1. Από ένα σύνολο προσδοκώμενων εσόδων 117, 5 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 14 εκατ. « έκτακτες επιχορηγήσεις» και τα 2,5 εκατ. « πρόστιμα παράνομων διαφημίσεων» (!), δεν αναμένεται, στην καλύτερη περίπτωση, να εισπραχθούν στην πράξη περισσότερα από 107 εκατ. ευρώ. Από αυτά:
• Τα 21,23 εκατ. αποτελούν «δαπάνες ΠΟΕ και αποδόσεις σε τρίτους» δηλ. θα ξεπληρώσουν υπάρχοντα χρέη του Δήμου (πλην δανείων) και τρέχουσες υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο.
• Τα 27,88 εκατ. αποτελούν δόσεις αποπληρωμής δανείων, ποσό τριπλάσιο σχεδόν από την ετήσια τακτική κρατική επιχορήγηση του δήμου ( 10,8 εκατ.)
• Τα 3,15 εκατ. αποτελούν εισφορές προς τον ΕΣΔΚΝΑ και την ΤΕΔΚΝΑ.
• Απομένουν επομένως μόλις τα μισά, δηλ. 54,74 εκατ. ευρώ για να λειτουργήσει ο Δήμος το 2009. Αλλά και από αυτά:
• Τα 15,7 εκατ. καλύπτουν ανελαστικές δαπάνες του προσωπικού, που μισθοδοτείται απ’ ευθείας από τον Δήμο, μόνιμου και αορίστου χρόνου.
• Τα 6,0 εκατ. καλύπτουν αμοιβές αιρετών και συναφείς αμοιβές τρίτων.
• Τα 7,85 εκατ. καλύπτουν τις επιχορηγήσεις των ΝΠΔΔ του Δήμου.
• Απομένουν, επομένως, 25,19 εκατ. ευρώ για να καλυφθούν μια σειρά δαπάνες. Η πιο σημαντική, και σαφώς ανελαστική, είναι το κόστος του προσωπικού που ασχολείται σε αντικείμενα του Δήμου μέσω προγραμματικών συμβάσεων με Δημοτικές Επιχειρήσεις (Καθαριότητα, Τοπική Συγκοινωνία, Πράσινο, Ειδική Υπηρεσία, Βρεφονηπιακοί κ.λπ.). Το κόστος αυτό, μαζί με τις συναφείς δαπάνες (προμήθειες, επισκευές, καύσιμα, συντήρηση, μισθώματα, γενικά έξοδα) του οικείου εξοπλισμού προσεγγίζει, αν δεν καλύπτει, το πιο πάνω ποσό. Τι απομένει λοιπόν για το «επενδυτικό» πρόγραμμα του Δήμου, για τα τόσο αναγκαία έργα τεχνικής υποδομής, την εξασφάλιση και ανάπλαση ελεύθερων χώρων; Πρακτικά τίποτα.
2. Για να παρακάμψει το αδιέξοδο αυτό, η δημοτική Αρχή προχώρησε στη μέθοδο του Προκρούστη. Ό,τι περισσεύει από την κλίνη, που η ίδια έστρωσε (με δεδομένες, πάντα, και τις σοβαρότατες ευθύνες της προκατόχου της), το πετσοκόβει. Έτσι, παρουσίασε και ψήφισε ένα Προϋπολογισμό, στον οποίο το κόστος της Δημοτικής Συγκοινωνίας «προϋπολογίζεται» μόλις σε 1,2 εκατ., ενώ είναι πολλαπλάσιο, το κόστος Καθαριότητας μέσω της ΔΕΑΔΑ «προϋπολογίζεται» μόνο σε 3,87 εκατ. ευρώ, ενώ είναι επίσης, πολλαπλάσιο, κ.ο.κ.
3. Μετά από αυτά, το προκλητικά χαμηλό (πρακτικά μηδενικό) ποσό των 687.000 ευρώ που προβλέπεται για « απαλλοτριώσεις οικοπέδων και εδαφικών εκτάσεων» μπορεί να δημιουργεί μια εύλογη αγανάκτηση, αλλά έκπληξη καμία.
4. Ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα, που αναδεικνύεται μέσα από τον Προϋπολογισμό, είναι και η συνεχιζόμενη ομηρία των εργαζομένων στον Δήμο μέσω των Δημοτικών Επιχειρήσεων (κύρια της ΔΕΑΔΑ) και του «Οργανισμού Εργασίας», που εξομοιώθηκαν πλέον, ως προς το εργασιακό τους καθεστώς. Από τη μια μεριά δεν προβλέπεται η μισθοδοσία τους σε θέσεις αορίστου χρόνου στον Δήμο, όπως θα έπρεπε να γίνει μετά τη νομική διευθέτηση που προηγήθηκε. Από την άλλη, όπως ήδη επισημάνθηκε παραπάνω, τα αναγραφόμενα κονδύλια («προγραμματικές συμβάσεις») μικρό μόνο μέρος της μισθοδοσίας τους καλύπτουν με το καθεστώς που ακόμη εφαρμόζεται. Μια ακόμη «γκρίζα περιοχή» που παραπέμπει την οριστική λύση του εργασιακού ζητήματος στην αβεβαιότητα μελλοντικών αναμορφώσεων υπό τη Δαμόκλειο σπάθη της ανοιχτής απειλής περί «ανεπαρκών εσόδων του Δήμου», για τα οποία «φταίνε μόνο οι άλλοι» .
Ύστερα από τα παραπάνω το τελικό συμπέρασμα προκύπτει «ηλίου φαεινότερο»: Η ουσία της πολιτικής της δημοτικής αρχής του κ. Πατούλη παραμένει το ίδιο αντιλαϊκή με αυτή του προκατόχου του. Ακολουθεί και αυτή κατά πόδας, σε τοπικό επίπεδο, τη συνολικότερη κυβερνητική πολιτική, όπως αυτή καθορίζεται, προς όφελος της οικονομικής ολιγαρχίας, με βάση τις κεντρικές οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη διαμόρφωση των οποίων συμμετέχουν δραστήρια και διαχρονικά και οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις.
Το ίδιο καθαρό είναι ότι η πολιτική αυτή της δημοτικής Αρχής δεν πρόκειται να αλλάξει, τίποτα δεν πρόκειται να κερδηθεί υπέρ της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, εάν δεν αναπτυχθεί ένα ουσιαστικό, μαζικό, διεκδικητικό κίνημα απέναντί της στο πλαίσιο και σε συνδυασμό με τους συνολικότερους αγώνες των εργαζομένων, για καλύτερους όρους δουλειάς και διαβίωσης, με σταθερή προοπτική την ανατροπή του εκμεταλλευτικού συστήματος.