Ήταν η τελετή χάρμα «ιδείν και ακούειν» μελωδικότατα να ψάλλεται σε ήχο α΄ το «Αθμονέων η πόλις γεραρόν περιτείχισμα εύρε σε πανάχραντη κόρη…» ποιος από τους παρευρισκομένους δεν το αντιλήφθηκε; Ποιος δε ρίγησε στο θεσπέσιο άκουσμά του; Ποιος δε συγκινήθηκε; Όσοι προσεκτικοί αφοσιωμένοι να ακούνε το «Αθμονέων η πόλις»; Ήταν για τους Αθμονείς αδαμάντινο κορυφαίο άκουσμα να χρησιμοποιείται η λέξη. Δε χάθηκε λοιπόν στο κυκλοχρόνισμα; Το Άθμονον ήταν παρόν. Τι κι αν άλλαξαν οι χρόνοι στη φορά των γεγονότων; Τι κι αν έγινε σεισμός αλλαγών στο πέρασμα των ετών, σεισμός αλλαγής τοπικών ονομασιών;
Όταν την ίδια λέξη αθάνατο Άθμονο χρησιμοποίησε ο Διονύσιος Σουρμελής (1853) στην ιστορία του και όταν ο αείμνηστος φιλόλογος Χρήστος Ηλιόπουλος επανέφερε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα την ονομασία Άθμονον και Αθμονείς και έφερνε στην επιφάνεια γλωσσικά τη λησμονημένη λέξη. Η λέξη λοιπόν «ελαλείτο» την εποχή εκείνη, ήταν ζωντανή, δεν είχε λησμονηθεί. Έπαιρνε σάρκα και οστά στους παλιούς εκείνους μαρουσιώτες, που καυχιόνταν για την όμορφη καταγωγή τους, πολέμησαν για την πατρίδα τους ζητώντας την ποθητή λευτεριά, αγαπώντας τον τόπο τους και ζητώντας τη συνέχιση της ιστορικής δράσης τους και κληρονομιάς τους δε δίσταζαν ποτέ να αναφέρονται στους προγόνους τους Αθμονείς και να ονομάζουν ακόμη ένα δρόμο προς την παλαιά θέση του στον Πέληκα.
Σε τέτοιες εκδηλώσεις ατυχώς δεν υπακούουν σήμερα οι περισσότεροι στο κέλευσμα της ησυχίας και προσοχής στο τι λέγεται και ακούγεται. Ο καθένας είναι περιχαρακωμένος στο δικό του αίτημα. Αυτό γινόταν πάντοτε και καμιά δύναμη δεν μπορεί να εξουδετερώσει. Το αίτημα του καθένα είναι φυσικά ανθρώπινο.
Έτσι πιστεύω πως το απολυτίκιο δεν καλοακούστηκε. Ορισμένοι μόνο το επισήμαναν. Το προανάκρουσμα «Αθμονέων η πόλις» ως εισαγωγή στη μεγαλύτερη ποιητική σύνθεση του παρακλητικού κανένα προς την προστάτρια της πόλης του Μαρουσιού, «το Ρόδον το Αμάραντον», την Παναγιά τη Μαρουσιώτισσα έθεσε τις βάσεις για μεγαλειώδη ύμνο εμβατηριακό, που θα μπορούσε να παιανίζεται ή ψάλλεται χορωδιακά σε λιτανεύσεις της Αγίας Εικόνας.
Όμως είναι ωραία υπόθεση να καταγράφει κανείς στο συνειδητό του μέρος, ότι ανήκει σε μια περιγραφή, που έχει κάτι το ιδιαίτερο και δεν είναι εύκολο να διαγραφεί και να οδηγηθεί στον Καιάδα. Όσοι πιστοί ανήκουν στα δρώμενα συμμετέχουν και μπορούν να καταγράφουν, να περιγράφουν και να μη διαγράφουν ορισμένα στοιχειώδη. Άλλωστε δε συμβαίνουν αυτά πάντα.
Ένα τέτοιο απολυτίκιο δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς παρά μόνον, όταν ειδικές συνθήκες το επιτρέπουν. Πάντως το ντεμπούτο – η έναρξη – η πρώτη εμφάνιση – το πρώτο άκουσμα του ύμνου έγινε και στον κοινωνικό περίγυρο των Αθμονέων, αφού είχε προηγηθεί στο θρησκευτικό του στη λειτουργία του ναού της Παναγίας και η επιτυχία του από τους ιεροψάλτες ήταν συγκλονιστική και για τούτο άξια έπραξε ο αιδεσιμολογιώτατος να το παρουσιάσει και στην κοπή της πίτας. Μακάρι πάντα το απολυτίκιο «Αθμονέων η πόλις…» να προηγείται σε ανάλογες τελετές και δοξολογίες.
Όσο για τον ποιητή μάς είναι άγνωστος. Ευελπιστούμε να τον γνωρίσουμε. Στο απολυτίκιό του διαφαίνεται θεοπνευστία και απέραντη γνώση του βυζαντινού γραμματολογικού κλπ. τυπικού. Τον συγχαίρουμε και τον υποδεχόμαστε στην πόλη της Παναγίας της Μαρουσιώτισσας και της Αρτέμιδας Αμαρυσίας την πόλη των Αθμονέων. Τον συγκαταλέγουμε ανάμεσα στους γνησίως αγαπώντας όχι μόνο την ευπρέπεια του οίκου της Θεομήτορος αλλά και τους εκφράζοντας de profundis προς Αυτήν χαιρετιστηρίους ωδάς σε δόξα των αιώνων, που δε λησμόνησαν και την αγάπη τους προς το Άθμονον και τους Αθμονείς.