Εσείς την παραδοσιακή μουσική την θεωρείτε ένα θεμέλιο πάνω στο οποίο δημιουργείτε τα δικά σας πράγματα. Αυτή ήταν μία άποψη, και ιδεολογική, σε μία εποχή που γινόταν πολλή συζήτηση πάνω στο θέμα της χρήσης της παράδοσης. Νοιώθετε ότι έχετε δικαιωθεί; Και βλέπετε να υπάρχουν συνεχιστές του Εουτζένιο Μπεννάτο;
Εγώ φέτος, επανήλθα μετά από πάνω από τριάντα χρόνια στο Φεστιβάλ του Σπολέττο. Μόνος αυτή τη φορά χωρίς το συγκρότημα και γύρισα με τη μουσική μου, αυτήν που πάντα έγραφα, έχοντας ως σημείο εκκίνησης μία αισθητική σημειολογία που είναι δύσκολο να την προσδιορίσεις και που αφορά στη διαφορετικότητα, την ιδιαιτερότητα της λαϊκής μουσικής. Απ’ την άλλη μεριά έχει ορισμένα στοιχεία, όπως για παράδειγμα τον σπειροειδή χαρακτήρα της μουσικής που περιστρέφεται περιοδικά γύρω από τον εαυτό της και έτσι θα μπορούσε να προβάλλεται επ’ άπειρον στο μέλλον. Κι’ αυτό είναι ένα από τα στοιχεία. Το άλλο είναι εκείνο του ρόλου του ερμηνευτή που δεν είναι ποτέ θεατρικός και μεγαλόσχημος, μα είναι κατά κάποιο τρόπο παγωμένα τελετουργικός. Μια μουσική που έχει στοιχεία σαφώς διαφοροποιημένα από την υποκριτική –για παράδειγμα– της καταναλωτικής μουσικής, όπου η συμπεριφορά του πρωταγωνιστή είναι μια συμπεριφορά επιθετική απέναντι στο κοινό. Αντίθετα ο ερμηνευτής –ένα είδος ιερέα μιας τελετής– στημένος εκεί να κοιτάζει ψηλά, γιατί από ψηλά, από τ’ άστρα, του έρχεται η ιδέα κι αυτός τη μετουσιώνει σε μουσική για το κοινό. Όλα αυτά τα στοιχεία όμως είναι κοινοί τόποι που ενυπάρχουν και καθιστούν συγγενείς τις παραδοσιακές μουσικές μεταξύ τους. Για να μιλήσω –επί παραδείγματι– για την Ελλάδα, προ ολίγου καιρού συμμετείχα σε μία συναυλία ευρω-μεσογειακή με μουσικούς από την Ελλάδα, την Τουρκία, το Μαρόκο και μπορώ να σας πω ότι μπορούμε ευκολότατα να συγχρονιστούμε και να παίξουμε με λίγα λεπτά πρόβας, γιατί ο τρόπος προσέγγισης των οργάνων, το μπουζούκι, το κανονάκι ή η τούρκικη λύρα είναι ο ίδιος και έτσι μπορούμε να πούμε ότι το λεξιλόγιο είναι κοινό.
Όμως για μένα αυτό το λεξιλόγιο γίνεται ένας δρόμος μέσω του οποίου μπορούν να εκφραστούν θέματα που πρέπει να αφορούν στη σύγχρονη πραγματικότητα, γιατί στην αντίθετη περίπτωση δεν θά ’χαν νόημα, θα συνιστούσαν ένα μουσειακό μουσικό είδος, κάτι που η μουσική δεν μπορεί να είναι. Έτσι είμαστε συνεπείς με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα όταν εγώ μιλάω σήμερα για briganti4, συμμετέχω σε έναν ιστορικό διάλογο πολύ σύγχρονο, μεταξύ άλλων είναι του χρόνου και η εκατοστή πεντηκοστή επέτειος της ένωσης και ίδρυσης της Ιταλίας5. Εκτός αυτού, η μουσική –όπως κάθε τι στην ιστορία και στη ζωή– είναι κάτι ζωντανό που με τον χρόνο μπορεί να γεράσει και για να μη γεράσει είναι αναγκαίο να προσαρμόζεται στην πραγματικότητα. Θα σας πω ένα παράδειγμα: απ’ τη στιγμή που σήμερα στην Ιταλία –το ίδιο και στην Ελλάδα, όπως πρόλαβα να δω γυρίζοντας στους δρόμους της Αθήνας– υπάρχει μια έντονη παρουσία οικονομικών μεταναστών (ιδιαίτερα του τρίτου κόσμου) η μουσική δε μπορεί ν’ αγνοήσει ένα τέτοιο γεγονός, έρχεται φυσικό βλέποντας αυτά τα πρόσωπα, αυτά τα βλέμματα να γράψεις δύο στίχους και να τους γράψεις με ένα τρόπο διαφορετικό, με ένα διαφορετικό «άνοιγμα», μια άλλη ποιητική. Να γράψεις μπαλάντες, μουσικές που έχουν να κάνουν μ’ αυτό το μεγάλο ταξίδι από την Αφρική, από τους νότους της γης. Κι’ αυτό είναι φυσικό, γιατί πάρα πολύς κόσμος αυτά τα πράγματα τα ζει και τα αισθάνεται.
Γι’ αυτό σήμερα δεν μπορείς να κάνεις μουσική και να μιλάς για τα ίδια θέματα που μιλούσες πριν από δύο αιώνες. Πριν από δύο αιώνες μάς απασχολούσαν άλλα πράγματα, κι εκείνη η μουσική μάς γοητεύει και μας αρέσει, κι’ ανάμεσα στ’ άλλα, –το πιο σημαντικό– μας υπαγορεύει μια αντιμετώπιση που δεν μπορεί ποτέ να είναι αντιδραστική: η αντιμετώπιση κάποιου που κλείνεται σε μία νοσταλγία του παρελθόντος.
Σε κάτι τέτοιο εγώ ήμουν αντίθετος σχεδόν από τα πέντε μου χρόνια. Για μένα μπορούμε ν’ αποδεχτούμε και να χρησιμοποιήσουμε όλη την τεχνολογία, όλες τις εφευρέσεις και πάνω τους να πατήσουμε ένα DNA απίστευτα άφθαρτο, αυτό μιας μουσικής φόρμας τόσο δυνατής, που μπορεί ευκολότατα να προσαρμοστεί στο σήμερα, γιατί είναι αδύνατον να χαθεί. Και για ν’ απαντήσω στο εάν υπάρχουν συνεχιστές: υπάρχουν κι’ αρχίζουν να ξεχωρίζουν, άτομα πού ’χουν ξεκάθαρες ιδέες, άτομα απόλυτα μοντέρνα, άριστοι γνώστες της πρωτοπορίας και της τεχνολογίας, που όμως έχουν απόλυτη συνείδηση για το πώς θα μεταφέρουν το λαϊκό ιδίωμα, πόσο μπανάλ μπορεί να γίνει αν το μεταφέρουν μηχανικά, ενώ αντίθετα πόση αξία έχει να το προχωρήσεις στο μέλλον από πλευράς αρμονικής, ρυθμικής, από πλευράς ενορχηστρωτικής, χρησιμοποιούν όλη την εξέλιξη της τεχνολογίας, τα digital, τους υπολογιστές κ.λπ. αλλά αυτή η φόρμα εκεί, αυτό το φως εκεί, επιμένει, δεν καταστρέφεται, αντίθετα εμπλουτίζεται και προχωράει από τη στιγμή που έχεις συνείδηση του κόσμου που σε περιβάλλει. Σαν την ψυχή του ροκ. Νομίζω ότι στις συναυλίες του Taranta power υπάρχει ένα υψηλότατο ροκ περιεχόμενο, γιατί δεν πρόκειται για μουσειακή μουσική.
Αν θέλετε, ας μιλήσουμε λίγο για το παρελθόν. Νάπολη, δημιουργία της N.C.C.P. μετά η Musicanova, μόνος. Δεν κάθεστε ποτέ ήσυχος.
Μα εγώ από παιδί, όταν ακόμα φοιτούσα στο κλασικό λύκειο, μου ήταν πολύ φυσικό με τους τότε φίλους μου κι’ ιδιαίτερα με τον Κάρλο ντ’ Αντζιό –λίγο αργότερα στα χρόνια του πανεπιστημίου– να κάνουμε κάτι που το κάναμε για την ευχαρίστησή μας και με μεγάλο ενδιαφέρον: να ακολουθήσουμε ξεκινώντας από τη Νάπολη μια διαδρομή μυστηριακή, μ ια μουσική με «δύσκολα» όργανα και ήχους που εκείνα τα χρόνια (αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα) ήταν πρωτόγνωρο για νεολαίους να ενδιαφερθούν, αλλά εμείς το κάναμε γιατί ήμασταν πολύ παραβατικοί. Και ναι μεν στο πνεύμα της δημιουργίας ενός γκρουπ μπητ-ροκ, αλλά όχι στη δημιουργία ενός τέτοιου γκρουπ που δεν θα μας επέτρεπε ν’ απλωθούμε σε διαφορετικές εκφραστικές διαδρομές, μα κρατώντας την παραβατικότητα της μπητ-τζενερέησον με ένα δρόμο διαφορετικό, τον δρόμο του ταμπούρλου, του μαντολίνου, της κρουστής κιθάρας, σχηματίσαμε αυτό το συγκρότημα που στην αρχή προκάλεσε τον γέλωτα και την κοροϊδία των συνομηλίκων μας γιατί το ονομάσαμε «Νέο Συγκρότημα Λαϊκού Τραγουδιού» (N.C.C.P.) αλλά δεν ήμασταν γέροι νοσταλγικοί, ήμασταν παιδιά που για πρώτη φορά παρουσιάζαμε μία διαφορετική εικόνα του Νότου.