Σήμερα ένας μεγάλος αριθμός λέξεων εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στη σύγχρονη ζωή των λαών, που διαβιούν στη Βαλκανική και είναι γλωσσικά και ιστορικά τεκμηριωμένες. Στη χώρα μας αλλά και στον τόπο μας έχουμε άφθονα παραδείγματα. Βέβαια το μεγαλύτερο ποσοστό ήρθε στην Ελλάδα από τη μετοίκηση του μεγάλου φλογοστρόβιλου της Μικρασιατικής καταστρο φής το 1922. Μακεδονία, Θράκη και Αττική, Θεσσαλονίκη και Αθήνα, δέχτη καν το μεγαλύτερο βάρος.
Ταξινομώντας όμως τα ονόματα αυτά –επώνυμα και παρώνυμα– δεν αναφέρομαι στ’ άλλα κοινής χρήσης, που είναι ποικίλα – παλαιών μαρουσιώτικων οικογενειών, που μου παρεχώρησε εκθύμως το Φεβρουάριο του 1973 ο Μαρουσιώτης λαϊκός ποιητάρης Γιάννης Μαγγίνας, μοναδικός επιζών παλαιός προμηθευτής εδώδιμων και αποικιακών αγαθών στην πόλη μας, που περνάει το χρόνο της γερανταγωγής του, ανάμεσα στο Ζούμπερι και τη Φιλοθέη και που διατηρώ στο αρχείο μου, βλέπουμε ελάχιστη ή και καθόλου επίδραση ξενικού στοιχείου. Απόδειξη πως οι Μαρουσιώτες δεν αποδέχτηκαν προφανώς να μεταγραφούν τα επώνυμά τους με ξενικά. Ορισμένα διατήρησαν την παραλληλότητά τους ανάμεσα στο παρώνυμο και το επώνυμο, γιατί αυτά έτυχαν ευρείας αποδοχής. Όμως διατηρείται κάποια παραλληλότητα επωνύ μων και παρωνύμων μαρουσιώτικων οικογενειών, άγνωστα φυσικά στους νέους, γνωστά στους παλαιούς. Έτσι έχουμε:
1ο. επώνυμα, που απέκτησαν παρώνυμα, από γόνους άρρενες και υπάρχουν στο αρχείο μου ή όσα τουλάχι στον διασώθηκαν σε οικογένειες με τις ονομασίες: Βρεττός, Γεωργίου, Δέγ γλερης, Διάμεσης, Καλοζύμης, Καπνόριζας, Καρβελάς, Καρκέλας, Κόσκορος, Κοτζιάς, Λιούτας, Λούης, Μάρκου, Μέξης, Μπόγδανος, Πάλλης, Πάντος, Πα πακωνσταντίνου, Πέππας, Πετρούτσος, Συκαμιώτης, Σώχος, Τριβέλλας κ.ά.
Και 2ο. παρώνυμα που έσβησαν ή σβήνουν, όπως: Αλημαλάς, Αλημπερτάς, Βολαράς, Γιαγκούλας, Γούμενος, Δημητράτσης, Εισαγγελέας, Κατσαμπάρης, Κατσαμπρόκος, Καφούσος, Κολιαντάκιας, Κουνενές, Μαντάρας, Μήλιωσης, Μεμέτης, Μισμίσης, Μοναχογιός, Νάσης, Ούρτσης, Πάρεδρος, Πατατούκας, Πηλιαγκούτσης, Πουλαράτος, Ραμόνας, Σιγουνάκιας, Σκαγεράκιας, Σκαρλής, Σκλέπας, Σπανός, Τζαναμπέτης, Τουλούβαδιας, Τσάμης, Φατούρος, Φίφος, Φουρτούνας, Φρούμπης (ή Θρούμπης), Ψώρας κ.ά. (βρίσκω πως η συνήθεια αυτή των παρωνύμων άρχισε από την Επανάσταση του 1821 για να κρύβονται οι Αγωνιστές από τους Τούρκους.)
Είναι άξιο παρατήρησης λοιπόν, ότι η καθαρότητα του επωνύμου και του παρωνύμου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί αυτά διατήρησαν σχεδόν τη μορφή τους αυτή αναλλοίωτη μέχρι σήμερα. Τέτοια καθαρότητα επωνύμου και παρωνύμου είναι σπάνια να επιχωριάζει σε πόλεις αντίστοιχες του Αμαρουσίου, ενώ σε άλλες πόλεις ή χωριά βρίθουν επώνυμα ακόμη και οικιακών σκευών. Ανάμεσα σ’ αυτά σημειώνουμε πρόχειρα τα: Κεσές, Κουμ πούρας, Μπουνταλάς, Τενεκές, Τουλούμης, Τσανάκας, Τσουκάλης, Μαχαίρας, Πιατάς, Σοφράς, Ταβλάς, Φάκας κ.ά.
Είναι ακόμη άξιο περιέργειας ότι τα μαρουσιώτικα επώνυμα ή τα πα ρώνυμα είτε ειπώθηκαν από περιπαιχτική, ειρωνική ή κακεντρεχή διάθεση του κοινωνικού περίγυρου δεν καθιερώθηκαν, ώστε ν’ αλλάξουν και το ληξιαρχικό τους μητρώο, όπως σ’ άλλα μέρη, γιατί ενώ ειπώθηκαν δεν έγιναν από την πλειονότητα πλήρως αποδεκτά. Ακόμη, και το πιο σοβαρό, δεν είχαν την έγκριση του ενδιαφερόμενου. Υπήρξαν περιστασιακά, οπότε για το καθένα απ’ αυτά υπάρχει ιστορικό δεδομένο, που δικαιολογεί άριστα το λόγο της πα ρωνυμίας. Και ένας άλλος λόγος. Ούτε υποκοριστικές, ούτε μεγεθυντικές κα τα λήξεις έδιναν –ίσως απέφευγαν– στα επώνυμα και τα παρώνυμα οι Αμα ρουσιώτες. Επίσης κακόηχα επώνυμα ή παρώνυμα δεν παρατηρήθηκαν στο χώρο μας, όπως σε άλλες περιοχές, που έχουμε αντιμετωπίσει εκ πείρας σ’ όλη την επικράτεια, π.χ. Αγγούρης, Κολοκύθας, Κολοπάνης, Μαμουνής, Μπά μιας, Τσιμπούκας κ.ά. Ή, αν υπήρξαν, τα βελτίωναν οι ίδιοι.
Κάποτε στην ονομασία ενός κουταβιού πρότεινα στον οικοδεσπότη, έφηβος εγώ, επηρεασμένος από τα Ιουλιοβερνικά και Βικτωρουγκικά διαβάσματά μου να το ονομάσει Άμπερ, Κάμπερ, Λάμπερ, Μπρακ ή Τζακ. – Προτιμάω, μου είπε, ανάμεσα σε όλα, το Μπρακ ή το Τζακ να διαλέξω, τα άλλα τα βλέπω κοκονίστικα(;)
Η δωρική έκφραση της απλότητας μονολεκτικά στο απόλυτο μεγαλείο της. Και αυτό είναι ίδιον του χαρακτήρα του λαού, που έζησε κάτω από τις δωρικές πλαγιές της ιστορικής Πεντέλης και εκφράστηκε με παρώνυμα, που κρύβουν ένα ολόκληρο βίο αγώνων και θυσιών, προσφορά στο αναγεννώμενο από την τέφρα του Έθνος.