Ο Έρωτας και ο Θάνατος είναι τα κομβικά θέματα που συνταράσσουν τη ζωή ενός ανθρώπου και παράλληλα δίνουν την πολιτιστική εικόνα μιας εποχής, μιας κοινωνικής ομάδας και επίσης μεταφέρουν παραδόσεις. Η τελετή του γάμου, της κηδείας, τα αίτια του θανάτου, τα κίνητρα του έρωτα, όλα αυτά και η θέση της γυναίκας επίσης, καθώς και το πως εκείνη βλέπει τα θέματα αυτά, αποτυπώνονται στο έργο του Λόρκα και στο Ματωμένο Γάμο, αλλά και στη Γέρμα και στη Μπερνάντα Άλμπα.
Ο Ματωμένος Γάμος γράφτηκε το 1932 σε μια περίοδο ιστορικής καμπής για την ισπανική κοινωνία. Στο έργο αυτό αναφέρεται ένα μόνο όνομα, αυτό του Λεονάρντο. Οι άλλοι χαρακτήρες είναι η Μάνα, ο Γαμπρός, η Νύφη, η Εξαδέλφη, η Γειτόνισσα, η Δούλα και τρεις Ξυλοκόποι. Βέβαια υπάρχει το Φεγγάρι και η Ζητιάνα που εκπροσωπούν τον θάνατο.
Υπόθεση του έργου
Η Μάνα έχοντας ζήσει τον θάνατο του ενός γιου της και του άντρα της, λέει πως το μαχαίρι, ένα μικρό εργαλείο που δεν χωρά καλά καλά στη χούφτα, μπορεί να προκαλέσει τεράστιο πόνο και δυστυχία. Δίνει την ευχή της στο γιο της να παντρευτεί μια τίμια κοπέλα. Συζητώντας με τη γειτόνισσα μαθαίνει ότι η γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί ο γιος της ήταν κάποτε αρραβωνιασμένη με τον Λεονάρντο Φελίξ, γόνο της οικογένειας, που μέλη της σκότωσαν τους δικούς της ανθρώπους. Της λέει εκείνη ότι ο Λεονάρντο όταν έγινε το φονικό ήταν ένα παιδί. Στο σπίτι του Λεονάρντο, η γυναίκα του και εξαδέλφη της Νύφης, νανουρίζει το παιδί και γίνεται ένας υπαινιγμός από την μάνα της για το που πάει ο Λεονάρντο με το άλογό του, καθώς το έχει εξουθενώσει. Ο Γαμπρός με δώρα ζητά τη Νύφη και ορίζεται ο γάμος. Υπάρχει μια ανησυχία από τη Νύφη και ο Λεονάρντο την προσεγγίζει για να μιλήσουνε για τα παλιά. Ο γάμος γίνεται και ο Λεονάρντο με τη Νύφη κλέβονται, καθώς υποκύπτουν στο τρελό τους πάθος. Η προσβολή ξεπλένεται με τον θάνατο των δύο παλικαριών και τον θρήνο για τις γυναίκες.
Μέσα στη σκηνή της αναζήτησης του ζευγαριού εμφανίζονται δύο ρόλοι που αξίζει να συζητηθούν. Το Φεγγάρι και η Ζητιάνα, που στην παράσταση έχει γίνει Ζητιάνος. Και οι δύο ρόλοι προοικονομούν το τέλος, και διακρίνονται από μια σουρεαλιστική υφή.
Το Φεγγάρι: «Είμ’ ένας κύκνος στρογγυλός μες στο ποτάμι, είμ’ ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά, και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής. Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!… Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μεσ’ στον ανταριασμένο αγέρα, που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα… Μα τούτη τη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλά μου κόκκινο αίμα, και τ’ άγρια βούρλα θα ζαρώσουν κάτου απ’ τα πέλματα του αγέρα. Ίσκιο δε θα ‘βρουν και φυλλωσιά για να γλιτώσουν από μένα! Θέλω μονάχα μια καρδιά να μπω, να ζεσταθώ λιγάκι! Δώστε μου, δώστε μου μια καρδιά! Ζεστή! Το αίμα της να βάψει τα κρύα βουνά τα στήθια μου. Αφήστε με να μπω, αχ, αφήστε!»
Η ποίηση του λόγου στον Λόρκα είναι τόσο δυνατή που πραγματικά μπορεί να δώσει την απτή εικόνα του πάθους, του Έρωτα, που σαγηνεύει σε βαθμό που δεν μπορεί κανείς να ελέγξει, που υπερβαίνει την ανθρώπινη αντίσταση. Έτσι το Φεγγάρι και ο Ζητιάνος – Θάνατος έρχεται μοιραία για να υπάρχει μια εκτόνωση, που δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το αίμα, μιας και έχει εξάλλου μαζευτεί καιρό από τον πόθο, και χτυπά μέσα στα σώματα και στις φλέβες, σαν τον καλπασμό του αλόγου.
Το τέλος είναι αναπόφευκτο. Εφόσον ο Λεονάρντο δεν μπορεί να έχει την αγαπημένη του, μόνη διέξοδος είναι ο θάνατος, ο οποίος παρουσιάζεται σαν όμορφη προοπτική. Για το ρόλο του Ζητιάνου ο συγγραφέας προτείνει μια γυναίκα και μάλιστα γηραιά, γιατί αυτή θα πάρει τους άντρες στο θάνατο, θα πράξει έτσι που θα τους οδηγήσει στη μετάβασή τους από μια πραγματικότητα που δεν τους χωράει, σε μια άλλη που θα τους ενώνει.
Στοιχεία που συνθέτουν μια εξαιρετική παράσταση
Ο σκηνοθέτης σε αυτή την περίπτωση ερασιτεχνών, που δεν έχουν σχέση με το επάγγελμα του ηθοποιού, θα ξελιγωθεί για να βγάλει μέσα από την ανεπεξέργαστη πέτρα ένα ταλέντο. Αυτό το πέτυχε ο Παύλος Καράγιωργας.
Δανείζομαι το παράδειγμα του Ζητιάνου, στο ρόλο ο Νίκος Κωνσταντέλος, σιδεράς σε οικοδομές και στο ρόλο της Μάνας η Παναγιώτα Τσαλπαρά, εργάτρια σε εργοστάσιο. Απίστευτες ερμηνείες, ανθρώπων που αγαπούν την τέχνη και μπορούν, όταν αυτή εγκαθιδρύεται μέσα τους, να ξεδιπλώσουν ένα ταλέντο άρτιο και βαθύ, ουσιαστικό που τους μεταμορφώνει. Αυτή η διαδικασία αναφέρεται στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας με τα μαστόρια στο Δάσος.
Με την Βαλκανιάδα, αυτόν τον μεγάλο διαγωνισμό με ερασιτεχνικούς θιάσους από τα Βαλκάνια -ιδρυτής ο Παύλος Καράγιωργας- και αργότερα με τη συμμετοχή του στους διαγωνισμούς ερασιτεχνικών Θιάσων στα Βαλκάνια, ο σκηνοθέτης μπόρεσε να δει πολύ θέατρο και να ενσωματώσει στην οπτική του ερεθίσματα πολλαπλά, όπως μας εξήγησε. Στις διοργανώσεις αυτές ανέλυαν οι συγγραφείς ή οι μεταφραστές το έργο που είχαν δει την προηγουμένη. Αν ας πούμε είχε παιχθεί ο Ματωμένος Γάμος, συζητούσαν για την παράσταση όλοι οι θίασοι, γιατί η κάθε χώρα έχει μια άλλη σχέση με τον Ματωμένο Γάμο. Τον έχει δει στη Σερβία πριν τους πολέμους από θίασο της Κροατίας και εκείνοι, Έλληνες, το είδαν και το σχολίασαν. Το μόνο που τρομερά τον είχε εντυπωσιάσει ήταν τα πατήματα του αλόγου και το έχει δανειστεί και στη δική του παράσταση. Γι’ αυτό ξεκινούν με αυτό και δεν έχει άλλα ηχητικά στην παράστασή του. Έψαξε και βρήκε τα κατάλληλα πατήματα του αλόγου και στο σκηνικό του, που θυμίζει ζωγραφική του Θεόφιλου, έχει σε πρωτοκαθεδρία το άλογο. Στην εξέλιξη της παράστασης, όταν κρίνουν ότι χρειάζεται, χαμηλώνουν λίγο τον φωτισμό και ακούγονται τα πατήματα του αλόγου. Ο θίασος της Κροατίας είχε και δικές του στολές παραδοσιακές. Ο Π. Καράγιωργας όμως ήθελε να δώσει ελληνικό χρώμα και, μαζί με την Κορνηλία Κουντούρη που έκανε τη διδασκαλία, ενέταξαν τρία ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια τα οποία λέει όλος ο χορός. Αυτή η εξοικείωση οδηγεί στη δικαίωση του ρόλου της τέχνης, που είναι να μετουσιώνεται.
Στα σκηνικά η Βούλα Παρασκευά εμπνεύστηκε απ‘ τη ζωγραφική του Θεόφιλου. Έτσι σε πρώτο πλάνο αριστερά υπάρχει το άλογο, ενώ δεξιά μια μηλιά με τον όφη, που παραπέμπει στην αναπόφευκτη αμαρτία, η οποία υπαγορεύεται από το τυφλό πάθος. Όλα όσα θα χρησιμοποιηθούν στην παράσταση υπάρχουν στη σκηνή, μένει μόνο να τα προβάλουν οι ηθοποιοί τη στιγμή που τους χρειάζονται.
Τέλειος συντονισμός των ηθοποιών για την αλλαγή των σκηνικών και των ρόλων, μια παράσταση που κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο ρυθμός.
Εκπληκτική η εισαγωγή με τον καλπασμό και τον θίασο όλον στημένο επί σκηνής. Τα φώτα ανοίγουν, το θέμα, και τα πρόσωπα τοποθετούνται εξαρχής. Τα φώτα κλείνουν και ξανανοίγουν, τότε ακούγεται η ατάκα «Ε! Μάνα!» φεύγουν όλοι και αφήνουν στη σκηνή τη μάνα με τον γιο. Γίνεται η στιχομυθία για το φονικό μαχαίρι και αναφέρονται οι σκοτωμοί του άντρα της και του άλλου της γιου. Της μιλά για τη γυναίκα που αγαπά και θέλει να παντρευτεί και η μάνα με αγωνία τού λέει «Όταν την ονοματίζω μπροστά μου θαρρείς και μου ρίχνουν πέτρα στο κούτελο», προαίσθημα που προοικονομεί ένα κακό τέλος.
«Η αρραβωνιαστικιά μου είναι φρόνιμη κοπέλα!» Και η μάνα ανταπαντά «Θέλω μόνο να ξέρω τι λογής είναι». Ωραία λυρική σκηνή μάνας – γιου. Η παράσταση από την αρχή δείχνει τον ποιητικό της χαρακτήρα.
Στη σκηνή με τη γειτόνισσα πληροφορείται η μάνα ότι η αρραβωνιαστικιά του γιου στα 15 της ήταν αρραβωνιασμένη και μετά ο λεγάμενος παντρεύτηκε την Εξαδέλφη της. Όταν καταλαβαίνει ότι πρόκειται για κάποιον από την οικογένεια Φελίξ, τον Λεονάρντο, η γειτόνισσα τής λέει: «Όταν είχατε τις μπερδεψιές σας ο Λεονάρντο ήταν οκτώ χρονών παιδάκι» για να ακούσει από τη μάνα «Όταν ακούω το όνομα Φελίξ, θέλω να φτύνω».
Καλπασμός, σήμα του πόθου που αναζητά το ταίρι του, του θανάτου που πλησιάζει. Στο σπίτι του Λεονάρντο νανουρίζει το μωρό, η μάνα του με την μητέρα της με ένα μικρασιάτικο τραγούδι από την Ιωνία:
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
έλα πάρε και τούτο
μικρό μικρό σου το ‘δωσα
μεγάλο φέρε μού ‘το
Μεγάλο σαν ψηλό βουνό
ψηλό σαν κυπαρίσσι
ν’ απλώνονται οι κλώνοι του
σ’ ανατολή και δύση
Αχ, αχ νάνι
Νάνι που το μεγάλωσαν
τρεις αδερφές και μάνα
και πάλι δεν τους φτάνανε
πήραν και παραμάνα
Αχ, αχ νάνι
Στο υπέροχο αυτό νανούρισμα βγαίνει όλος ο θίασος και τραγουδά και η σκηνή αποκτά έναν λυρισμό, μια συγκινησιακή φόρτιση. Η μάνα λέει στην κόρη της ότι ο Λεονάρντο ζορίζει πολύ το άλογο και στη σκηνή με το άντρα της και το ερώτημά της πώς δικαιολογεί την κούραση του ζώου, αυτός βρίσκει δικαιολογία, της μιλά όμως απότομα και η κοπέλα κλαίει. Ακούγεται πάλι ο καλπασμός, ενώ ο θίασος τακτοποιεί τα σκηνικά για το σπίτι της Νύφης. Ο Γαμπρός με την μητέρα του έρχονται με τα δώρα στο σπίτι της Νύφης και αποφασίζεται ο γάμος σε μια βδομάδα, που η Νύφη θα γίνει 22 χρονών. Η μάνα του γαμπρού την γαλουχεί «Ξέρεις τι θα πει γάμος κόρη μου; Ο άντρας σου, τα παιδιά σου και ένας ψηλός φράχτης να σε χωρίζει απ’ όλο τον κόσμο» Η Νύφη δεν δείχνει ευτυχισμένη. Δεν ανοίγει τα δώρα και δεν ικανοποιεί την περιέργεια της δούλας της που θέλει να τα δει. Την ρωτά δε αν πήρε το αυτί της ένα άλογο τη νύχτα. Ήταν του Λεονάρντο. Της έπεσαν τα δώρα και ακούγεται πάλι ο καλπασμός. Ο καλπασμός υποδηλώνει και τη συνεχή διεκδίκηση και το πάθος που κοχλάζει στα σωθικά. Η Νύφη πετά τα στέφανά της κάτω την ώρα που ετοιμάζεται να παντρευτεί, φορά λευκό νυφικό, αλλά με μαύρα παπούτσια την ημέρα του γάμου της. Ακούγεται το παραδοσιακό τραγούδι του γάμου «Σήκω νύφη ανθοστολίσου…» Εδώ τραγουδά και πάλι όλος ο θίασος και συνοδεύεται από μια καταπληκτική κίνηση γλεντιού του χορού. Ο καλπασμός εδώ ακούγεται σαν απειλή, κάτι που θα διαταράξει την προβλεπόμενη ευτυχία.
Το ζευγάρι Λεονάρντο – Νύφη αναρωτιούνται ποιος είναι ο φταίχτης για τον χωρισμό τους. «Τι θαρρείς κέρδισα με την περηφάνια του λόγου μου;» Η δούλα όμως λίγο μετά, με τρίξιμο των δοντιών της και φοβούμενη ότι θα επέλθει καταστροφή, προειδοποιεί τον Λεονάρντο: «Πρόσεξε μην τη ζυγώσεις θα έχεις να κάνεις μαζί μου!»
Ωραία σκηνή με Νύφη και Γαμπρό και όλον τον θίασο να τους πλαισιώνει.
Ένταση στο ζευγάρι του Λεονάρντο. Η γυναίκα του λέει «Πως με κοιτάς έτσι σαν να πετάγονται αγκάθια από τα μάτια σου!»
Ο Λεονάρντο στη Νύφη «Πως βγαίνεις από την πόρτα σου σαν ένα άστρο λαμπερό!»
Η Μάνα που έχει χάσει τον άντρα της και τον άλλο της το γιο σε βεντέτα με τους Φελίξ, έχει κακό προαίσθημα για την αρραβωνιαστικιά του γιου της γιατί είχε αρραβωνιαστεί παλιότερα με τον αδελφό των φονιάδων των δικών της ανθρώπων, αλλά και γιατί έχει κακό προηγούμενο από μάνα, που δεν αγάπησε τον σύντροφο και πατέρα της. Τώρα την πνίγει ο πόνος και μοιάζει με αγρίμι που δεν μπορεί και να αντιδράσει γιατί ότι και να κάνει το τέλος είναι μη αναστρέψιμο. «Αν μοιάζω για τρελή είναι γιατί δεν έσκουξα, όταν το είχα πραγματικά ανάγκη.»
Όλοι οι καλεσμένοι μαζεύονται για τον γάμο. Ωραία σκηνή, χρώματα και κίνηση. Ακούγεται το παραδοσιακό τραγούδι του γάμου από την Ήπειρο.