Συνιδρυτής στα τέλη της δεκαετίας του 1960 μαζί με τον Κάρλο ντ’ Αντζιό και τον Τζοβάνι Μαουριέλλο του θρυλικού συγκροτήματος της Nuova Compagnia di Canto Popolare, μέσα από μελέτη και έρευνα εθνομουσικολογική, έφεραν στο προσκήνιο παραδοσιακά τραγούδια και μουσικές πρώτα της Καμπανίας, περιοχής της Νάπολης από όπου κατάγονταν και μετά της Κάτω Ιταλίας γενικότερα, ενορχηστρωμένα με τα αυθεντικά όργανα και παιγμένα με τον παραδοσιακό τρόπο. Η προσπάθειά τους, βρίσκει τεράστια απήχηση στο κοινό –ιδιαίτερα μετά τη συμμετοχή του συγκροτήματος στο διάσημο «Φεστιβάλ των δύο κόσμων» του Σπολέττο1 το 1972 και το 1974– ακόμα και πέρα από την Ιταλία.
Συνέντευξη στον Κώστα Ποντικόπουλο
Το 1976, αποχωρεί μαζί με τον Κάρλο ντ’ Αντζιό και ιδρύουν το συγ κρότημα Musicanova, προκειμένου να εμπλουτίσουν το ρεπερτόριό τους με δικά τους τραγούδια, γραμμένα σε παραδοσιακό ύφος.
Από το 1998 βρίσκεται επικεφαλής ενός μεγάλου κινήματος, του Tananta Power, σε μία προσπάθεια προβολής του πολιτισμού της Κάτω Ιταλίας και της Μεσογείου γενικότερα, μέσα σε ένα πλαίσιο επανεξέτασης της ιστορικής αλήθειας, σε ότι αφορά στην ίδρυση του ιταλικού κράτους και τις πραγματικές ιστορικές σχέσεις Ιταλικού Βορρά και Νότου, παράλληλα με την εξέταση των συγγενικών σχέσεων του Ιταλικού Νότου με τις χώρες της Μεσογείου.
Έχει δώσει συναυλίες σε όλη τη γη, από την Κίνα έως την Αυστραλία και από την Αφρική έως τη Λατινική Αμερική. Έχει γράψει μουσικές για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο και είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του έγκυρου Kaulonia tarantella festival στην περιοχή του Reggio Calabria.
Ευγένιος, «Νεα»πολιτάνος, Partenopeo2, προσωπικά έχετε πολλή Ελλάδα μέσα σας. Πώς και δεν σας έχουμε ξαναδεί μέχρι τώρα εδώ;
Στην Ελλάδα έχω ξανάρθει, πρώτα το 1996 και πριν από τρία χρόνια, έπαιξα στην Θεσσαλονίκη. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι μου είναι αρκετό. Θα πρέπει όμως να πούμε ότι αν κι έχω παίξει σχεδόν σε όλο τον κόσμο, στην Ελλάδα δεν έχω έρθει πολύ συχνά κι αυτό οφείλεται περισσότερο σ’ εσάς, παρά σε μένα. Αντιθέτως, εύχομαι να γεμίσω αυτό το κενό, διότι με την μουσική που εγώ κάνω, εδώ αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου.
Εξ’ άλλου το επόμενο βήμα στο Taranta power –ένα μεγάλο κίνημα που σήμερα είναι μία σημαντική πραγματικότητα στην Ιταλία προωθώντας μία διαφορετική μουσική– είναι η συνειδητοποίηση μιας μεσογειακής ταυτότητας που σίγουρα υπάρχει, όπως υπάρχει και μια εκπληκτική κι απόλυτη, σχεδόν αδελφική ομοιότητα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία του Νότου.
Αλλά πηγαίνοντας ακόμα πιο μακριά, οι ίδιες μουσικές διάλεκτοι, τα όργανα και οι μουσικές φόρμες του MAGREB, της Αλγερίας, της Αιγύπτου, του Μαρόκου έχουν έντονες ομοιότητες με τη μουσική των νοτίων παραλίων περιοχών της Ιταλίας, και ειδικά οι μουσικές κλίμακες, έτσι που να γίνεται σ’ αυτό το πλαίσιο ρεαλιστικό να μιλήσουμε για μία Μεσόγειο ειρήνης και ποίησης.
Αυτό που λέτε, είναι μια προέκταση της ιδέας του Taranta Power;
Το Taranta power, είναι κάτι που είχα στο μυαλό μου από χρόνια και το πραγματοποίησα το 1998. Ενσαρκώνει κάτι που ήταν έτοιμο να εκραγεί στην Ιταλία και που πραγματικά μετά εξερράγη, δηλαδή μια επιστροφή στη συνείδηση πάνω απ’ όλα μιας εθνικής μουσικής κουλτούρας, βασισμένη στο ρυθμό και την τελετουργία του ταράντα. Κι αυτό γέννησε ένα μεγάλο νεανικό κίνημα που έφτασε μέχρι το ν’ ανοίξουν σχολές, σχολές χορού, ωδεία ειδικών μουσικών οργάνων, αλλά πάνω απ’ όλα την επανακάλυψη μιας πολύ δυνατής μουσικής κληρονομιάς.
Σήμερα γίνονται πια μεγάλα φεστιβάλ κυρίως στην Νότιο Ιταλία, στην Καλάμπρια, στην Πούλια –αλλά και στη Ρώμη, φέτος γίνεται στη Ρώμη το Roma tarantella festival– δηλαδή έχει βγει στο φως μια θεματολογία που έως προ ολίγου καιρού έδειχνε λησμονημένη, σχεδόν ολοκληρωτικά αγνοημένη.
Το taranta power είναι η επανάκτηση ενός μουσικού λεξιλογίου που ανήκει στις ρίζες μας, και με αυτή την έννοια είναι διεθνές και εύχομαι –έτσι όπως κάνω εγώ– αυτό να μετουσιωθεί σε μία γενικότερη δημιουργικότητα, γιατί είναι πολύ σημαντικό να επιζήσει η λαϊκή παραδοσιακή μουσική και να ανανεωθεί με την παρέμβαση των καλλιτεχνών κι εδώ είναι ο ρόλος τους και υπάρχουν πολλοί σήμερα στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική. Είναι σα ν’ ανθίζει μια νέα διαφορετική κουλτούρα, συνέχεια μιας παμπάλαιης παράδοσης και πνεύματος.
Καταλαβαίνω, ότι το Taranta Power είναι ένας τρόπος αντίστασης στην επέλαση του αγγλοσαξωνικού μοντέλου στον πολιτισμό με ό,τι αυτό μπορεί να επιφέρει. Απ’ την άλλη, η Μεσόγειος, έχει ιστορικά καθοριστεί από μία αιώνια έχθρα, αυτή του Χριστιανικού στοιχείου με το Μουσουλμανικό, που τα τελευταία χρόνια έχει επανακάμψει δριμύτερη. Πιστεύετε ότι η αντιμετώπιση αυτού του κοινού εχθρού μπορεί να φέρει κοντά αυτούς τους δύο ιστορικούς εχθρούς;
Νομίζω πως το σημαντικότερο στοιχείο του Taranta Power είναι η αντίθεσή του σε έναν πολιτισμό επιβεβλημένο από την τηλεόραση. Αφορμή, για να δώσω ένα παράδειγμα, μού ’ρχεται από ένα πραγματικό ιστορικό πολιτισμικό προηγούμενο, την κουλτούρα και την ποίηση του φλαμένκο στην Ισπανία. Αντιτίθεται με έναν τρόπο καθαρό, ακριβή στις μόδες του αγγλοσαξωνικού κόσμου και αντιτίθεται με έναν χορό, με παραμύθια, με μια ποίηση ριζωμένη στην τσιγγάνικη αραβοανδαλουσιανή κουλτούρα της Ισπανίας. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στην Ιταλία με το Taranta power, αντιτάσσοντας δηλαδή στις εύκολες λάτιν σχολές χορού και στην καταναλωτική μουσική του αγγλοσαξωνικού σύμπαντος τους ρυθμούς της κρουστής κιθάρας με τρόπο μοντέρνο και σύγχρονο, όχι νοσταλγικά.
Αυτή είναι μία συζήτηση που αφορά έντονα και την Ελλάδα, γιατί η Ελλάδα είναι άλλη μία χώρα με ιδιαίτερο πολιτισμό και ταυτότητα και που και αυτή διατρέχει τον κίνδυνο η ξενοφιλία, η αγγλοφωνία και οι πολυεθνικές να επιβληθούν. Για παράδειγμα, στη μουσική του δελτίου ειδήσεων, που αρχιτεκτονικά μάς ανήκει, έχει βίαια επιβληθεί ένας άγρια παγκοσμιοποιημένος ήχος. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, που θεωρώ ότι είναι σήμερα βασικό πρόβλημα επιβίωσης του πολιτισμού, για ν’ αρχίσουμε από τη γλώσσα, υπάρχει ανάγκη συμμαχιών με αυτούς που ήταν κάποτε εχθροί μας: κι αυτοί είναι οι νέοι άνθρωποι που βρίσκονται τώρα στην Ιταλία κι έχουν έρθει από το Μαρόκο, την Αλγερία, και παίζουν τα δικά τους εθνικά όργανα κι έχουν τεράστια συγγένεια με τους μουσικούς της taranta3. Στο συγκρότημά μου από χρόνια υπάρχουν συνεργασίες με εξωκοινοτικούς καλλιτέχνες που έχουν έρθει στην Ιταλία και που σε κάθε περίπτωση συνιστούν μία σημαντική φωνή, ένα απαύγασμα του Νότου που αντιτίθεται δημιουργικά στον μαζικοποιημένο πολιτισμό της τηλεόρασης. Αυτό είναι ένα πολύ βασικό θέμα: εγώ θάλεγα ν’ αρχίσουμε από τη γλώσσα: Για την συναυλία μου στο Μαρούσι, πήρα ένα ελληνικό λεξικό, αυτά τα λίγα λόγια που θα πω, θέλω να τα πω ελληνικά. Όχι αγγλικά, αν και μιλάω αγγλικά, αλλά αυτή είναι μια βία που υφιστάμεθα και πρέπει ν’ αποτινάξουμε.
Είστε λοιπόν αισιόδοξος σε ότι αφορά την αντίσταση σε αυτήν την επίθεση του αγγλοαμερικανικού πολιτισμού;
Ναι, είμαι αισιόδοξος γιατί είναι θέμα επιβίωσης. Αν οι χώρες, κυρίως της Μεσογείου, δεν νικήσουν αυτή τη μάχη, είναι καταδικασμένες να πεθάνουν. Στην Ευρώπη σε μεγάλο βαθμό, οι τοπικές κουλτούρες αργοσβήνουν. Κι’ αυτό είναι μια μεγάλη ζημιά. Ενώ σ’ αυτούς τους νότους τους περιθωριακούς, λίγο γιατί είναι περιθωριακοί, λίγο γιατί είναι ορεινοί και άγονοι, κάτι έχει μείνει κι είναι ακριβώς αυτό που γεννάει τη δυνατότητα και μας επιτρέπει να θυμόμαστε τα παραμύθια των πάππων μας και να μη λησμονούμε ένα λαϊκό πολιτισμό δεμένο στη μουσική, στη μαγειρική, στα μουσικά όργανα, σε ένα πολύ δυνατό αισθητικό πλαίσιο.
Όλα αυτά, εδώ στην Αθήνα, ίσως μοιάζουν αρκετά αμβλυμένα, όπως αμβλυμένα είναι και στην Ιταλία στις πόλεις. Όμως στις επαρχίες, αυτή η παρουσία, αυτή η προΰπαρξη ενός τοπικού πολιτισμού είναι πολύ δυνατή και το να καταστραφεί θα ήταν μία πολιτιστική καταστροφή που δεν μπορούμε να επιτρέψουμε.
Έτσι νομίζω πως ο τόπος υπάρχει. Όταν εγώ βλέπω μία κοπέλα από το Σαλέντο να χορεύει το ταράντα, βλέπω μία ρώμη, μία δύναμη του πολιτισμού μας, κάτι εμβληματικό. Η μέση ηλικία του κοινού των συναυλιών μου είναι χαμηλότατη, πολύ χαμηλότερη εκείνης των ειδώλων της ποπ μουσικής που είναι πολύ πιο διάσημοι από μένα. Τις συναυλίες μου παρακολουθεί ένα κοινό νεανικότατο κι’ αυτό είναι ένα σημάδι του πώς, ενστικτωδώς, η νέα γενιά –παρ’ ότι αφομοιωμένη στην μαζική κουλτούρα– εμπεριέχει μια σημαντική συνιστώσα πού ’χει συνειδητοποιήσει με τρόπο νικηφόρο αυτή την αναγκαιότητα. Είμαι πολύ αισιόδοξος γιατί κάθε βράδυ, μπροστά στα μάτια μου εκτυλίσσονται σκηνές εκπληκτικές, σκηνές συμμετοχής. Στις συναυλίες μου, δεν επαναλαμβάνεται η τελετουργία των συναυλιών των τηλεοπτικών ειδώλων –λίγο απόμακρα, λίγο άπιαστα– υπάρχει τεράστια συμμετοχή, μας έχει τύχει να πρέπει να παίξουμε ανάμεσα σε εκατό ταμπούρλα που ηχούν από το κοινό, αυτό δίνει στο κοινό έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, κι όλα αυτά με κάνουν αισιόδοξο.