Στέφανος Ληναίος
45 χρόνια προσφοράς στην Τέχνη & τον Πολιτισμό
Μετά από περίπου 20 χρόνια, ο Στέφανος Ληναίος και η Έλλη Φωτίου ανεβάζουν ξανά το θεατρικό έργο «Μαθήματα Γάμου» στο θέατρο Άλφα, σε ελεύθερη και σύγχρονη διασκευή του Στέφανου Ληναίου, ο οποίος έχει επιμεληθεί και της σκηνοθεσίας. Το έργο αυτό, που είχε πρωτοπαρουσιασθεί το 1960 από τον Δημήτρη Χόρν, εμπλουτίσθηκε με νέα στοιχεία, όπως το πασίγνωστο DNA, την κλωνοποίηση και τον αμοραλισμό της υπερκαταναλωτικής κοινωνίας μας, με αποτέλεσμα να είναι πιο κοντά στα σημερινά κοινωνικά δεδομένα.
Με αφορμή την παράσταση, αλλά και τα 45 χρόνια που ο Στέφανος Ληναίος υπηρετεί το θέατρο, τον επισκεφθήκαμε στο θέατρο Άλφα, όπου μιλήσαμε μεταξύ άλλων για το ύφος και την ποιότητα των σημερινών παραστάσεων, τον πολλαπλασιασμό των μικρών θιάσων, για τις κρατικές επιχορηγήσεις και τους «ευνοούμενους» από αυτές. Συζητώντας με μια προσωπικότητα της τέχνης, όπως ο κ. Ληναίος –ένας άνθρωπος πολιτικοποιημένος και γνώστης των εσωτερικών και εξωτερικών εξελίξεων– δε θα μπορούσαμε να μη ζητήσουμε και μερικά σχόλιά του για θέματα που θεωρεί μείζονος σημασίας.
Άλλωστε, ο Στέφανος Ληναίος, με τη γλυκιά του σύντροφο στη ζωή και στο θέατρο, την Έλλη Φωτίου, δε ζει «αποστειρωμένος» στον κόσμο του θεάτρου. Συμμετέχει σε όλα τα κοινά και είναι πρωτοπόρος στους αγώνες του ελληνικού λαού. Στην πρώτη γραμμή βρέθηκε και στις περσινές μεγαλειώδεις διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Ιράκ ή -πιο παλιά- κατά των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία.
Πολιτικοποιημένος ώς το… μεδούλι, δε σκύβει το κεφάλι στη «νέα τάξη» και την αντιπαλεύει απ’ όποιο μετερίζι μπορεί, ακόμα και μέσα απ’ όσα γράφει στην προσωπική του ιστοσελίδα.
Εξακολουθεί να δηλώνει (σ’ αυτές τις πολύ μαύρες μέρες…) «οπαδός του σοσιαλιστικού ρεαλισμού», γεγονός που αποτελεί από μόνο του ένα ικανό θέμα για την επόμενη συζήτησή μας μαζί του. Εκτός απ’ όλα τα παραπάνω, ο Στέφανος Ληναίος είναι τακτικός αναγνώστης και φίλος της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ. Διαβάστε, λοιπόν, με προσοχή όσα μας είπε, γιατί είναι «ένας από εμάς»!
– Τα τελευταία 5-6 χρόνια διαπιστώνεται μια επιστροφή των θεατών στα θέατρα. Μάλιστα, εντυπωσιάζει η παρουσία πολλών νέων σε ηλικία, σε αντίθεση με το παρελθόν. Τι ακριβώς συμβαίνει; Κούρασε η τηλεόραση; Ενόχλησε ο βομβαρδισμός της υποκουλτούρας; Απέτυχε ο πολιτικός και πνευματικός αποπροσανατολισμός; Πιστεύετε ότι μπορεί να είναι μια ελπιδοφόρα νέα αρχή ή απλά μια συγκυρία;
Η νεολαία που ερχόταν κάποτε στο θέατρο δεν ξαναήρθε. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο δικό μας. H νεολαία πηγαίνει στις παραστάσεις που την κατευθύνουν κάποια οργανωμένα πρακτορεία δημοσίων σχέσεων, με αποτέλεσμα να παρακολουθούν κάποια ψευτοκουλτουριάρικα θέατρα, τα οποία το μόνο που τους προσφέρουν είναι κάποιος εντυπωσιασμός και μια αναζήτηση, χωρίς συγκεκριμένο στόχο.
Παρ’ όλ’ αυτά, πιστεύω ότι πάρα πολλά νέα παιδιά, ακριβώς επειδή δε θέλουν να βλέπουν τηλεόραση ή να κλειστούν στο σπίτι, στην πλειοψηφία τους προτιμούν να πηγαίνουν στις μπουάτ, στα ταβερνάκια και στα παμπάκια. Επίσης, πάρα πολλοί νέοι, όταν τους πεις «πάμε στο θέατρο», σου λένε «άρρωστος είσαι;» Είναι, λοιπόν, πλασματικό το φαινόμενο ότι η νεολαία πάει στο θέατρο, γιατί πάει ένας ασήμαντος αριθμός της. Εμείς, 34 χρόνια στο θέατρο ΑΛΦΑ, για να προσελκύσουμε τους νέους, έχουμε καθιερώσει ειδικά γι’ αυτούς πολύ φθηνό εισιτήριο σε όλες μας τις παραστάσεις.
– Πιστεύετε, δηλαδή, ότι η προτίμησή τους είναι αποτέλεσμα της προβολής της κάθε παράστασης;
Ακριβώς! Η υποκουλτούρα δημιουργείται και προβάλλεται ως υψηλή κουλτούρα. Αυτό δεν το υποστηρίζω εγώ. Tο λένε οι μεγάλοι διανοητές και συγκεκριμένα ο Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος λέει ότι το καπιταλιστικό σύστημα που κυριαρχεί σ’ όλο τον κόσμο, προβάλλει τ’ ασήμαντα και περιθωριοποιεί ή εξαφανίζει τα σημαντικά. Υπάρχουν μερικά θέατρα, τα οποία παρουσιάζουν εντελώς περιθωριακά θέματα, καθαρά σεξουαλικά ή μαζοχιστικά ή σατανιστικά! Αυτό είναι το ένα σκέλος. Το άλλο είναι ότι οι εν λόγω παραστάσεις είναι συμπαραγωγή διαφόρων φορέων. Η νεολαία, λοιπόν, εξαπατάται εύκολα, πέφτοντας θύμα των «δημόσιων σχέσεων».
Εδώ πρέπει, δυστυχώς, να επισημάνω ότι τους νέους τους έχουμε προδώσει κι εμείς οι ίδιοι. Αυτή τη στιγμή μεγάλα ονόματα του θεάτρου, της μουσικής και της σκηνοθεσίας είναι τόσο πολύ βολεμένοι και συμβιβασμένοι, που, πλέον, ο κόσμος απογοητεύεται ή γοητεύεται και μπαίνει στο ίδιο καλούπι. Αυτά τα έχω πει στα βιβλία μου και μια φορά σ’ ένα κανάλι. Από τότε δε μ’ έχουν ξανακαλέσει!
– Παρατηρούμε μια συνεχή αύξηση του αριθμού των θιάσων και των θεατρικών σκηνών. Συνήθως μικρά και ευέλικτα σχήματα, με μικρό κόστος, προσπαθούν να επιβιώσουν μακριά από τους «μεγαλοθιασάρχες». Πολύ μεγάλος αριθμός νέων ηθοποιών, όχι σπάνια ταλαντούχων. Ενίοτε, ποιοτικοί συγγραφείς και «συμπαθητικές» παραστάσεις. Πώς τα σχολιάζετε όλ’ αυτά; Προτιμάτε αυτή την «πολυδιάσπαση» ή θα προτιμούσατε θιάσους-μαμούθ, σε κλασικού τύπου έργα και παραστάσεις;
Και τα δυο είδη είναι θετικά, έχοντας, όμως, και τ’ αρνητικά τους στοιχεία. Θα ήταν ωραίο να υπήρχε πιο συχνά αυτή η συγκέντρωση δυνάμεων, που κάνει φέτος η Kάτια Δανδουλάκη, συγκεντρώνοντας πλήθος πολύ καλών ηθοποιών. Το θέατρο, βέβαια, είναι σαν το ομαδικό άθλημα. Πρέπει ο καθένας να παίζει ένα συγκεκριμένο ρόλο. Οι παραστάσεις με πολλούς, καλούς και επώνυμους ηθοποιούς, δεν έχουν αποτέλεσμα, αν δεν είναι ο καθένας στη θέση του.
Από την άλλη, η πολυδιάσπαση δίνει ζωντάνια. Με μια προϋπόθεση, όμως. Αν δεν έχεις κάτι να πεις, δεν έχει νόημα να κάνεις θίασο. Φοβάμαι, όμως, ότι σ’ ένα μεγάλο ποσοστό οι περισσότεροι δεν έχουν κάτι να πουν, απλώς δημιουργούν θιάσους, επειδή θέλουν να παίξουν πρώτους ρόλους ή κάποια έργα που αγαπούν. Από αυτούς τους θιάσους, άλλοι υπάρχουν χωρίς να πληρώνουν τους εργαζόμενους, άλλοι με τις επιδοτήσεις, που δίνει εδώ και 30 χρόνια κατά άθλιο τρόπο το Υπουργείο Πολιτισμού, και άλλοι παίζουν ένα έργο και μετά κλείνουν.
Υπάρχει, όμως, και η χειρότερη εκδοχή. Είναι η ύπαρξη ομάδας μεγάλων θεάτρων, που επιδοτούνται εδώ και χρόνια κι ενώ υποχρεούνται να τηρήσουν κάποιες προδιαγραφές δεν κάνουν ούτε τα μισά! Τα στοιχεία που έχω από την Ευρώπη -που πήγα και τα μελέτησα- είναι εντελώς αντίθετα με τα δικά μας και πολύ πιο αυστηρά.
– Θίγοντας το θέμα των κρατικών επιχορηγήσεων, κ. Ληναίε, πιστεύετε ότι είναι επαρκή τα ποσά που δίνονται;
Έχει τεθεί ένα θέμα περί «κρατικοδίαιτου πολιτισμού», όπως είπε πριν λίγες ημέρες ο νυν υφυπουργός. Για μένα ο πολιτισμός είναι κρατικοϊδιωτικοδίαιτος! Γιατί πάντοτε υπήρχαν τα συγκροτήματα που οργάνωναν τις δοτές επιτροπές, που εκείνες με τη σειρά τους έδιναν τις επιδοτήσεις σε δοτούς παραλήπτες. Απόδειξη είναι ότι εδώ και 15 με 20 χρόνια παίρνουν τις επιδοτήσεις οι ίδιοι και οι ίδιοι. Σαφώς δεν έχω αντίρρηση γι’ αυτούς που τα παίρνουν. Είναι άξιοι, αλλά δεν υπάρχουν μόνο αυτοί, ούτε ξέρουμε αν τηρούνται τα κριτήρια και οι προδιαγραφές.
Εγώ έχω την τιμή να μην έχω πάρει ουδέποτε επιδότηση, διότι δε θέλω. Τα πρώτα χρόνια, δε, μου έδιναν για λόγους πολιτικούς και τα τελευταία 20 χρόνια -παρ’ ότι ήμουν στέλεχος του ΠΑΣΟΚ- δεν ήθελα να πάρω, γιατί διαφωνούσα ακόμα και με το χώρο στον οποίο κάποτε ανήκα. Ακόμα και στο πρόγραμμα του θεάτρου δεν υπάρχει ούτε μια διαφήμιση. Δεν έχω ούτε ιδιώτες χορηγούς. Δεν μπορώ από τη μια να παίρνω \επιδοτήσεις και χορηγίες και από την άλλη να καταγγέλλω τα όσα συμβαίνουν.
– Είναι αρκετοί εκείνοι που θεωρούν ότι η απόλαυση του θεάτρου στις μέρες μας είναι μια πολυτέλεια. Το ύψος των 20 με 25 ευρώ, στο οποίο έχουν φθάσει τα εισιτήρια, πιθανότατα να σημαίνει αυτόματα τον αποκλεισμό των χαμηλόμισθων. Θα θέλαμε να μας πείτε πόσο εύκολο είναι για μια οικογένεια μέτριου οικονομικού επιπέδου να ψυχαγωγηθεί με μια καλή θεατρική παράσταση; Δικαιολογείται αυτό το κόστος του εισιτηρίου;
Το εισιτήριο, αν το σκεφθούμε εμπορικά, είναι φθηνό, γιατί το κόστος του θεάτρου είναι μεγάλο. Αν, όμως, το σκεφθούμε με την τσέπη του μέσου Έλληνα πολίτη είναι πολύ ακριβό και πιστεύω ότι θα έπρεπε να είναι δωρεάν.
Όμως, δεν είναι εκεί το θέμα μας. Η ουσία είναι να είναι ωφέλιμη η τέχνη. Τα έργα να παίζονται για όλο τον κόσμο και να τα καταλαβαίνει όλος ο κόσμος. Παλιότερα, μ’ ένα καλό έργο ή βιβλίο ή με τη μουσική την καλή, διαμορφώναμε τον αυριανό πολίτη. Σήμερα τον αυριανό πολίτη τον διαμορφώνει το κουτσομπολιό μιας ώρας στην τηλεόραση, κάποια πρωινάδικα και κάποια μπουζουξίδικα, που προβάλλονται σκανδαλωδώς. Υπάρχουν εκείνοι, λοιπόν, που ενδιαφέρονται γι’ αυτά τα τελευταία και διαθέτουν τα χρήματά τους στην ανάλογη «διασκέδαση».
Είναι, βέβαια, αδιαμφισβήτητο ότι υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι, όντως, δεν έχουν τα χρήματα. Σας βεβαιώνω ότι εμείς τους δίνουμε τη δυνατότητα να έρθουν στο θέατρό μας.