θέσεις έμειναν κενές) στα ιδιωτικά κολέγια δίκην πελατείας. Και μάλιστα άνευ όρων, αφού η πρόσβαση στις ιδιωτικές σχολές επιτρέπεται ελεύθερα, άνευ αξιοκρατικών και λοιπών προϋποθέσεων!
Παρατήρηση 5η:
Στη χώρα μας λειτουργούν ήδη ιδιωτικά πανεπιστήμια. Διά της πλαγίας, ασφαλώς, οδού. Πρόκειται για παραρτήματα ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, που λειτουργούν με τη μέθοδο της δικαιόχρησης (franchising), των οποίων η λειτουργία για την ώρα, είναι εντελώς ανεξέλεγκτη, χωρίς κανόνες και εγγυήσεις. Τα διπλώματα που εκδίδουν όμως, σύμφωνα με σχετική οδηγία της Ε.Ε., θα αναγνωρίζονται στο εξής ως ισότιμα των δημόσιων πανεπιστημίων. Τι είναι λοιπόν προτιμότερο; Να κάνουμε τη στρουθοκάμηλο και να συνεχίσουμε, μόνοι εμείς, να μη βλέπουμε το πρόβλημα; Εμμένοντας πεισματικά στην ελληνική ιδιαιτερότητα και επαναλαμβάνοντας ένα δεύτερο «έπος», αντίστοιχο του βασικού μετόχου; Ή να προσπαθήσουμε να εντάξουμε, όσα από τα ιδιωτικά πληρούν τις ακαδημαϊκές προδιαγραφές, στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, προκειμένου αυτά επιτέλους να ελεγχθούν και να πάψουν να λειτουργούν εκτός κανόνων;
Και μία πρόταση
Πρώτη προτεραιότητα σήμερα είναι να αναλάβει επιτέλους η πολιτεία τις υποχρεώσεις της απέναντι στο δημόσιο πανεπιστήμιο, προκειμένου αυτό να σταθεί στα πόδια του οικονομικά και να αποδεσμευτεί διοικητικά από τον ασφυκτικό κρατικό εναγκαλισμό.
Η αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης της εκπαίδευσης στο 5% και της έρευνας στο 1,5% του ΑΕΠ, καθώς επίσης και η θεσμοθέτηση της πλήρους ακαδημαϊκής, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και αυτοδιοίκησης των δημόσιων πανεπιστημίων αποτελούν την πρώτη σειρά αδιαπραγμάτευτων προϋποθέσεων για τις οποίες πρέπει να δοθεί αγώνας να ισχύσουν, προκειμένου να αναθεωρηθεί το άρθρο 16. Που σημαίνει βέβαια και την άμεση απόσυρση του προσχεδίου για το νόμο-πλαίσιο, που κινείται ακριβώς στην κατεύθυνση των ασφυκτικών κρατικών ελέγχων.
Θα πρέπει ακόμη να θεσμοθετηθούν κανόνες ισοτιμίας για μη κρατικά και δημόσια ΑΕΙ, που να επιβάλλουν το ίδιο πλαίσιο λειτουργίας και τις ίδιες αυστηρές ακαδημαϊκές προϋποθέσεις και για τους δύο τύπους ιδρυμάτων. Ίδιοι κανόνες εισαγωγής των σπουδαστών, ίδια κριτήρια επιλογής των καθηγητών και ενιαίο σύστημα ακαδημαϊκής αξιολόγησης, είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις που πρέπει να συμβούν πριν από την αναθεώρηση του άρθρου 16.
Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, είναι αδιανόητο να διατηρούνται κρατικά μονοπώλια. Από την άλλη, αυτό δεν πρέπει να ταυτιστεί με την άνευ όρων ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Διότι το πανεπιστήμιο του μέλλοντος δεν θα είναι ούτε το κρατικό ούτε όμως και το ιδιωτικό. Θα είναι όμως «Το Κοινωνικό». Αυτό που θα ανήκει στην κοινωνία των πολιτών και θα κινείται ανάμεσα στο κράτος και την ιδιωτική πρωτοβουλία, αξιοποιώντας προς όφελος της Παιδείας και τους δύο τομείς.
Αλέξανδρος Μρέγιαννης
Δημοτικός Σύμβουλος Αμαρουσίου