Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
καλέ σήμερα,
πολλοί είναι μαζεμένοι,
σαν τι χαρά θα γένει;
Παντρεύεται ο Αυγερινός
καλέ σήμερα,
την Πούλια κάνει ταίρι
και τ’ άστρα συμπεθέροι.
Νύφη πόσο τ’αγόρασες
καλέ σήμερα
αυτό το παλληκάρι
να τ’ αγοράσουν κι άλλοι;
Χίλια φλουριά τ’ αγόρασα
καλέ σήμερα
και πεντακόσα γρόσα
για την καλή του γλώσσα.
Με την εμφάνιση του ζευγαριού αρχίζουν τα παλαμάκια. Υπέροχη σκηνή συνόλου! «Να ζήσετε!» Ο Λεονάρντο έχει αποχωρήσει από τη σκηνή, η Νύφη μελαγχολική ζητά να αποσυρθεί για λίγο. Η Εξαδέλφη αναζητά τον Λεονάρντο, τον άντρα της και είναι σε απόγνωση, σε τρελή απελπισία. Φωνάζει ότι κλεφτήκανε ο Λεονάρντο και η Νύφη. Η Μάνα παραγγέλνει μανιασμένη «Ένα άλογο, ένα άλογο! Τρέξε παιδί μου!» και ευθύς αμέσως «Όχι μην πας, είναι όλοι τους μαχαιροβγάλτες!» Ο πατέρας της Νύφης κρατά το κεφάλι του, όσο η Μάνα τελικά φωνάζει «Ξωπίσω τους! Ξωπίσω τους!»
Στο δάσος, ήχοι νύχτας, ο θίασος αφήνει μικρές, πνιγηρές φωνές, οι τρεις Ξυλοκόποι σχολιάζουν ότι το κορμί της Νύφης ανήκε στον Λεονάρντο. Το Φεγγάρι, αυτός ο σουρεαλιστικός ρόλος του φωτός που θα αποκαλύψει την αλήθεια, εμφανίζεται σαν ξωτικό με λευκό φόρεμα, μαύρο κολάν και λευκή μάσκα. Έχει κίνηση και λέει με φωνή που άλλοτε είναι μελωδική και άλλοτε επιτακτική. «Ανοίχτε μου να μπω! Ανοίχτε μου ανθρώπινες καρδιές!» «Αστράφτω στα κορμιά των ζωντανών»
Μαζί με το Φεγγάρι, ο Ζητιάνος, με μια υπέροχη ερμηνεία, με βλέμμα τρελού προαναγγέλλει το τέλος. «Απόστασα ο έρμος» «Αχ αυτό το φεγγάρι!»
Το Φεγγάρι στον Τρελό «Τι γυρεύεις του λόγου σου; Τους θέλω και τους δυο αργούς στο θάνατο»
Ο Ζητιάνος του λέει «Μην τους αφήσεις να διαβούν το ποτάμι!» «Γρήγορα, Φως!»
Εμφανίζεται ο Γαμπρός που ψάχνει το ζευγάρι και στη βιασύνη του πέφτει πάνω στον Ζητιάνο. Τότε αυτός του λέει «Τι ωραίος που θα ήσουν πεθαμένος!».
«Που σεργιανάς βρε Χάροντα, Χάροντα, Μαυροχάροντα;» Η ερμηνεία του τρελού που περιφέρεται και λέει τις αλήθειες και επικοινωνεί με το σκοτάδι του Μέλλοντος αποτυπώνεται στη ματιά τού «ερασιτέχνη» ηθοποιού και στη φωνή του.
Μπροστά στο δέντρο με τον όφη, σε μια σκηνή που φωτίζεται από έναν κόκκινο προβολέα, το ζευγάρι Λεονάρντο – Νύφη διαπιστώνουν ότι ο ένας δεν μπορεί να αποφύγει τον άλλο. «Καλέ μου, δεν θέλω να σκοτώσουν εσένα για την τρέλα μου! Φύγε!»
Έχουν συμμετάσχει όλοι του θιάσου στην αναζήτηση του ζευγαριού με φωτάκια που έχουν ακουμπήσει πάνω στη σκηνή και τώρα όλοι συντονισμένοι τα μαζεύουν και αλλάζουν το σκηνικό για τη σκηνή με τις δύο κοπέλες, που διακρίνονται από τη νεανική τους κίνηση και χαρά για το γάμο της Νύφης. Μαλώνουν για να πάρουν τις καρφίτσες από τα στέφανά της για να παντρευτούν, η μια πιο γρήγορα από την άλλη. Τώρα μαζεύουν ένα κουβάρι κόκκινου νήματος, το νήμα του αίματος, που θα λύσει την προσβολή και θα πάρει την εκδίκηση.
Στη συνέχεια ακούγεται χλιμίντρισμα αλόγου. Ο Ζητιάνος ζητιανεύει λίγο ψωμάκι από τις κοπέλες, που τον διώχνουν και τότε εκείνος εκτελεί χρέη αγγελιαφόρου και γελώντας αναγγέλλει ότι και οι δύο είναι νεκροί. Τα αίμα τους έβαψε το φόρεμα της Νύφης και τα μαλλιά της! Αυτό είναι όλο! Το Δίκιο πληρώθηκε. «Μια χούφτα σκεπάζει τον ανθό του χρυσαφιού». Όλοι υπέροχοι, ακόμα και τα κοριτσάκια σε βαθιά λύπη.
Στη σκηνή της μάνας με τη γειτόνισσα, όπου ο πόνος είναι περισσός, έρχεται η Νύφη σέρνοντας πίσω της μακρύ κόκκινο ύφασμα.
Η Μάνα αναρωτιέται «Γιατί δεν της βγάζω τα μάτια;» Για να ανταπαντήσει η Νύφη «Είμαι τίμια, τρελή μπορεί!» για να ανταπαντήσει η Μάνα «Δεν φταίει του λόγου της! Ούτε και εγώ φταίω! Τεμπέλα, αλλοπαρμένη, βρωμοθήλυκο!» Ωραία σκηνή με τη Μάνα να θρηνεί και η Νύφη με το λευκό φόρεμα και το μακρύ κόκκινο πανί, σημειολογία του αίματος. Τραγικό. Μπαίνει από την άλλη άκρη της σκηνής η Εξαδέλφη με το άλλο κόκκινο πανί έτσι η Μάνα με ανοιχτά χέρια, απόλυτης εγκατάλειψης και απελπισίας, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόκκινες γραμμές χιαστί. Στην δεξιά άκρη της σκηνής θρηνεί η γειτόνισσα. Η Μάνα υπέροχη, κλαίει με τρεμάμενα χέρια. «Ήταν γραφτό το μικρούτσικο μαχαίρι που καλά καλά η χούφτα δε το πιάνει να μπήγεται εκεί που σαλεύει η σκοτεινή ρίζα της κραυγής». Όλος ο θίασος μοιρολογάει με ελληνικό παραδοσιακό μοιρολόι: